Χθες είχαμε κηδεία στο χωριό.
Κηδείες και μνημόσυνα είναι τα μόνα, ικανά να συνεγείρουν το είναι της μικρής κοινότητας, γεγονότα.
Η μικρή κοινότητα βρίσκει σ αυτά κάτι από την χαμένη περιουσία της συλλογικής μνήμης της και, παρ'ότι το γεγονός είναι καθ'αυτό θλιβερό, διαχέεται στον αέρα μια ανάλαφρη, θα έλεγε κανείς μια εύθυμη διέγερση' λες και ζωντανεύει προς ώρας το χωριό.
Την γριά την λέγανε Διαμάντω, 92 χρονών έγραφε το κηδειόσημο στην πλατεία, ανύπαντρη, δεν την γνώριζα, τα ανίψια της, παιδιά του αδελφού της μένουν στην Αθήνα κι αυτή, τα τελευταία χρόνια, σε έναν οίκο ευγηρίας στα Χανιά. Το σπίτι της κολλητά σ' αυτό που μένω, ήταν κλειστό από το καλοκαίρι, που κάποιοι συγγενείς είχανε έρθει για λίγες μέρες διακοπών. Έτσι, την προηγούμενη της κηδείας, πρωί πρωί κατέφθασε μια γειτόνισσα, η κυρα-Δήμητρα με την σκούπα, ο Σπύρος με το θαμνοκοπτικό και σε λίγη ώρα τους ακολούθησαν κι άλλοι χωριανοί, η Χαρίκλεια, ο Μιχάλης κι ο Θόδωρας ο καφετζής, κι όλοι μαζί κάνοντας θορύβους, μιλώντας μεταξύ τους αλλά και στα κινητά τους, επιδόθηκαν στην φροντίδα της αυλής, του σπιτιού και του παρακείμενου μικρού χωματόδρομου που είχε χορταριάσει. Κάποιοι άλλοι κινήθηκαν προς την εκκλησία και από εκεί στον λιτότατο οικογενειακό τάφο, για να επιβλέψουν την κατάστασή του. Ειδοποιήθηκε ο παπάς, που μένει σ άλλο χωριό και λειτουργεί την Αγία Μαρίνα μόνο μια φορά το μήνα και εκτάκτως όποτε παραστεί ανάγκη...
Όλα έδειχναν ότι είχε κηδεία το χωριό.
Μια ασήμαντη και άγνωστη γριά.
Σ ένα ασήμαντο και άγνωστο χωριό.
Κι όλοι αυτοί που από το πρωί κινιόντουσαν και μίλαγαν και πήγαιναν και ερχόντουσαν, ένα τσούρμο ασήμαντων ανθρώπων.
Όχι, για αυτούς δεν υπάρχει η αθανασία που προκύπτει από σπουδαία έργα και πράξεις αξιομνημόνευτες!
Ούτε γεννάται, για αυτούς κάποιος προβληματισμός για την ταφή ή την καύση των νεκρών.
Αυτοί εγέρθησαν συντόνως , όπως συμβαίνει σε έναν οργανισμό, για να κηδεύσουν, δηλαδή να νοιαστούν, να εμπλακούν προσωπικά, φροντίζοντας πραγματικά -και όχι απλώς να παρίστανται, όπως οι θεατές σε μια θεατρική παράσταση- τον υλικό κόσμο των πραγμάτων και το σώμα, που ανήκαν και συνόδευαν στην επίγεια ζωή του, το μέλος της κοινότητας που απεβίωσε και τώρα εγκαταλείφθηκαν - παραδόθηκαν σε αυτούς.
Η διαδικασία αυτή, που πολύ περιοριστικά ονομάζουμε κηδεία -εννοώντας μια θρησκευτική τελετουργία-τυπικό, με την οποία μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί ανάγοντας έτσι το θέμα στην σχετικότητα που έχουν πλέον οι θρησκευτικές πεποιθήσεις- στην πραγματικότητα θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό μετουσίωσης της ατομικής ασημαντότητας, νεκρών και ζώντων, σε σημαίνον νόημα της ζωής του ανθρώπου.
Συμβαίνει τότε ένας γλιτωμός από την λήθη που σκεπάζει τις ζωές των πολλών και άγνωστων ανθρώπων, καθώς ο θάνατος και η φθορά της ύλης δεν είναι πλέον η ακραία εξατομίκευση αλλά η τέλεση μιας παράδοσης και η συνοδεύουσα αυτήν αποδοχή της παραλαβής, τέλειας και οριστικής σημασίας, ανάμεσα στις γενεές των ανθρώπων και ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση, μέσα στην εγκοσμιότητα, συν τω χρόνω.
Ο θάνατος των άσημων ανθρώπων, έτσι ιδωμένος ως καταστατική συνθήκη της ζωής, πετυχαίνει να θέσει το θέμα του νοήματος , πράγμα που δεν κατορθώνουν όσοι κινούν την επικαιρη συζήτηση, με αφορμή τον θάνατο του Μηνά Χατζησάββα.
Αντ' αυτού μιλούν περί ανέμων και υδάτων...
Η ταφή των νεκρών, στη χώρα μας, ως πρακτική και λατρευτική έκφραση, είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την χριστιανική παράδοση που όσοι αντιτίθενται σε αυτήν ολισθαίνουν κατ' ανάγκη σε μια αντιπαράθεση μαζί της (πιστούς, ιερείς , κλπ). Ενώ άλλα επιχειρήματα πχ. οικολογικής οικονομίας, είναι, κατά την γνώμη μου, πολύ αδύναμα.
Αν συμφωνούμε ότι το νόημα της ζωής αντλείται από τη στάση που κάθε ανθρώπινος πολιτισμός, αλλά και κάθε άνθρωπος ατομικά, υιοθετεί απέναντι στον θάνατο, τότε στην επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να αποτεφρωθεί μετά θάνατον, μπορούμε να διαβάσουμε τον μηδενιστικό και καταστροφικό τρόπο της μετα-νεωτερικότητας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται αυτοπαγιδευμένος στο μέσον ενός κόσμου άψυχων αντικειμένων, με πρώτη την υποταγμένη φύση, τα οποία παράγονται με μηχανική ακρίβεια, χρησιμοποιούνται, καταναλώνονται, μεταβολίζονται, αχρηστεύονται και καταστρέφονται, για να τα διαδεχθούν άλλα, το ίδιο άψυχα και χρηστικά... κι αυτά τα επόμενα...
Σε έναν τέτοιο κόσμο πραγμάτων χρήσης και ανάλωσης ούτε οι ταλαντούχοι άνθρωποι ούτε οι ιδέες ούτε καν οι επιστημονικές θεωρίες διαρκούν για πολύ.
Κατά μια έννοια όλα γίνονται το ίδιο ασήμαντα όπως το χωριό και οι άνθρωποί του, οι απαντήσεις όμως είναι διαφορετικές σε κάθε περίπτωση.
Στον σύγχρονο κόσμο, στον κόσμο μας, όλα καταστρέφονται και αντικαθίστανται δίχως να αφήνουν ίχνη με την ταχύτητα που επιβάλλει, όχι η φυσική ροή και τάξη, αλλά η ανθρώπινη επινοητικότητα. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον εαυτό του από την αντικειμενικοποιημένη φύση.
Εν πολλοίς έχει γίνει κι αυτός ένα τεχνούργημα, ένα έργο των χεριών και της διάνοιάς του, με την αρωγή της υπερήφανης για αυτό το κατόρθωμα φυσιοκρατικής επιστήμης, για να μην μιλήσουμε για την απόλυτη πραγμοποίησή του στην σφαίρα της οικονομίας και της εργασίας ή για την αστική μαζοποίηση και χειραγώγησή του στην σφαίρα της πολιτικής.
Το μόνο πράγμα που δεν καταστρέφεται (ακόμα, τουλάχιστον) μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό είναι η ανθρώπινη βούληση' το να θέλω, επιθυμώ κάτι.
Και εφόσον ο άνθρωπος στέκει απέναντι στον γυμνό εαυτό-σώμα του όπως ο δημιουργός απέναντι στο δημιούργημά του, νιώθοντας ότι διαθέτει την πλήρη κυριαρχία και κατοχή, τότε μπορεί να το καταστρέψει εντελώς, μπορεί να το εξαερώσει με την δύναμη και μόνο της θέλησής του.
Είναι μια στάση συμβατή με τον πολιτισμό της κυριαρχίας και της καταστροφής που απαιτεί τον έλεγχο και αποκλείει την απόλυτη και ολοσχερή παράδοση της ψυχής και του σώματος στον άλλο άνθρωπο, στην φύση, στον Άλλο...
Το περίφημο οχυρό των δικαιωμάτων αλλά και η μυωπική στάση της επίσημης Εκκλησίας, συντελούν στην πλήρη συσκότιση.
Όμως το διπλανό σπίτι έχει απόψε φως.
Είναι τα παιδιά του Φανούρη (για τον άνθρωπο αυτόν : εδώ ), τα ανίψια της Διαμάντως της αντάρτισσας του ΕΛΑΣ, που έμεινε ανύπαντρη , κι ήρθαν από την Αθήνα, να ανοίξουν τον τάφο του πατέρα τους, να βάλουν μαζί τα δυο αδέλφια, να κάτσουμε να της κάνουμε και τα μνημόσυνα, μου είπαν, θα βγούμε κι από Δευτέρα στις ελιές. ..
Πιο κάτω το νεκροταφείο του χωριού έχει κι αυτό φώτα.
Κηδείες και μνημόσυνα είναι τα μόνα, ικανά να συνεγείρουν το είναι της μικρής κοινότητας, γεγονότα.
Η μικρή κοινότητα βρίσκει σ αυτά κάτι από την χαμένη περιουσία της συλλογικής μνήμης της και, παρ'ότι το γεγονός είναι καθ'αυτό θλιβερό, διαχέεται στον αέρα μια ανάλαφρη, θα έλεγε κανείς μια εύθυμη διέγερση' λες και ζωντανεύει προς ώρας το χωριό.
Την γριά την λέγανε Διαμάντω, 92 χρονών έγραφε το κηδειόσημο στην πλατεία, ανύπαντρη, δεν την γνώριζα, τα ανίψια της, παιδιά του αδελφού της μένουν στην Αθήνα κι αυτή, τα τελευταία χρόνια, σε έναν οίκο ευγηρίας στα Χανιά. Το σπίτι της κολλητά σ' αυτό που μένω, ήταν κλειστό από το καλοκαίρι, που κάποιοι συγγενείς είχανε έρθει για λίγες μέρες διακοπών. Έτσι, την προηγούμενη της κηδείας, πρωί πρωί κατέφθασε μια γειτόνισσα, η κυρα-Δήμητρα με την σκούπα, ο Σπύρος με το θαμνοκοπτικό και σε λίγη ώρα τους ακολούθησαν κι άλλοι χωριανοί, η Χαρίκλεια, ο Μιχάλης κι ο Θόδωρας ο καφετζής, κι όλοι μαζί κάνοντας θορύβους, μιλώντας μεταξύ τους αλλά και στα κινητά τους, επιδόθηκαν στην φροντίδα της αυλής, του σπιτιού και του παρακείμενου μικρού χωματόδρομου που είχε χορταριάσει. Κάποιοι άλλοι κινήθηκαν προς την εκκλησία και από εκεί στον λιτότατο οικογενειακό τάφο, για να επιβλέψουν την κατάστασή του. Ειδοποιήθηκε ο παπάς, που μένει σ άλλο χωριό και λειτουργεί την Αγία Μαρίνα μόνο μια φορά το μήνα και εκτάκτως όποτε παραστεί ανάγκη...
Όλα έδειχναν ότι είχε κηδεία το χωριό.
Μια ασήμαντη και άγνωστη γριά.
Σ ένα ασήμαντο και άγνωστο χωριό.
Κι όλοι αυτοί που από το πρωί κινιόντουσαν και μίλαγαν και πήγαιναν και ερχόντουσαν, ένα τσούρμο ασήμαντων ανθρώπων.
Όχι, για αυτούς δεν υπάρχει η αθανασία που προκύπτει από σπουδαία έργα και πράξεις αξιομνημόνευτες!
Ούτε γεννάται, για αυτούς κάποιος προβληματισμός για την ταφή ή την καύση των νεκρών.
Αυτοί εγέρθησαν συντόνως , όπως συμβαίνει σε έναν οργανισμό, για να κηδεύσουν, δηλαδή να νοιαστούν, να εμπλακούν προσωπικά, φροντίζοντας πραγματικά -και όχι απλώς να παρίστανται, όπως οι θεατές σε μια θεατρική παράσταση- τον υλικό κόσμο των πραγμάτων και το σώμα, που ανήκαν και συνόδευαν στην επίγεια ζωή του, το μέλος της κοινότητας που απεβίωσε και τώρα εγκαταλείφθηκαν - παραδόθηκαν σε αυτούς.
Η διαδικασία αυτή, που πολύ περιοριστικά ονομάζουμε κηδεία -εννοώντας μια θρησκευτική τελετουργία-τυπικό, με την οποία μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί ανάγοντας έτσι το θέμα στην σχετικότητα που έχουν πλέον οι θρησκευτικές πεποιθήσεις- στην πραγματικότητα θέτει σε κίνηση έναν μηχανισμό μετουσίωσης της ατομικής ασημαντότητας, νεκρών και ζώντων, σε σημαίνον νόημα της ζωής του ανθρώπου.
Συμβαίνει τότε ένας γλιτωμός από την λήθη που σκεπάζει τις ζωές των πολλών και άγνωστων ανθρώπων, καθώς ο θάνατος και η φθορά της ύλης δεν είναι πλέον η ακραία εξατομίκευση αλλά η τέλεση μιας παράδοσης και η συνοδεύουσα αυτήν αποδοχή της παραλαβής, τέλειας και οριστικής σημασίας, ανάμεσα στις γενεές των ανθρώπων και ανάμεσα στον άνθρωπο και την φύση, μέσα στην εγκοσμιότητα, συν τω χρόνω.
Ο θάνατος των άσημων ανθρώπων, έτσι ιδωμένος ως καταστατική συνθήκη της ζωής, πετυχαίνει να θέσει το θέμα του νοήματος , πράγμα που δεν κατορθώνουν όσοι κινούν την επικαιρη συζήτηση, με αφορμή τον θάνατο του Μηνά Χατζησάββα.
Αντ' αυτού μιλούν περί ανέμων και υδάτων...
Η ταφή των νεκρών, στη χώρα μας, ως πρακτική και λατρευτική έκφραση, είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με την χριστιανική παράδοση που όσοι αντιτίθενται σε αυτήν ολισθαίνουν κατ' ανάγκη σε μια αντιπαράθεση μαζί της (πιστούς, ιερείς , κλπ). Ενώ άλλα επιχειρήματα πχ. οικολογικής οικονομίας, είναι, κατά την γνώμη μου, πολύ αδύναμα.
Αν συμφωνούμε ότι το νόημα της ζωής αντλείται από τη στάση που κάθε ανθρώπινος πολιτισμός, αλλά και κάθε άνθρωπος ατομικά, υιοθετεί απέναντι στον θάνατο, τότε στην επιθυμία του σύγχρονου ανθρώπου να αποτεφρωθεί μετά θάνατον, μπορούμε να διαβάσουμε τον μηδενιστικό και καταστροφικό τρόπο της μετα-νεωτερικότητας.
Ο σύγχρονος άνθρωπος βρίσκεται αυτοπαγιδευμένος στο μέσον ενός κόσμου άψυχων αντικειμένων, με πρώτη την υποταγμένη φύση, τα οποία παράγονται με μηχανική ακρίβεια, χρησιμοποιούνται, καταναλώνονται, μεταβολίζονται, αχρηστεύονται και καταστρέφονται, για να τα διαδεχθούν άλλα, το ίδιο άψυχα και χρηστικά... κι αυτά τα επόμενα...
Σε έναν τέτοιο κόσμο πραγμάτων χρήσης και ανάλωσης ούτε οι ταλαντούχοι άνθρωποι ούτε οι ιδέες ούτε καν οι επιστημονικές θεωρίες διαρκούν για πολύ.
Κατά μια έννοια όλα γίνονται το ίδιο ασήμαντα όπως το χωριό και οι άνθρωποί του, οι απαντήσεις όμως είναι διαφορετικές σε κάθε περίπτωση.
Στον σύγχρονο κόσμο, στον κόσμο μας, όλα καταστρέφονται και αντικαθίστανται δίχως να αφήνουν ίχνη με την ταχύτητα που επιβάλλει, όχι η φυσική ροή και τάξη, αλλά η ανθρώπινη επινοητικότητα. Ο ίδιος ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεχωρίσει τον εαυτό του από την αντικειμενικοποιημένη φύση.
Εν πολλοίς έχει γίνει κι αυτός ένα τεχνούργημα, ένα έργο των χεριών και της διάνοιάς του, με την αρωγή της υπερήφανης για αυτό το κατόρθωμα φυσιοκρατικής επιστήμης, για να μην μιλήσουμε για την απόλυτη πραγμοποίησή του στην σφαίρα της οικονομίας και της εργασίας ή για την αστική μαζοποίηση και χειραγώγησή του στην σφαίρα της πολιτικής.
Το μόνο πράγμα που δεν καταστρέφεται (ακόμα, τουλάχιστον) μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό είναι η ανθρώπινη βούληση' το να θέλω, επιθυμώ κάτι.
Και εφόσον ο άνθρωπος στέκει απέναντι στον γυμνό εαυτό-σώμα του όπως ο δημιουργός απέναντι στο δημιούργημά του, νιώθοντας ότι διαθέτει την πλήρη κυριαρχία και κατοχή, τότε μπορεί να το καταστρέψει εντελώς, μπορεί να το εξαερώσει με την δύναμη και μόνο της θέλησής του.
Είναι μια στάση συμβατή με τον πολιτισμό της κυριαρχίας και της καταστροφής που απαιτεί τον έλεγχο και αποκλείει την απόλυτη και ολοσχερή παράδοση της ψυχής και του σώματος στον άλλο άνθρωπο, στην φύση, στον Άλλο...
Το περίφημο οχυρό των δικαιωμάτων αλλά και η μυωπική στάση της επίσημης Εκκλησίας, συντελούν στην πλήρη συσκότιση.
Όμως το διπλανό σπίτι έχει απόψε φως.
Είναι τα παιδιά του Φανούρη (για τον άνθρωπο αυτόν : εδώ ), τα ανίψια της Διαμάντως της αντάρτισσας του ΕΛΑΣ, που έμεινε ανύπαντρη , κι ήρθαν από την Αθήνα, να ανοίξουν τον τάφο του πατέρα τους, να βάλουν μαζί τα δυο αδέλφια, να κάτσουμε να της κάνουμε και τα μνημόσυνα, μου είπαν, θα βγούμε κι από Δευτέρα στις ελιές. ..
Πιο κάτω το νεκροταφείο του χωριού έχει κι αυτό φώτα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου