Ο πλατωνικός διάλογος "Φαίδρος" είναι ο μόνος που ο Σωκράτης πραγματοποιεί έξω από τα τείχη της πόλεως των Αθηνών. Είναι ένας παράξενος διάλογος, ο οποίος αναπτύσσεται γύρω από δύο άξονες του πλατωνικού στοχασμού : την ρητορική και τον έρωτα.
Διαβάζοντας δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο ο μεγάλος φιλόσοφος συνδέει τα δύο αυτά, άσχετα φαινομενικά μεταξύ τους, θέματα, με τέτοια φυσικότητα σα να κάνουμε έναν περίπατο.
Διαβάζοντας δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο ο μεγάλος φιλόσοφος συνδέει τα δύο αυτά, άσχετα φαινομενικά μεταξύ τους, θέματα, με τέτοια φυσικότητα σα να κάνουμε έναν περίπατο.
Στην πραγματικότητα όμως η φυσικότητα αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά η διαλεκτική μέθοδος αναζήτησης της αλήθειας, επί τω έργω.
Μέσα στον πλούτο της σκέψης που κοσμεί το λαμπρό αυτό φιλοσοφικό και λογοτεχνικό έργο, υπάρχει ο "μύθος των τζιτζικιών".
Τον μύθο διηγείται ο Σωκράτης στον όμορφο νεαρό Φαίδρο, εκεί που κάθονται το απομεσήμερο στο αττικό τοπίο, κάτω από μια πλατάνα, στην αφράτη πόα και δίπλα κυλάει ο Ιλισός συνομιλώντας περί έρωτος και περί ρητορικής.
Ο μύθος αυτός λέει ότι τα τζιτζίκια ήταν κάποτε άνθρωποι που τόσο μαγεύτηκαν από το τραγούδι των Μουσών που ξέχασαν να τρώνε και να πίνουν ως ότου πεθάνανε. Οι Μούσες τους έκαναν τζιτζίκια με την αποστολή «το ἀπαγγέλλειν τά περί ημῶν τοῖς θεοῖς». Ποιοι, δηλαδή άνθρωποι ζουν «καλῶς ορχούμενοι», ποιοι δεν υποδουλώνονται στην ζέστη, στην αποχαύνωση του καλοκαιριού, στην ανοησία…
Και καλεί ο Σωκράτης τον Φαίδρο να έχει το νου του να μην τους συμβεί το ίδιο. Μην δηλαδή ξεχαστούν, μην παραδοθούν όπως τα τζιτζίκια στον ωραίο ήχο. Είναι που μόλις έχει τελειώσει ο Σωκράτης τον μεγάλο ύμνο του προς τον πραγματικό έρωτα με την παλινωδία του. Η παλινωδία είναι ένας μεγάλος μύθος για το άρμα της ψυχής και τον ηνίοχό του που με την δύναμη του έρωτα ωθεί την ψυχή να κατευθυνθεί προς τον θεό της, το είναι της. Ο μύθος της παλινωδίας είναι κατάμεστος από χρώματα, εικόνες, σύμβολα, ωραίες εκφράσεις, ένα ποίημα της πλατωνικής τέχνης.
Ο λόγος που δεν πρέπει να αφεθούν όπως τα τζιτζίκια είναι επειδή ακολουθεί το δεύτερο μέρος του διαλόγου που είναι η διαλεκτική αποκάλυψη: τι υπάρχει πίσω από τον ωραίο μύθο του άρματος της ψυχής, τι υπάρχει πίσω από τα μαγευτικά λόγια, τι υπάρχει πίσω κι απ’ αυτόν τον έρωτα που υμνήθηκε.
Λέει ο Σωκράτης :
«Τα τζιτζίκια, λοιπόν, που κατά το συνήθιό τους τραγουδάνε μέσα στην κάψα και συνομιλούνε πάνω από το κεφάλι μας, μου φαίνεται πως μας βλέπουνε… Αν λοιπόν μας βλέπανε κι εμάς τους δύο, όπως τον πολύν κόσμο το μεσημέρι, να μη συνομιλούμε, αλλά να είμαστε νυσταγμένοι και με το τραγούδι τους αποκαμωμένοι από την αργία του νου μας, τότε με το δίκιο τους θα μας περιγελούσανε, παίρνοντάς μας για τίποτε ανδράποδα, που ήλθαν εδώ σ’ αυτό το κατάλυμα ωσάν πρόβατα που κάνουν μεσημέρι γύρω απ’ το νερό» (Φαίδρος, 259α) .
Το νόημα του Σωκρατικού λόγου, είναι ότι πρέπει με πάσα δύναμη να κρατήσομε σε αγρύπνια τη διάνοιά μας και να μην πέσουμε σε ύπνο τώρα το μεσημέρι, γιατί ο λόγος δεν τελείωσε ακόμα.
Ο Σωκράτης ήταν το πρόσωπο της αγρύπνιας. Μια προσωπικότητα που ενσάρκωσε το ανήσυχο ανθρώπινο πνεύμα που αναζητά, αφιερώνοντας την ζωή του στην υπεράσπιση της φιλοσοφικής αλήθειας και υιοθετώντας μια αντίστοιχη στάση ζωής και έναν ανάλογο λόγο.
Η επίμονη αμφισβήτησή του και εν τέλει η προσήλωσή του στο ερώτημα τι εστί, τον έβγαλε εκτός των τειχών, τον έφερε στην αντίπερα από την οχληρή φλυαρία της πόλεως, όχθη, και άνοιξε μια για πάντα μέσα στην ιστορία της Γνώσης τα προβλήματα του γιγνώσκοντος υποκειμένου.
Σήμερα 2.500 έτη μετά, ξέρουμε ότι η αγρύπνια του Σωκράτη κατέστησε δυνατή την ύπαρξη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Βλέποντας όμως την σύγχρονη πολιτική και κοινωνική κατάσταση και τον παραγώμενο φιλοσοφικό λόγο, δεν μπορούμε παρά ν' αναρωτιώμαστε εάν είμαστε αποκαμωμένοι, εάν ο νους μας έχει πέσει σε αργία και έχουμε μεταβληθεί σε πειθήνια και ζαλισμένα ανδράποδα, εάν ο Λόγος δεν τελειώσε ακόμα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου