Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_το χαμένο κέντρο

Νίκου Χουρδάκη, Σάββατο του Λαζάρου : μια ανάγνωση 

 
Εγκαυστικό έργο σε λινό, 2ος αιώνας

Καιρό ήθελα να γράψω ένα σχόλιο για το ποίημα αυτό...
Ίσως τελικά να μην είναι σχόλιο, αλλά μια αυθαιρεσία με πολλές παρεκβάσεις...   για την οποία εκ των προτέρων θα πω ότι θα δεχτώ τα επιτίμια από τον ποιητή και την επαναφορά μου στην τάξη και στην κοσμιότητα, την οποία οφείλει όποιος επιχειρεί κριτικό σχολιασμό ενός ποιητικού έργου.

Θα ήθελα όμως να καταπιαστώ με τούτο:  να αρπάξω, λέει,  απ' το χέρι αυτή τη γυναικεία φιγούρα που στέκεται στο δρόμο και ρίχνει ανήσυχες ματιές...
Ανάμενα τα τέκνα μου, κι αυτά μ' αργοπορούσαν

....και μπαινοβγαίνει από την αυλή στην κουζίνα της κι έχει το νου της στο φαγητό και στην εστία της... κι όλο σκουπίζει τα χέρια της στην ποδιά που έχει δεμένη στη μέση της...
....και να την οδηγήσω στο κέντρο της προσοχή μας. Στο χαμένο κέντρο μας.


Μιλάω για κέντρο, και μάλιστα έτσι όπως άφησα να υπονοηθεί πρόκειται για ένα χαμένο κέντρο που αφορά όχι τον μόνο ποιητή ο οποίος συνέγραψε  αλλά κι όλους εμάς την προσοχή των οποίων διέλαθε.
Η προσέγγισή μου δεν έχει ως στόχο να αποδοθεί "τιμή και δόξα" στις γιαγιάδες, προγιαγιάδες, μητέρες, θειάδες και σε όλες τις γυναικείες ηρωικές μορφές, όπως γίνεται συνήθως σε μαζικές εκδηλώσεις μνήμης, από δημόσιο βήμα. Αυτήν (την απόδοση), για να έχει κάποια αξία,  οφείλει ο καθένας μας να την κάνει στα σιωπηλά προσωπικά του μνημόσυνα.
Εγώ θέλω να υπογραμμίσω και να διαλευκάνω-κατά το μέτρο των δυνάμεών μου- μια σπουδαία σύνδεση που επιχειρεί ο ποιητής .
Μια σύνδεση που έχει ανθρωπολογική, ίσως ιστορική - για την ελληνική αυτοσυνειδησία μας- και θεολογική αξία.

Οι ποιητές είναι βαθιά εμπειρικοί άνθρωποι, κι ας μην τους αναγνωρίζεται... ίσως δικαίως, αφού ο εμπειρισμός τους λογοποιείται και μεταμφιέζεται έτσι που μέσα στον ποιητικό λόγο τους να αίρονται τα διεστώτα.
Το ποίημα λοιπόν μας παραπέμπει αρχικά σε ένα κοινό βίωμα - εμπειρία της ελληνικής ζωής και υπαίθρου.
Υπάρχει μια παρουσία μητρική (μας βοηθάει εδώ και η αφιέρωση του ποιήματος) που αναμένει τα τέκνα της, ένα Σάββατο του Λαζάρου.
Όποιος έχει ρίζες στην ελληνική οικογένεια, ξέρει ότι η μέρα αυτή είναι μια κορύφωση των προετοιμασιών : να ασπριστούν οι τοίχοι, να καθαριστεί η καμινάδα, να αεριστεί η στρώση των κρεβατιών... γιατί επιστρέφουν τα ξενιτεμένα παιδιά και μπαίνουμε στην εβδομάδα των Παθών.
Ο χρόνος λοιπόν δεν είναι τυχαίος.
Είναι όμως και εντελώς άλλος από αυτόν της λαογραφικής πρόσληψης.

Πριν όμως μιλήσουμε γι' αυτόν τον άλλο χρόνο, θέλω να σταθώ στην μορφή που περιμένει. 
Υπάρχει στις μέρες μας μια μεγάλη συζήτηση για το νεωτερικό υποκείμενο, για το άτομο και το πρόσωπο. Κάπου ανάμεσα σ' αυτά, δίχως να ξέρουμε τι πρέπει να κρατήσουμε,  τι να πετάξουμε και πώς να πορευτούμε, στεκόμαστε αμήχανοι και βαθιά προβληματισμένοι.
Μπορεί ένα ποίημα να  μας βοηθήσει;
Ας καταπιαστούμε με τη μορφή που περιμένει. Ίσως, επειδή περιμένει καθίσταται δυνατή η επιστροφή και το θαύμα της Ανάστασης. 

Στο βάθος της συγκρότησης κάθε ανθρώπινης ύπαρξης, πριν από την απόκτηση ταυτοτήτων, ικανοτήτων, δεξιοτήτων και αρετών, αλλά και καθώς τ΄αποκτούμε όλα αυτά, υπάρχει η παρουσία ενός άλλου ανθρώπου... μια ήρεμη και καταφατική παρουσία, που μας δέχεται καθόλου, καθ' ολοκληρίαν και μόνο για το γεγονός ότι υπάρχουμε. 
Η παρουσία αυτή - που μπορεί να πάρει τη μορφή μιας γριάς γιαγιάς ή μιας μάνας-  δεν είναι κραυγαλέα, είναι σχεδόν μεταιχμιακή ανάμεσα στην γνώση και στην άγνοια, ανάμεσα στη δύναμη και στην ανημποριά, στη σοφία και στη μωρία, στη σταθερότητα και στην ευθραυστότητα, στη ζωή και στο θάνατο, έτσι που αν και υπαρκτή νιώθεις ότι συντηρεί μαζί της κάτι από το μυστήριο της ύπαρξης που αναδύεται από το μη ον.
Ο ποιητής αποδίδει αυτή την κατάσταση με τους στίχους :

κι είδα πως έβγαινε το φως από το μέρος του θανάτου.
"Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα"

Κι αν τελικά καταφέρνει να είναι, αυτό το Είναι το οφείλει και το αποδίδει ευθέως και δίχως λογικές συνεπαγωγές ή ανταλλάγματα, δίχως κανενός είδους διανοητική μεσολάβηση,  στην άνευ όρων και ορίων Αγάπη της.
Είναι, λοιπόν,  μορφή θυσιαστική και ασκητική, παραμερίζεται εύκολα και μπορεί κάποιος με λογικά επιχειρήματα ή με μόνη τη χρήση της δύναμής του να την εκ-μηδενίσει.
Παρέχει δε όλες τις δυνατότητες προς τούτο, επειδή αναγνωρίζει εντός της τις οντολογικές ρίζες του μηδενός και την κατά Χάριν απόσπασή της από αυτές. Γίνεται έτσι,  ταπεινή, με έναν τρόπο όχι εξωτερικό - φορεμένο - ηθικό, αλλά συντριπτικά έσωθεν οντολογικό.
Γίνεται ικανή να μην κρίνει, να μην καθοδηγεί, να μην εξουθενώνει, να μην απαιτεί, απλώς να καταφάσκει, να καθησυχάζει και να συγχωρεί  κάθε φορά και επαναληπτικά καθώς μας δέχεται, απλώς και μόνο κοιτώντας μας.

Λαμβάνουμε έτσι, μέσα στη σιωπή, την πρώτη βεβαιότητα, εγκαθίσταται μέσα μας η σιγουριά της ύπαρξης, κατευνάζεται το άγχος της επαναφοράς στο μηδέν απ' όπου κληθήκαμε, επειδή υπάρχει ένα εξωτερικό σημείο  αναφοράς, που σε κάθε παρουσία μας και κάθε φορά,  μας κλείνει και μας στερεώνει επιφωνηματικά, μέσα σε μια και μόνη λέξη : παιδί μου!
Δημιουργείται έτσι μέσα μας ένας άξονας προ-διανοητικός, προ-αξιολογικός, ένας άξονας εμπιστευτικός και αγαπητικός  για να υπάρξουμε ως εσώτεροι εαυτοί σε μια σχέση θεμελιακής κατάφασης και αποδοχής και εν τέλει μοναδικής και μοναδιαίας ελευθερίας.
Ο εαυτός αυτός είναι ό,τι στην ορθόδοξη παράδοσή μας ονομάζουμε : πρόσωπο και έχει τις ρίζες του στην ύπαρξη μιας μορφής που περιμένει και μας αναγνωρίζει ως τέκνα. 
Είναι αυτό μια βασική ανθρωπολογική παραδοχή που, χωρίς να θέλω να θίξω θεολογικές και δογματικές αλήθειες,  ανιχνεύω στην βάση της συγκρότησης του ανθρώπινου υπαρξιακού είναι.
Η ύπαρξη  της μορφής αυτής  προϋποτίθεται της αρχέγονης γνώσης του καλού και του κακού: η σχέση μαζί της είναι η πηγή κάθε καλού, κάθε γένεσης και κατάφασης στη ζωή ενώ η απουσία ή η ανικανότητα σύναψης σχέσης είναι η πηγή κάθε κακού, κάθε πανικού και αποσυναρμογής.

Εδώ θα κάνω μια παρένθεση :
Σε αντιδιαστολή με αυτό το ζωντανό πρόσωπο η νεωτερικότητα -όχι δίχως περιπέτειες και αιτίες- υποστήριξε την έννοια του υποκειμένου. Αφετηρία γι' αυτό είναι η ριζική αμφιβολία για όλα και κυρίως για τον εξωτερικό κόσμο, ο οποίος είναι εχθρικός και ίσως εντελώς ανυπόστατος. Η μόνη βεβαιότητα στην οποία η ύπαρξη βρίσκει μια καταφυγή είναι η γυμνή δίχως κανένα αντικείμενο σκέψη. Σκέφτομαι άρα υπάρχω, θα πει ο Ντεκάρτ. Έκτοτε ο κόσμος όλος -μαζί κι ο Θεός- θα γίνει μια παράσταση του νου.
Δεν θέλω όμως να μπω σε μεγαλύτερη ανάλυση επ' αυτού. Θέλω μόνο να υπογραμμίσω το γεγονός ότι τελικά αυτό το υποκείμενο που σχετίζεται διανοητικά με τον κόσμο,  για να μην χαθεί μέσα στον άκρατο και απύθμενο υποκειμενισμό του, να μην βυθιστεί στο μηδενισμό και για να υπάρξει εν κοινωνία, κατά χρησιμοθηρική και όχι οντολογική αναγκαιότητα,   χρειάζεται ένα πλήθος εξωτερικών ηθικών νομολογιών, τύπων και αξιολογήσεων.... κοστούμια - τρόπους - ταυτότητες, στα οποία μπορεί να μπει και να ζήσει ως ένας καλός και ηθικός άνθρωπος ή ως απόβλητο και μίασμα της κοινωνίας των καλών και ηθικών ανθρώπων, πράγμα το οποίο θεωρείται η κορύφωση του δυτικού ευρωπαϊκού πολιτισμού. Κλείνω την παρένθεση.

Η δυστυχία στην περίπτωση της ελληνικής μας συνείδησης είναι ότι οι θεμελιώδεις μορφές της προσήνειας, της εγκατέρησης, της ταπείνωσης, που ενσάρκωναν  μέσα σε μια αγία άγνοια οι αρχαίες γιαγιάδες μας και επέζησαν 1.500 χρόνων ελληνορθόδοξης περιπέτειας, αυτό το κηρύσσομεν Χριστόν κι αυτόν Εσταυρωμένον,  παραμερίστηκαν κι αντικαταστάθηκαν τάχιστα μέσα σε λίγες δεκαετίες από τις αυστηρές μορφές των δασκάλων, των δικαστών, των αστυνόμων, των κηρυγμάτων, ακόμα και των γονέων και των ιερέων, φορέων μιας αντικειμενικής και απρόσωπης γνώσης... που ασκούσαν δυναστευτικά και συντριπτικά, διόλου αγαπητικά την εξουσία τους.
Λάβαμε, έτσι το προτεινόμενο από την δύση νεωτερικό υποκείμενο, σχεδόν ανεπαίσθητα, μέσα από μια εξωτερική ηθικολογία και καθηκοντολογία, πάψαμε να αποτελούμε πρόσωπα και γίναμε μια αριθμοποιημένη, χειραγωγούμενη μάζα, η οποία διψά την ομοιομορφία, κατατρύχεται από εμμονές και ενοχές  και τρέμει την περιπέτεια της ύπαρξης, καθώς στερείται αυτού του υπαρξιακού θεμελίου, του Προσώπου. 

Οι μορφές των θυσιαστικών, απλών, αγαθών, που κατανοούν σε βάθος, ανθρώπων, αυτού του τρόπου Ύπαρξης  δεν είναι μια απαίτηση της λογικής, είναι μια απαίτηση της ύπαρξης για να είναι λογική.
Η ρήση του απ. Παύλου στην Α' προς Κορινθίους :"Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ᾿Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν..." ερμηνεύτηκε ως προς το σκέλος που αφορά το τι πιστεύουν και τι ζητούν οι άλλοι (Ιουδαίοι και Έλληνες) και όχι τόσο στην δική μας ομολογία κι αυτοσυνειδησία, σ' έναν άλλο τρόπο ύπαρξης, στην ανθρωπολογική πρόταση του Εσταυρωμένου.


Ακόμα και σήμερα στον καιρό της σχετικοποίησης των πάντων και της κατάρρευσης των "κοινών" παραδοσιακών αξιών, αυτή η βαθύτερη απαίτηση για αντικειμενική βεβαιότητα υπάρχει αλλάζοντας κάθε τόσο φορέα  (βλ. κοινωνία του θεάματος, της πληροφόρησης κλπ.) 
Όμως μέσα σ' έναν τέτοιο κόσμο το πολύ που μπορείς να λάβεις είναι ένας σαφής διαχωρισμός σε "καλούς και κακούς μαθητές", σε ηθικούς και ανήθικους, σε πλούσιους και φτωχούς, ένας διαρκής σπαραγμός, μια λογική της παράνοιας....
Στον κόσμο αυτό δεν χωρεί το θαύμα...

Όμως σήμερα, όπως μας υποδεικνύει ο ποιητής είναι το "Σάββατο του Λαζάρου"...
Τα ξενιτεμένα τέκνα, ο διασκορπισμένος άνθρωπος καθημαγμένος από τις πλάνες του κόσμου, τσακισμένος από τα ψεύδη και τις ματαιώσεις, ο σύγχρονος άνθρωπος μέσα από τις θλίψεις και την  εμπειρία θανάτου προσπαθεί να γυρίσει στον τόπο του. Δεν αποζητά την ανάπαυση σε άλλη μια θρησκευτική ιδεολογία, αλλά την αλήθεια της ύπαρξής του...
Στην ταπεινή, συγχωρητική, ανθρώπινη φύση του.
Κι είδα πέρα από το φως που έβγαινε
το νόημα των τρόμων μου
κι άρχισαν να λάμπουν
μέσα σε φρίκη τα τοπία
με μια παράφορη ομορφιά
από τον Άλλο Κόσμο.


Ο άνθρωπος - Λάζαρος από μέρες νεκρός και θαμμένος επαναφέρεται με τον λόγο του Λόγου στην ζωή, εγκαθιδρύεται ως μια νέα ύπαρξη που έχει συνείδηση του θανάτου που υπέστη και της ζωής που έλαβε ως χάρισμα. Γνωρίζει τον Δότη  και με τη γνώση αυτή πορεύεται στην μαρτυρική εβδομάδα των Παθών, που είναι πλέον όλη η επίγεια ζωή του, ενώ ο ο άλλος χρόνος, είναι  μιαν άνοιξη στα έσχατα, την  Κυριακή της Ανάστασης.
Η πορεία αυτή δεν είναι δίχως ταλαντεύσεις και προβλήματα. Ο τόπος είναι έρημος, οι δρόμοι στενάχωροι κι ο άνθρωπος - Λάζαρος είναι αμίλητος, το μόνο που μπορείς είναι να προσπαθείς να ισορροπήσεις στα βήματά Του.
Το θαύμα όμως, ως προσωπικό γεγονός συνάντησης, έχει γίνει : Κι είσαι για πρώτη φορά Ζωντανός. 

Και η μορφή; Η γυναικεία γριά μορφή που περίμενε τα αργοπορημένα τέκνα της;
Εδώ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου η σπουδαία σύνδεση, για την οποία μίλησα στην αρχή. 

Η καθησυχαστική, οικεία μορφή, δεν περίμενε. Μιλούσε.

Το ποίημα παρ' ότι  έχει τη μορφή ενός εσωτερικού μονολόγου, προσδιορίζει τον κατ' εξοχήν διάλογο:

"Εγώ θα σου μιλώ με προσευχές
στη νύχτα που κοιτάζεις"

Μιλούσε προσευχόμενη.... γι' αυτό έγινε μπορετό, έγινε δυνατό το θαύμα, το απερινόητο.

Σήμερα ένα πλήθος ανθρώπων αναζητά κοντά σε γέροντες και σε πνευματικούς πατέρες, σε ανθρώπους αφιερωμένους και αφιερωματικούς, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε λιγότερο, άλλοτε μέσα από άμεσα αιτήματα - προβλήματα ζωής κι άλλοτε μέσα από έναν θεμελιακό υπαρξιακό συγκλονισμό, αυτή ακριβώς την μορφή που περιμένει. 
Η αποκατάσταση της ύπαρξής της, εντός του διαλυμένου σύγχρονου ανθρώπου,  είναι ο μόνος τρόπος για να  καταστεί  δυνατό το προσωπικό θαύμα, η νεκρανάσταση της νεκρής ύπαρξης. 

Πριν κλείσουμε την αυλαία αυτού του κόσμου, πριν τον αφήσουμε να τσακιστεί και να πάει στα κομμάτια, στη νύχτα που κοιτάζει... μπορούμε να βγούμε στο δρόμο για να τον περιμένουμε, να τον δεχθούμε, να τον ακούσουμε,  να ομολογήσουμε για το χαμένο μας Πρόσωπο, κι ακόμα περισσότερο, με την δύναμη και τη χάρη του Θεού, να γίνουμε εμείς το χαμένο του κέντρο...


 [Για διευκόλυνση στην ανάγνωση παραθέτω το ποίημα, το οποίο είχαμε δημοσιεύσει για πρώτη φορά στις 4/4/2015]


ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

                                    Στη μνήμη της γιαγιάς μου
                                    Αικατερίνης Ματζωράκη (1918-2010)


Ανάμενα τα τέκνα μου κι αυτά μ' αργοπορούσαν
κι είδα πως έβγαινε το φως από το μέρος του θανάτου.

"Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα".

Κι είδα πέρα από το φως που έβγαινε
το νόημα των τρόμων μου
κι άρχισαν να λάμπουν
μέσα σε φρίκη τα τοπία
με μια παράφορη ομορφιά
από τον Άλλο Κόσμο.
Όπου πολλά φυτά
χωρίς καταγραφή ανάδευαν
μιαν άνοιξη στα έσχατα
κι άλλα καταγραμμένα που θα 'μεναν
στο πουθενά της γης για πάντα.

Κι είδα ως πέρα
στα έρημα στενά του τόπου μου
το Λάζαρο να περπατά σαν τότε.
Αμίλητος εκοίταζε παντού
κι έτρεξα με πλησμονή κοντά του
ισορροπώντας πάνω στα βήματά του
να μείνω ζωντανός

ισορροπώντας τώρα

καθώς αργοπορούν τα τέκνα μου
και δεν τ' αγκαλιάζω
μέσα σ' αυτό που ζω
το θαύμα το απερινόητο :

"Εγώ θα σου μιλώ με προσευχές
στη νύχτα που κοιτάζεις".



Σχόλια

  1. Από τον ποιητή Νίκο Χουρδάκη, έλαβα στο ιδιωτικό μου ταχυδρομείο, και μετά από δική του άδεια, δημοσιεύω το εξής μήνυμα :

    Η ποίηση, όπως και κάθε δραστηριότητα του έλλογου ανθρώπου, έχει πολλά επίπεδα ανάγνωσης και πρόσληψης. Αναγιγνώσκουμε και προσλαμβάνουμε άλλοτε δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι
    κι άλλοτε με πλέρια καθαρότητα τα δοθέντα προκείμενα.
    Συνυπάρχουμε αλλά και αποκλίνουμε, στην ερμηνεία όχι γιατί διαφωνούμε, αλλά γιατί ήμαστε όλοι μέσα στην πολυτροπία της κοινής φύσεώς μας.
    Μια ανάγνωση χωρίς απόκλιση είναι στείρα, όπως και μια ανάγνωση αυθαίρετη μπορεί να είναι προσβλητική. Εσύ και αποκλίνεις και δεν προσβάλλεις. Μένεις σε μια δική σου ματιά, έχοντας συναρμόσει τη μάτια του άλλου για να μην πω ότι την διευρύνεις καταιγιστικά.

    Είναι ένα ποίημα πόνου καθώς το έγραψα μετά την κηδεία. Πρόκειται όμως για διυλισμένο πόνο καθώς τα δάκρυα συγκρατιούνται και τα φιλολογικά ή θεολογικά στοιχεία πλεονάζουν.

    Στο ποίημα η γιαγιά μου είναι ο δικός μου Λάζαρος. Μια γιαγιά που πέθανε, αλλά είμαι απόλυτα βέβαιος- δια της πίστεως- ότι θα την αναστήσει ο Χριστός, όπως έπραξε με τον δικό Του Λάζαρο, τον φίλο Του. Είναι εκεί στο δρόμο, η γιαγιά μου, μεταξύ ανάστασης και θανάτου σε μια ιδιότυπη εγρήγορση αναμονής και προσευχής, διαλόγου και μονολόγου, γιατί ακριβώς, όπως γράφεις, συγκροτεί ένα ακέραιο Πρόσωπο.
    Και μόνο ένα τέτοιο Πρόσωπο μπορεί να αναμένει και ν' αντικρίζει, μέσα σ΄αυτά τα πολυσχιδή τοπία του υπαρκτού, τα οδοιπορούντα, καθ' ερχόμενα τέκνα της για να συν-εορτάσουν, σε μια καθολική ενότητα νεκρών και ζωντανών, τα Πάθη και την Ανάσταση.

    Και πάλι σ' ευχαριστώ
    Ν.Ι.Χ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_αν αυτή είναι η πολιτική

 Δεν θα το επιδιώξω, αλλά θα εκμεταλλευτώ αυτή τη καταπληκτική συγκυρία : ώρα απογευματινή, μάθημα σε σπίτι, σε κεντρική πλατεία, σε κεντρικό χωριό, από κάτω τα καφενεία και είχα εντοπίσει καθώς πήγαινα ασυνήθιστες κινήσεις, μια αναταραχή και μια κυρία, άγνωστη σε μένα,  με χρώμα μαλλιών σε ώριμη μελιτζάνα να περιφέρεται μαζί με μια φίλη της που δεν είχε τίποτε το αξιοσημείωτο. Εγώ πρόσεξα την μελιτζανί.  Το μάθημα κυλούσε ανάμεσα σε απογοητεύσεις και προσπάθειες, οι ήχοι  της πλατείας γνωστοί και γι αυτό ανήκουστοι  έφταναν αλλά και δεν έφταναν σ'αυτιά μου, ίσως αν πρόσεχα έξω να έφταναν, αλλά εγώ πρόσεχα μέσα.  Οι ήχοι αλλάζουν. Ξέρω την αλλαγή των μικροφωνικών στις μικρές πλατείες των χωριών.  Τέλος μαθήματος. Η προεκλογική συγκέντρωση στα μισά. Έμεινα να ακούσω κι εγώ. Παράγγειλα όπως κάνω πάντα μια τσικουδιά και τι ανανέωση προσώπων, κινήσεων, χρωμάτων. Ίδιες ιδέες ή καλύτερα καμία ιδέα... χωρίς ιδέες. Το απόγευμα όμως δεν έχασε σε τίποτα την ομορφιά του Απρίλη του.  Το κόμμα,