![]() |
Πάμπλο Πικάσο : Γυναίκα με σταυρωμένα χέρια |
Πολύ πρωί στο υπεραστικό λεωφορείο της γραμμής Χανιά - Ρέθυμνο. Όχι το πρώτο πρωινό, το επόμενο. Γεμάτο σχεδόν με υπαλλήλους που πάνε στις δουλειές τους και με συνταξιούχους που πάνε στα πρωινά ραντεβού με τους γιατρούς, στην πόλη.
Σχεδόν ανάμεσά τους κι εγώ.
Εκείνη μπήκε σε μια στάση απ' αυτές τις έκτακτες που βρίσκονται διάσπαρτες κατά μήκος της παραλιακής για να εξυπηρετούν τα ξενοδοχεία και τους τουρίστες. Όχι, ακόμα δεν έχει αρχίσει η τουριστική σεζόν. Όταν αρχίσει απ' αυτές τις στάσεις επιβιβάζονται και αποβιβάζονται χαλαροί, τροφαντοί και πολύχρωμοι τουρίστες, τσούρμα. Τώρα όμως, τέλος Φλεβάρη, τουρίστες δεν υπάρχουν. Μόνο καθαρίστριες από τη Βουλγαρία ή την Πολωνία, που καθαρίζουν τα δωμάτια, ετοιμάζουν τα σαλόνια, τις κουζίνες και τις αίθουσες υποδοχής.
Έκατσε μπροστά από μένα, διαγώνια, στην απέναντι σειρά καθισμάτων, μόνη της. Έβλεπα τα χέρια και τα πόδια της. Δεν θα είχα λόγο να την παρατηρήσω αν δεν ήταν αυτά τα ένοχα, τα συνωμοτικά χέρια, που παίρνανε τόσες προφυλάξεις. Έκαναν τον ελάχιστο δυνατό θόρυβο κι έτσι τα είδα. Κρατούσαν ένα τενεκεδάκι απ' αυτά των αναψυκτικών, τόσο ερμητικά που σχεδόν το είχαν κουκουλώσει. Άκουσα τον ήχο από το καπάκι καθώς σύρθηκε για ν' ανοίξει. Εξωτερικά το τύλιγε μια σακούλα λεπτή. Αυτή έκανε τον θόρυβο, όχι τα χέρια.
Είναι νόμος στα λεωφορεία να μην τρώνε και να μην πίνουν οι επιβάτες τίποτα. Μου έχει τύχει ν' αναγκάσουν άνθρωπο να φάει βιαστικά κάτι που κρατούσε στο χέρι του ή να πετάξει στα σκουπίδια τον καφέ του για να του επιτρέψουν να επιβιβαστεί στο λεωφορείο. Ίσως να έχουν δίκιο κι αυτοί. Δεν μπορεί να μπαίνει ο καθένας τρώγοντας και πίνοντας. Άλλες πάλι φορές τυχαίνει, αφού ξεκινήσει το λεωφορείο κάποιος πίσω μου να βγάζει ένα σακουλάκι πασατέμπο, άλλοι τρώνε ακόμα και τηγανιτές πατάτες μέσα από κεσεδάκια. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η μυρωδιά της τηγανιτής πατάτας κατακλύζει το λεωφορείο και υπάρχει το ενδεχόμενο ο οδηγός να σταματήσει και να επιδοθεί σε έρευνες, από κοινού με τον εισπράκτορα, για να βρουν τον ένοχο της πατατοφαγίας, βρίζοντας και ρωτώντας, χωρίς καμιά επιτυχία, βέβαια, αφού οι πατάτες έχουν ήδη εξαφανιστεί μέσα στις τσάντες.
Φαίνεται ότι εκείνη ήξερε τις απαγορεύσεις αυτές. Γιατί αφού έβγαλε το τενεκεδάκι το έπιασε σφιχτά, το κρατούσε ανάμεσα στα πόδια της, σχεδόν εξαφανίζοντάς το και κοίταζε προς το μέρος του εισπράκτορα, να δει πού βρίσκεται και σε ποιάν απόσταση. Το κράταγε και το πασπάτευε, και μπορούσα να φανταστώ την υποταγή και την ανυπομονησία της, τον τέλειο συντονισμό των χεριών της, την ένταση του σφιξίματος των δακτύλων της γύρω από το μέταλλο του κουτιού, την ετοιμότητά τους. Όταν σιγουρεύτηκε ότι δεν υπήρχε κίνδυνος, με μια κίνηση, έφερε το τενεκεδάκι στο στόμα της και ρούφηξε μια γερή ρουφηξιά. Το κατέβασε και πάλι ανάμεσα στα πόδια της και στην προσπάθειά της να το τακτοποιήσει καλά, είδα ότι ήταν ένα κουτάκι φτηνής μπύρας.
Το λεωφορείο σταμάτησε. Επιβάτες ανέβηκαν και ο εισπράκτορας κινήθηκε προς το μέρος μας, προς τα πίσω, για να κόψει τα εισιτήριά τους. Ευτυχώς δεν έκατσε κανείς δίπλα της κι έτσι μπορούσα ανενόχλητη να συνεχίσω την παρατήρησή μου. Αυτή όμως πήρε όλα τα προσήκοντα μέτρα, για να μην ανακαλύψει ο εισπράκτορας, ούτε κανείς άλλος, την ένοχη απόλαυσή της. Πάνω από το κουτάκι τοποθέτησε τώρα και την μαύρη, πλαστική, μικρή γυναικεία τσάντα της, απ' αυτές που πουλάνε στους πάγκους των λαϊκών αγορών. Έτσι που τίποτε να μην μπορεί να την προδώσει.
Κάθε τόσο με κοφτές ρουφηξιές έπινε το απαγορευμένο ποτό και κοίταζε έξω από το παράθυρο τον δρόμο που έφευγε και πέρα από τον δρόμο την αμμουδιά και πιο πέρα ακόμα την θάλασσα του Φλεβάρη και πάνω από την θάλασσα τον ουρανό μολύβι που είχε χαμηλώσει πολύ. Επιβάτες ανέβαιναν και κατέβαιναν, αυτή επέμεινε μέχρι τέλους, μέχρι τελευταίας σταγόνας.
Συμμετείχα κι εγώ στην πρωινή διαδρομή.
Στην διαδρομή της μοναξιάς, των μικρών απολαύσεων, των ένοχων χεριών, των προφυλάξεων.
Όταν ήπιε όλη την μπύρα της, έχωσε το αδειανό κουτάκι μέσα στην τσάντα της κι έβγαλε από το τσεπάκι του μπουφάν της μια τσίχλα, την έβαλε στο στόμα της και συνέχισε να κοιτάζει έξω.
Όχι, τίποτα δεν θα μπορούσε να την προδώσει.
Κατεβαίνοντας πριν απ' αυτήν, δεν αντιστάθηκα στον πειρασμό να στρέψω το κεφάλι μου, να πάρω ήθελα την εικόνα του προσώπου της, έτσι που να την συνδέσω με τα χέρια αυτά, που τόσο καλά ήξεραν να συντονίζονται με τις κρυφές της επιθυμίες...
Δεν την ήξερα.
Αν την ήξερα ίσως να της έλεγα, ξέρετε, ο Νίκος Καββαδίας ήταν ένας ποιητής που ταξίδευε στα καράβια ή να της έλεγα, ξέρετε, η ποίηση σάς ακούμπησε σήμερα το πρωί.
Αν την ήξερα ίσως να της έλεγα, ξέρετε, ο Νίκος Καββαδίας ήταν ένας ποιητής που ταξίδευε στα καράβια ή να της έλεγα, ξέρετε, η ποίηση σάς ακούμπησε σήμερα το πρωί.
Όμως μου ήταν άγνωστη.
Ένα πρόσωπο στεγνό κι αδύνατο, χαραγμένο από πολλές μικρές ρυτίδες, σπασμένο, δουλεμένο, του λείπανε οι χυμοί, τα κοκκινάδια στα μάγουλα, το χρώμα στα χείλη.
Στα μάτια της μια παιδική φευγάλα, η ροή της ασφάλτου, το λεωφορείο με τους νόμους του και στα πίσω καθίσματα οι αμαρτίες που ταξίδευαν.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου