H Ιλιάδα και η Οδύσσεια, τα δύο έπη
του Ομήρου, έχουν λάβει την θέση που κατέχουν στην ιστορία της δυτικής
διανόησης και για τον λόγο της δυνατότητας πολλαπλών και διαφορετικών
αναγνώσεων διαμέσου των αιώνων.
Το ομηρικό έργο είναι γόνιμο όχι γιατί εμείς το
κάνουμε να είναι σκάβοντάς το για να βρισκόμαστε απασχολημένοι με κάτι, αλλά
γιατί η γονιμότητά του βρίσκεται ήδη μέσα του, συντέθηκε από αυτήν την χιλιετή
γονιμότητα και προς χάριν της.
Το ομηρικό έργο δοξάζει τα βήματα των προγόνων,
την κοπιαστική όσο και ασταθή προσπάθεια του ανθρώπου να στεριώσει πάνω στη γη,
να δαμάσει τις αντιξοότητες, να κατορθώσει ηρωϊκά κλέη. Περιγράφει την
ανθρώπινη "γονιμότητα" μέσα από την αποτύπωση των ξεχωριστών
στιγμών που άξιζε να τις διηγούνται.
Ανάμεσα στις φυσικές αντιξοότητες που είχε να
δαμάσει ο μυθικός ήρωας με την εξαιρετική δύναμη (π.χ. ο Ηρακλής) ο Όμηρος στην
Ιλιάδα σκιαγραφεί την βασικότερη δυσκολία με την οποία έρχεται αντιμέτωπη
η έλλογη προσπάθεια του ανθρώπου και δεν είναι άλλη παρά η ασυνειδησία
του. Η φύση του εκείνη που δεν υποτάσσεται στον Λόγο του κόσμου, που τον υπερβαίνει
και είναι σα να καθοδηγεί εκείνη τις ενέργειες και τις τύχες της ανθρωπότητας.
Έτσι θα τολμήσω να πω ότι η Ιλιάδα αποτελεί
μια ποιητική πραγματεία για την δύναμη του ασυνείδητου στον άνθρωπο, που
γράφτηκε 3.000 έτη πριν τον Φρόιντ.
Πριν απ' όλα όμως η Ιλιάδα είναι ένα ποίημα. Ας
προσπαθήσουμε, λοιπόν, να μπούμε στην εικονογραφία της.
Η νύχτα έχει πέσει στο κάμπο των πολεμικών
αναμετρήσεων. Οι Τρώες εμψυχωμένοι, έχουν βγει από τα τείχη της πόλης τους και
έχουν κατατροπώσει τα ελληνικά στρατεύματα, τα οποία απειλούνται με
ολοκληρωτικό αφανισμό, έχουν στριμώξει τους Αχαιούς που φαίνεται να είναι
πλέον αυτοί οι πολιορκημένοι. Μπροστά τους ο θάνατος με την μορφή του Έκτορα
και πίσω τους τα πλοία για να φύγουν.
Ο βασιλιάς των βασιλιάδων Αγαμέμνονας, στη
συνέλευση όλου του στρατεύματος, ενώπιον των υπόλοιπων Ελλήνων ηγετών,
προσφέροντας αμέτρητη αποζημίωση στον χολωμένο Αχιλλέα, απολογείται δημόσια για
την πράξη της αρπαγής της Βρισηίδας από τον αχαιό ήρωα :
όμως δεν είμαι εγώ ο αίτιος·
είναι ο Δίας και η Μοίρα και η Ερινύα που τριγυρνά μέσα στα
σκοτάδια, αυτοί που στη συνέλευση
έριξαν το νου μου σε άγρια σκότιση [ἄτην], την ημέρα
εκείνη που μοναχός μου πήρα το
τιμητικό δώρο του Αχιλλέα. Όμως τι μπορούσα να κάμω;
Θεός είναι αυτός που τα τελειώνει
όλα, η Άτη, η σεβάσμια κόρη του Δία, που όλους τους
τυφλώνει, η καταραμένη. Τα πόδια της είναι
απαλά, γιατί δεν πατάει στο χώμα, μόνο περπατά
πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων, βλάφτοντάς
τους, και μπλέκει μέσα στους δυο τον
έναν. Κάποτε τυφλώθηκε
[ἄσατο] και ο Δίας, αυτός που
λένε πως είναι ο πιο δυνατός και
από τους ανθρώπους και από
τους θεούς.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Αγαμέμνονας βρίσκει
μια φτηνή και πρόχειρη δικαιολογία για να αποποιηθεί της ευθύνης για την
δυσμενή κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει όλος ο στρατός με κίνδυνο να πάνε
στα χαμένα εννιά έτη πολέμου, αμέτρητοι κόποι και βάσανα καθώς και η θυσία στη
μάχη ανδρείων ανδρών.
Είναι όμως τέτοιο το βάρος της στιγμής που καμία
"δικαιολογία" δεν μπορεί να σταθεί ως αρκετή αιτία για ότι έχει
συμβεί και για ότι προοιωνίζεται ότι θα συμβεί. Ο Αγαμέμνονας λέει την αλήθεια
και ομολογεί κάτι που δεν ήταν άγνωστο για όσους τον ακούνε εκείνη την φοβερή
βραδιά: Ομολογεί ότι κυριαρχήθηκε από μια δύναμη που τον υπερέβαινε, που ήταν
πέρα και πάνω από την λογική του. Ουσιαστικά ομολογεί ότι έπραξε κάτω από την
κυριαρχία μιας δύναμης που υπερέβαινε ακόμα κι αυτόν που είχε την απόλυτη
δύναμη ανάμεσα στους ανθρώπους, που του σκοτείνιασε το νου, την τρομερή ἄτην. Με δυό λόγια λέει
ότι είχε χάσει το εγώ του, ότι δεν ήταν ο εαυτός του που έπραττε αλλά ένας
άλλος ασυνείδητος εαυτός που μοιάζει να μπλέκει ανάμεσα σε δύο εαυτούς και να
διασπά αυτό που θα έπρεπε να ήταν ένα.
Πράγματι, ο Αγαμέμνονας ενσαρκώνει την επίγεια
πολιτική εξουσία., δηλ. την έκφραση των πολιτικών θεσμών των ανθρώπων που είναι,
ή οφείλουν να είναι, αποτέλεσμα της έλλογης συμπεριφοράς τους, καθώς μόνο o
άνθρωπος δημιουργεί θεσμοθετημένη πολιτεία. Πώς όμως είχε συμπεριφερθεί ο
Αγαμέμνονας και γιατί η άλογη - ασυνείδητη συμπεριφορά του να είναι η αιτία των
συμφορών για τους Αχαιούς;
Η Ιλιάδα ξεκινά με την συνάντηση του Αγαμέμνονα και
του ιερέα Χρύση, ο οποίος πηγαίνει ικέτης στο στρατόπεδο των Δαναών για να
πάρει πίσω την κόρη του Χρυσηίδα.
Ο Χρύσης παρουσιάζεται να κρατάει τα στέμματα του
Απόλλωνα του οποίου ήταν ιερέας, πάνω στο χρυσό του σκήπτρο, σύμβολο της
ιερατικής εξουσίας του, δηλ. του θεού που υπηρετεί και μ’ αυτόν τον τρόπο
ενεργοποιεί την λειτουργική του ιδιότητα.
Εκτός όμως από το ιερατικό του σχήμα, ο Χρύσης
επιπλέον λίσσετο [λιτή = προσευχή > λιτανεία (προσευχή με
κίνηση) το ρ. λίττομαι/λίσσομαι] δηλαδή παρακαλούσε, προσέπεφτε μπροστά στην
επίγεια εξουσία του ηγέτη. Δηλαδή, ο Χρύσης είναι άοπλος, πηγαίνει ως
ικέτης, δηλώνει την αδυναμία του και μεταχειρίζεται το έσχατο μέσο που
μπορούσε κάποιος να μεταχειριστεί όταν βρίσκοταν σε πλήρες αδιέξοδο. Η ικεσία
είναι από μόνη της ένα τελετουργικό δείξης αδυναμίας, που καθιστά τον ικέτη
πρόσωπο ιερό και προστατεύεται από τον "ικέσιο Δία".
Συνεπώς ο αποδέκτης της ικεσίας είχε μπροστά του
τον θεό που προστατεύει την ανθρώπινη αδυναμία και το αδιέξοδο στο οποίο
μπορεί να περιέλθει η ανθρώπινη πεπερασμένη δύναμη.
Η σκηνή έχει μεγάλη φόρτιση καθώς ο Δίας και ο
Απόλλωνας, δύο θεϊκές δυνάμεις, συνενώνονται στο πρόσωπο του Χρύση – ικέτη, που
είναι μόνος του ενώπιον των ισχυρών της γης (πάντας Αχαιούς).
Ο Αγαμέμνονας σε μια παραφορά άσκησης της
εξουσίας του υβρίζει τον γέρο ιερέα και μάλιστα τον απειλεί με άσκηση
σωματικής βίας. Με δύο λόγια ασκεί βία και κακοποιεί, γίνεται φορέας
ανισορροπίας μέσα στην τάξη του κόσμου.
Ο ποιητής παρακολουθεί την εξέλιξη της αρχαϊκής
κοινωνίας και σκιαγραφεί την μελλοντική εξέλιξη του ανθρώπινου γένους, το
οποίο βγαίνει σταδιακά από την θρησκευτική ενότητα του ανθρώπινου και του θείου Λόγου,
διασπάται σε επίγειο και σε θεϊκό νόμο και αυτό το αρχικό γεγονός της διάσπασης
είναι η απώλεια της συνείδησης, η ἄτις
.
Αυτή η ασυνείδητη συμπεριφορά, η συνείδηση που
ναρκώνεται που δεν μπορεί να δει το Όλον της ζωής μέσα από το Εν είναι
το ανθρώπινο δράμα που θα παιχθεί στην μεγάλη σκηνή της Ιστορίας μέσα στους
αιώνες και θα βυθίσει την ανθρωπότητα σε αναρίθμητες δυστυχίες, πολέμους και
αίμα.
Ο Αγαμέμνονας πιστεύοντας ότι έχει την απόλυτη
εξουσία και για την ικανοποίηση αυτής της διασπασμένης εξουσίας του ανθρώπινου
λόγου, αρνείται την θεϊκή πλευρά της ανθρώπινης φύσης (Όλον) , που στο πρόσωπο
του Χρύση (Εν) είναι η ήττα, τα δάκρυα του, η παράκλησή του, η αδυναμία
του.
Δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε τον ποιητή. Η
Ιλιάδα αρχίζει με μια ικεσία προς τον εχθρό που δεν έγινε δεκτή από τον
φαντασμένο πολιτικό ηγέτη και οδηγεί σε χαμό και σε πόλεμο. Ο Αγαμέμνονας αρνείται τη
ζωή στη συνολική της έκφραση, ασκεί βία, κυριαρχεί και βυθίζεται στο σκότος.
Και κλείνει, (αφού διηγηθεί με τρόπο ανεπανάληπτα σφικτό και χαλαρό μαζί δέκα έτη πολέμου, ιστορίες ένδοξων οίκων, ίντριγκες θεών, έρωτες ανθρώπων) με μια άλλη ικεσία, του Πριάμου αυτή
τη φορά προς τον εχθρό του τον Αχιλλέα, ο οποίος έχει σκοτώσει τον ήρωα των
Τρώων και γιό του, τον Έκτορα.
Ο Αχιλλέας, όμως αν και είναι ο γενναιότερος, ο πιο ένδοξος στη μάχη, ο πιο δυνατός, ο φόβος και ο τρόμος είναι και ανθρώπινος (παρουσιάζεται να κλαίει στην άκρη της θάλασσας καλώντας τη μητέρα του τη Θέτιδα, να οργίζεται για την αδικία που του έγινε, να πενθεί τον φίλο του τον Πάτροκλο) είναι και ερωτικός και θεϊκός (τα λογοτυπικά επίθετα που χρησιμοποιεί για το πρόσωπό του ο ποιητής είναι ενδεικτικά) κάνει δεκτή τούτη την ικεσία, δίνει πίσω το σώμα του νεκρού Έκτορα, και με τον τρόπο αυτό καταφάσκει στη ζωή. Η Ιλιάδα κλείνει με τον έρωτα του Αχιλλέα με την Βρισηίδα στην σκηνή του.
Ο ανθρώπινος Λόγος, ο λόγος της ύπαρξης, το Είναι, δεν μπορεί παρά να είναι ο Λόγος του Θεού.
Ο Αχιλλέας, όμως αν και είναι ο γενναιότερος, ο πιο ένδοξος στη μάχη, ο πιο δυνατός, ο φόβος και ο τρόμος είναι και ανθρώπινος (παρουσιάζεται να κλαίει στην άκρη της θάλασσας καλώντας τη μητέρα του τη Θέτιδα, να οργίζεται για την αδικία που του έγινε, να πενθεί τον φίλο του τον Πάτροκλο) είναι και ερωτικός και θεϊκός (τα λογοτυπικά επίθετα που χρησιμοποιεί για το πρόσωπό του ο ποιητής είναι ενδεικτικά) κάνει δεκτή τούτη την ικεσία, δίνει πίσω το σώμα του νεκρού Έκτορα, και με τον τρόπο αυτό καταφάσκει στη ζωή. Η Ιλιάδα κλείνει με τον έρωτα του Αχιλλέα με την Βρισηίδα στην σκηνή του.
Ο ανθρώπινος Λόγος, ο λόγος της ύπαρξης, το Είναι, δεν μπορεί παρά να είναι ο Λόγος του Θεού.
Είναι τελικά ο λόγος των ποιητών
τόσο έξω από την πραγματικότητα του κόσμου τούτου; Ανήκει σε ένα άλλο κόσμο
ανύπαρκτο, φαντασιακό, απρόσιτο για τον μέσο άνθρωπο που ζει απλώς τη ζωή
του;
Ένα μεγάλο ποίημα όπως η Ιλιάδα αποδεικνύει, πως όχι.
Ο κόσμος είναι ένας, ενιαίος και απείρως πολλά- απλός .
Μπορούμε να μιλάμε γι'αυτόν με διάφορους τρόπους: ποιητικά, επιστημονικά,
εικαστικά, φιλοσοφικά, μπορούμε να μιλάμε περισσότερο πετυχημένα ή όχι, δεν
μπορούμε όμως διαιωνίζουμε τις ψευδείς διαιρέσεις.
Αυτό το ξέρουν όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι που έζησαν και
σκέφτηκαν για τον κόσμο και τα ανθρώπινα.
Ένας τέτοιος ήταν ο Σίγκμουντ Φρόιντ, ο μεγάλος
αυτός θετικός επιστήμονας και κοινωνικός ανθρωπολόγος του 20ου αιώνα, που η αλήθεια του έργου του, έμελε να σφραγίζει την οπτική μας για τον άνθρωπο και τον
κόσμο.
Ο Φρόιντ, λοιπόν, αιώνες μετά τον Όμηρο, με περισσή γενναιότητα,
είπε : " Όπου κι αν με πήγαν οι θεωρίες μου, βρήκα ότι ένας ποιητής ήδη είχε πάει εκεί".
Ο γέρο - Όμηρος, ο τυφλός ποιητής είναι εκεί ήδη, μας δείχνει τον κονό τόπο, την ἄτιν του
Αγαμέμνονα και μας περιμένει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου