Όταν
κάποτε έφτασε η ώρα
κι
ο κόσμος έσπασε
στα
χέρια μας,
Θρήνος
απλώθηκε,
στις
πολιτείες που ζούσαν οι άνθρωποι
(αν
και κάποιοι από παλιά θρηνούσανε
σ’
άσυλα ανίατων περιπτώσεων)
οι
μάζες κόπηκαν στα κομμάτια του
το αίμα τους πιτσίλισε
τα
όνειρά μας.
Άπειρος
κι αιχμηρός
ουρλιάζοντας
καρφώθηκε
στα σπλάχνα μας
στα
μάτια μας, στα χέρια μας
στη
γλώσσα
κι έκτοτε
τριγυρίζουμε αγνώριστοι
καθένας με την πληγή που του ταιριάζει
μ' αυτή που διάλεξε ή του δόθηκε
– αδιάφορο-
– αδιάφορο-
καθένας με το έλκος του
με
ό,τι τ' απέμεινε απ’ την τεράστια κρούση.
Πρώτοι
δικαίως απέθαναν
οι
μηχανικοί κι όσοι σοφοί εξηγούσαν
από
τι είναι φτιαγμένος
ύστερα
αυτοί που είχαν χέρια στιβαρά
και
θα ‘κτιζαν εξ αρχής έναν κόσμο
και
τώρα πλησιάζει η σειρά μας,
εμάς
των δύστυχων που κρυβόμαστε και θρηνούμε.
Το
αίμα όμως όταν ανακατευτεί με τ’ όνειρα
μάς
λέει:
Ακόμα κι όταν ο κόσμος
σπάσει σε κομμάτια
δεν παύει κάθε κομμάτι να
είναι ο κόσμος.
(Από την ανέκδοτη προσωπική συλλογή "Σε μια μέρα - 25 Ιουνίου", Χανιά 2013)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου