Αφού σ’ έστειλε αυτός, θ’ ανοίξω να περάσεις.
Διάλεγες τις ώρες του μεσημεριού
όταν κόπαζαν τα πολλά πήγαινε – έλα
του κόσμου και οι μηχανές του λιγόστευαν.
Τις ιδρωμένες της κοινής ησυχίας ώρες ερχόσουν,
έξω απ' το κλειστό παράθυρο
με το νύχι να ξύνεις το σοβά.
- Δεν θ’ ακούω, θ' αποκοιμηθώ.
Επίμονα,
δεν θ’ακούω, θ' αποκοιμηθώ.
Πώς να κοιμηθώ; πώς να ξεχάσω;
Έκλεινα τα μάτια μου σφικτά κι αυτά
πλημμύριζαν από μέσα, ξεχείλιζαν δάκρυα
γέμιζαν το κοίλο του κρανίου μου
και το μυαλό μου έπεφτε σε θάλασσα,
πνιγόταν
Ύπνος, Πνιγμός και θάνατος.
Κάποτε άνοιγα τα μάτια στο σκοτεινό ταβάνι
στερέωνα ράγες μεταλλικές
βίδωνα τροχαλίες,
έριχνα χοντρά σχοινιά
να πιαστεί το πνιγμένο μου μυαλό
και να σωθεί ν' ανέβει.
Ερχόταν τότε ο ήχος σου, από τις γρίλιες μέσα
-βρυχηθμός κάποιου τεράστιου πλάσματος
χρόνια αφανισμένου-
επίμονος και πριόνιζε όλα μου τα σχοινιά,
κατεδαφιστικός κι ένωνε τους τοίχους όλους,
πάλλευκος κι οι φυλακές όλες εντός μου κλειστές
κι οι έξοδοι όλες στεγανές
με την πλημμύρα μέσα.
Και στο μηδέν με γύριζε, γιατί δεν είναι αρκετός,
ο ήχος από μόνος του τον κόσμο να εξηγήσει.
Αφού σ’ έστειλε αυτός ανοίγω να περάσεις.
Μη κοιτάς. Μη τρομάζεις. Εγώ τα 'χω συνηθίσει.
Πίσω από τις σορούς των μισοτελειωμένων δωματίων
έχω μιαν αυλή.
Είναι στενή, μικρή αυλή,
μα κεί κρυβόταν το φως μικρό όταν το κυνηγούσαν
κι έπαιζε με τις μικρές άυλες πεταλούδες
και με ζωύφια διάφανα που ζούνε στον αέρα
και στροβιλίζονταν μαζί με μια αιωρούμενη
ακίνητη σκόνη, κοσμική.
Κάποτε κουραζότανε και ξάπλωνε στις πλάκες
ζεστές, υγρές, ανάσαιναν μαζί του,
και μια βροχή να στάζει σιγανή, αχνιστή
και να τ' αποκοιμίζει.
Και στο μηδέν με γύριζε, γιατί δεν είναι αρκετό
το φως από μόνο του τον κόσμο να τον πλάσει.
Αφού σ’ έστειλε αυτός ανοίγω να περάσεις
Ανοίγω όπως τα κόκαλα στη μέση μιας γυναίκας
που ήρθε ο τρομερός καιρός και πρέπει να γεννήσει.
Γυρίζω πάλι στο μηδέν.
Μη μου μιλάς γι’ αυτά που ζω
Μη μου μιλάς γι’ αυτά που τρέμουν μη πεθάνουν
Πες μου για κείνα που μπορούν και θέλουν να κραυγάσουν
να σύρουν μια συθέμελη φωνή που να ενώσει,
ότι μέσα μου χώρισε και κλαίει μισό, συφοριασμένο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου