Η μουσική ως συγκίνηση οφείλει να κάθεται σε καρέκλα.
Να βρίσκεται ανάμεσα στο βέβαιο και στο αβέβαιο. Στο σταθερό και στο όχι-ακόμα.
Στο έμπειρο χέρι και το τρεμουλιαστό φωνήεν.
Οφείλει να διστάζει. Να ξέρει ακριβώς και πάλι ν' αμφιβάλλει εάν έφτασε σ' αυτό.
Οφείλει να βλέπει χαμηλά σταθερά, κι απέναντι στα κλεφτά.
Οφείλει να συγκρατεί τον λυγμό της για να ακουστεί αυτός, ως μια αυτοδημιούργητη ηχώ πίσω της και γύρω της και από μέσα της.
Η μουσική ως συγκίνηση προέρχεται από σπίτι κι όχι από στούντιο δισκογραφικών εταιρειών.
Έχει πλαστεί από μητρικές νουθεσίες κι όχι από image makers.
Φοράει μάλλινα πουλόβερ με V και τα έχει πιεί με πολλές παρέες. Γεννήθηκε σ' αυτές.
Οφείλει να στέκει παράμερα. Να περιμένει να γίνει δεκτή, να γίνει επιθυμητή. Να μην επιβάλλεται, να μην επιτίθεται με κραυγαλέα σφυροκοπήματα ηχορύπανσης αλλά να χαριεντίζεται σεμνά κι άλλο τόσο ερωτικά.
Να παρα-ακολουθεί και να ηγείται. Να καλεί στο γνώριμο εδώ και στο άγνωστο πίσω.
Να παρα-ακολουθεί και να ηγείται. Να καλεί στο γνώριμο εδώ και στο άγνωστο πίσω.
Είναι νέα γυναίκα δροσερή και γέρος με μουστάκια, άντρας και γυναίκα ταυτόχρονα.
Ρωμιά και Τούρκα, χριστιανή και μωαμεθανή.
Φοράει έναν αραχνοϋφαντο φερετζέ, που πίσω του νιώθεις να ελαφρολικνίζεται ένα αεράκι...
Δεν είσαι σίγουρος. Αυτό το "δεν είσαι σίγουρος", σε κάνει άνθρωπο.
Είναι η αναπνοή του αγαπημένου στόματος; είναι το χέρι σου που τόσο πολύ πλησίασε ; μήπως η ίδια η αγωνία της Αποκάλυψης που κινεί την ύλη;
Είναι η αναπνοή του αγαπημένου στόματος; είναι το χέρι σου που τόσο πολύ πλησίασε ; μήπως η ίδια η αγωνία της Αποκάλυψης που κινεί την ύλη;
Η μουσική ως συγκίνηση είναι πεζολογία.
Είναι τα καφάσια, τα ψηλά της ζωής, που πίσω τους κρυμμένος, συντελείται χωρίς να εξαντλείται ποτέ, ο Έρωτας.
Στα καφάσια τα ψηλά στέκει σαν τρελή,
αμάν αμάν βλαστημά τη μοίρα της που την έριξε στη φυλακή.
Για δε μπορώ, δε νταγιαντώ φοράω φερετζέ μα σ' αγαπώ.
Στα καφάσια τα ψηλά στέκω σαν τρελή,
αμάν αμάν γιατί αγαπώ ρωμιάκι κι έχω λιώσει η δόλια σαν κερί.
Για δε μπορώ, δε νταγιαντώ φοράω φερετζέ μα σ' αγαπώ
.
αμάν αμάν γιατί αγαπώ ρωμιάκι κι έχω λιώσει η δόλια σαν κερί.
Για δε μπορώ, δε νταγιαντώ φοράω φερετζέ μα σ' αγαπώ
.
Άλλαξα την πίστη μου κι έγινα ρωμιά, γιατί λέεις;
Μουχαμέτη δεν πιστεύω ούτε μπαίνω μπλιο μου σε τζαμιά.
Για δε μπορώ δε νταγιαντώ φοράω φερετζέ μα σ' αγαπώ.
Μουχαμέτη δεν πιστεύω ούτε μπαίνω μπλιο μου σε τζαμιά.
Για δε μπορώ δε νταγιαντώ φοράω φερετζέ μα σ' αγαπώ.
Αυτό το τραγούδι (αθησαύριστο και ανέκδοτο) το γνωρίζουμε από τον Χαρίδημο Κουρκουμελάκη και
τη σύζυγό του Φωφώ οι οποίοι το έμαθαν από το θείο του Χαρίδημου, Νικόλαο. Η μελωδική εισαγωγή ανήκει στον Λεωνίδα Λαϊνάκη.
τη σύζυγό του Φωφώ οι οποίοι το έμαθαν από το θείο του Χαρίδημου, Νικόλαο. Η μελωδική εισαγωγή ανήκει στον Λεωνίδα Λαϊνάκη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου