Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Εφτά ποτάμια






Εφτά ποτάμια σμίξαν και τρεις καημοί,
κι είπανε να μερώσουνε μια στιγμή.
Οι θάλασσες κοπάσαν κι οι στεναγμοί,
εννιά σπαθιά γυμνώσανε στη γραμμή.

Η άνοιξη η μαυλίστρα για να διαβεί,
κοιτάξτε, χωριανοί μου, τι θα συμβεί.
Τα πάθη σα σαρκώσουμε του Ραβί,
εκείνος ο μπροστάρης, κι εμείς στραβοί.

Ήλιε μου, στρατολάτη, ταξιδευτή,
που μού 'δωσες τη χάρη του γητευτή,
ο άνθρωπος γυρεύει για να γευτεί,
απ' το ζεστό μου αίμα να γιατρευτεί.

Η μεγαλοβδομάδα, κόρη ξανθή,
μύρωσε το χωριό μας, και ροδανθεί,
που τρώει τον θεό του για να χαθεί,
κι ίσως με τον χαμό του ν' αναστηθεί.

Στης άνοιξης τον κόρφο, τον ζηλευτό,
μυριόχρωμο γιορντάνι, το σερπετό,
φάρμακο το φαρμάκι στον αετό,
για να πετάξει εκείνος ως είν' γραφτό.

Πέρνα περαματάρη τον ποταμό,
πάρε κι εμέ μαζί σου στον μισεμό,
κι εκεί στον καταρράχτη και στον γκρεμό,
θα μάθω του συμπάντου το λυτρωμό.

Στίχοι : Δημήτρης Αποστολάκης




Σχόλιο:
Ας μείνουμε εδώ.
Η γιαγιά μου, απ' τη μεριά του πατέρα μου, γεννημένη λίγο πριν ανατείλει ο 20ος αιώνας, μια σκληρή γυναίκα αρβανίτισσα, γεννούσε μόνη της, αφαλόκοβε και αλάτιζε το μωρό, το φορτωνόταν στον ντορβά της και πήγαινε σπίτι. "Ελάτε να δείτε τον αδελφό σας", έλεγε στ'άλλα παιδιά. Η γιαγιά μου κατέβαζε χαμηλά το τσεμπέρι της τόσο που δεν φαινόντουσαν τα μάτια της. Είχε πάντα υγρά τα γαλανά μάτια της, ό,τι κι αν έκανε. Αναρωτήθηκα κάποτε, μικρή. 
Σήμερα ξέρω ότι ήταν η σκαμμένη ελληνική ψυχή της που ανάβλυζε. 
Η τελευταία φλέβα, λίγο πριν γυρίσει πίσω το νερό και μπούμε στους άγονους χρόνους. 

Ας μείνουμε εδώ, λοιπόν, στο μέσον αυτής της ανυδριάς κι ας ακούσουμε ένα τέτοιο τραγούδι. 

Αν ψάχνουμε το πρόσωπό μας, την λαϊκή μας φλέβα, αν πραγματικά θέλουμε να πάμε πέρα απ' όλες τις επιφανειακές λογικότητες για να συναντήσουμε τον μόνο πραγματικό, τον λόγο της φύσης μας, της ιστορίας μας και της ψυχής μας, τον Λόγο που είναι η Ζωή μας και το Όλο, ας μείνουμε εδώ. 

Είναι δικό μας αυτό.
Έρχεται από το βάθος, έρχεται από ό,τι έμεινε ατόφιο και άτρωτο. Για όποιον ξέρει ν' ακούει τους λυγμούς. Βηματίζει βαριά και βουλιάζει στο χώμα μας. Λύρες, χάλκινα, γκάιντες και νταούλια. 
Άβυσσος χωρίζει την αλήθεια του, που δρασκελίζει με ευκολία τον τεχνοκρατικό λόγο της εποχής μας. Άβυσσος η ελευθερία του...
Είμαστε ένας λαός που έμεινε γυμνός και ημιαμόρφωτος. Οι καλύτεροί του δραπέτευσαν. Τα διαμάντια και τα στολίδια του πετάχτηκαν στις χωματερές και στις λάσπες. 
Στη ράχη του πέσαν τα αλύπητα τα ραβδιά των ισχυρών της γης. 
Μέχρι να ξεχάσει... την περηφάνια του που πηγάζε από το μόχθο των πατεράδων του, την πνευματική του ενάργεια κληρονομιά των μέγιστων ποιητών και φιλοσόφων μέσα στους αιώνες, την ευαισθησία του που ανάβλυζε στα τραγούδια του, το πάθος του χορού του καθώς μάλαζε την γη με τα πόδια του, το βλέμμα του καθώς αγνάντευε ίσα στα μάτια τον ψεύτη κόσμο, τον πλανταγμό της αγάπης του.  
Τον κατακλέψανε και τον λοιδορήσανε, έτσι καθώς έτρεμε στερημένος από την ψυχή του.


Πριν την λεηλασία του δημόσιου πλούτου της χώρας, για την οποία τόσα λέγονται από πολιτικούς και οικονομολόγους, υπήρξε μια μακρόχρονη αδυσώπητη λεηλασία της ελληνικότητας της ψυχής μας. 

Για τούτη τη λεηλασία ευθύνονται όλοι οι νεωτεριστές πολιτικοί "εθνάρχες" οι γαλουχημένοι στις αυλές της Εσπερίας και οι απόγονοί τους, ο υψηλόβαθμος κλήρος που θαμπώθηκε στον ίλιγγο της εξουσίας και του πλούτου και διέσπειρε την υποταγή και την δεισιδαιμονία. Κυρίως όμως ευθύνονται οι λεγόμενοι "πνευματικοί" άνθρωποι του τόπου, που κοίταζαν προς τα έξω κι όχι προς τα μέσα. 

Ελάχιστα "όχι" ακούστηκαν κι αυτά δειλά, ανάμεσα σε συμβιβασμούς και γλυκανάλατα ποιήματα βραβευμένα. Εξαργυρωμένη πίκρα, ανέστιων αστών. 

Ναι, θα ήταν ένας μεγάλος άθλος. 

Μια μεγαλοβδομάδα των παθών, θα ήταν η ύπαρξη των μπροστάρηδων εκείνων, των γητευτών που θα χάριζαν από αγάπη και μόνο, σε τούτο τον "στραβό" λαό, το ζεστό τους αίμα, να γευτεί, να γιατρευτεί, να σαρκωθεί το πρόσωπό του. Μεγάλο βάρος και φορτίο. 
Πρέπει να πας αντίθετα, να περάσεις ισορροπώντας ανάμεσα στους μεγάλους ποταμούς που διασχίζουν την ιστορία του τόπου, μέσα από καημούς και σπαθιά, να πιείς φάρμακο το φαρμάκι. Μέχρι να μπορέσεις να σηκώσεις στην πλάτη σου τα σαρκωμένα λόγια και να πεις: "Ελάτε, ελάτε να δείτε τον εαυτό σας"

Μετά μπορείς να φύγεις για τον μεγάλο μισεμό, χαιρετώντας και χαμογελώντας στην άκρη του γκρεμού τούτης της γης, να λυτρωθεί  το Σύμπαν. 



(Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στη μνήμη της γιαγιάς μου, Ελένης Ραβάνη από το γένος των Τρανών, που έκανε οκτώ παιδιά, έζησε και πέθανε στα αρβανιτοχώρια της Εύβοιας)











Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός