Στη στάση πρωί περιμένοντας έξω απ’ την πόλη που ακόμα κοιμάται,
φυσάει.
Στην διασταύρωση η κίνηση αυξάνεται κι έργα εξωραϊστικά από καιρό οδοποιίας.
Στη μέση από ώρα αξημέρωτη, στημένο ένα σκιάχτρο τινάζει τα φωσφορούχα χέρια του,
το φωσφορούχο σώμα του συστρέφει, το μαυριδερό κεφάλι του στροβιλίζει και δείχνει δεξιά στροφή κατεύθυνση, υποχρεωτικός συνωστισμός στο δρόμο και αυτοκίνητα που αναπνέουν.
Κάποιος αναπάντεχα αγανάκτησε, δεν έστριψε και γύρεψε την αιτία.
Τότε το σκιάχτρο φώναξε την φωσφορούχα φράση που έμαθε, στο σχολείο που στέλνουν τα σκιάχτρα :
«Εγώ κάνω απλώς τη δουλειά μου»
Και Ω! το θαύμα του λόγου του έγινε, έστριψε ο οδηγός.
Κι ήρθε η φωνή κυμβάλου αλαλάζοντος, ηχείο σκιάχτρου, πρωινό χνώτο και χτύπησε πάνω μου κι έκρουσε στο στέγαστρο κι έτριξε και κύλισε στην άσφαλτο σα ρόδα και τράκαρε στο αριστερό φανάρι μιας νταλίκας βαριάς που περνούσε, επιτάχυνε και ξεχύθηκε στη διασταύρωση έξω απ’ τη πόλη που κοιμάται ακόμα, πέρασε ξώφαλτσα τον κόλπο του Ρεθύμνου, εποστρακίστηκε στην επιφάνεια της θάλασσας, σαν βότσαλο πλακουτσωτό κι αναπήδησε τρεις φορές
χοπ – χοπ – χοπ!
κι απογειώθηκε σαν άνεμος παντού
Εγώ κάνω απλώς τη δουλειά μου
Εγώ κάνω απλώς τη δουλειά μου
Εγώ κάνω απλώς τη δουλειά μου
Εγώ τη δουλειά μου….
Εγώ, πρωί απλώς περιμένοντας
στη στάση
φυσάει.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου