Άγγελος Σικελιανός (1884 - 1951) |
-1935-
Στ᾿ Ὅσιου Λουκᾶ τὸ μοναστήρι, ἀπ᾿ ὅσες
γυναῖκες τοῦ Στειριοῦ συμμαζευτῆκαν
τὸν Ἐπιτάφιο νὰ στολίσουν, κι ὅσες
μοιρολογῆτρες ὥσμε τοῦ Μεγάλου
Σαββάτου τὸ ξημέρωμα ἀγρυπνῆσαν,
ποιὰ νὰ στοχάστη - ἔτσι γλυκὰ θρηνοῦσαν! -
πώς, κάτου ἀπ᾿ τοὺς ἀνθούς, τ᾿ ὁλόαχνο σμάλτο
τοῦ πεθαμένου τοῦ Ἄδωνη ἦταν σάρκα
ποὺ πόνεσε βαθιά;
Γιατὶ κι ὁ πόνος
στὰ ρόδα μέσα, κι ὁ Ἐπιτάφιος Θρῆνος,
κ᾿ οἱ ἀναπνοὲς τῆς ἄνοιξης ποὺ μπαίναν
ἀπ᾿ τοῦ ναοῦ τὴ θύρα, ἀναφτερώναν
τὸ νοῦ τους στῆς Ἀνάστασης τὸ θάμα,
καὶ τοῦ Χριστοῦ οἱ πληγὲς σὰν ἀνεμῶνες
τοὺς φάνταζαν στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια,
τὶ πολλὰ τὸν σκεπάζανε λουλούδια
ποὺ ἔτσι τρανά, ἔτσι βαθιὰ εὐωδοῦσαν!
Ἀλλὰ τὸ βράδυ τὸ ἴδιο τοῦ Σαββάτου,
τὴν ὥρα π᾿ ἀπ᾿ τὴν Ἅγια Πύλη τὸ ἕνα
κερὶ ἐπροσάναψε ὅλα τ᾿ ἄλλα ὡς κάτου,
κι ἀπ᾿ τ᾿ Ἅγιο Βῆμα σάμπως κύμα ἁπλώθη
τὸ φῶς ὦσμε τὴν ξώπορτα, ὅλοι κι ὅλες
ἀνατριχιάξαν π᾿ ἄκουσαν στὴ μέση
ἀπ᾿ τὰ «Χριστὸς Ἀνέστη» μίαν αἰφνίδια
φωνὴ νὰ σκούξει: «Γιώργαινα, ὁ Βαγγέλης!».
Καὶ νά· ὁ λεβέντης τοῦ χωριοῦ, ὁ Βαγγέλης,
τῶν κοριτσιῶν τὸ λάμπασμα, ὁ Βαγγέλης,
ποὺ τὸν λογιάζαν ὅλοι γιὰ χαμένο
στὸν πόλεμο· καὶ στέκονταν ὁλόρτος
στῆς ἐκκλησιᾶς τὴ θύρα, μὲ ποδάρι
ξύλινο, καὶ δὲ διάβαινε τὴ θύρα
τῆς ἐκκλησιᾶς, τὶ τὸν κοιτάζαν ὅλοι
μὲ τὰ κεριὰ στὸ χέρι, τὸν κοιτάζαν,
τὸ χορευτὴ ποὺ τράνταζε τ᾿ ἁλώνι
τοῦ Στειριοῦ, μιὰ στὴν ὄψη, μιὰ στὸ πόδι,
ποὺ ὡς νὰ τὸ κάρφωσε ἦταν στὸ κατώφλι
τῆς θύρας, καὶ δὲν ἔμπαινε πιὸ μέσα!
Καὶ τότε - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -
ἀπ᾿ τὸ στασίδι πού ῾μουνα στημένος
ξαντίκρισα τὴ μάνα, ἀπ᾿ τὸ κεφάλι
πετώντας τὸ μαντίλι, νὰ χιμήξει
σκυφτὴ καὶ ν᾿ ἀγκαλιάσει τὸ ποδάρι,
τὸ ξύλινο ποδάρι τοῦ στρατιώτη,
- ἔτσι ὅπως τὸ εἶδα ὁ στίχος μου τὸ γράφει,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
καὶ νὰ σύρει ἀπ᾿ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς της
ἕνα σκούξιμο: «Μάτια μου… Βαγγέλη!».
Κι ἀκόμα, - μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος,
ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος -,
ξοπίσωθέ της, ὅσες μαζευτῆκαν
ἀπὸ τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέφτης,
νανουριστά, θαμπὰ γιὰ νὰ θρηνήσουν
τὸν πεθαμένον Ἄδωνη, κρυμμένο
μὲς στὰ λουλούδια, τώρα νὰ ξεσπάσουν
μαζὶ τὴν ἀξεθύμαστη τοῦ τρόμου
κραυγὴ πού, ὡς στὸ στασίδι μου κρατιόμουν,
ἕνας πέπλος μοῦ σκέπασε τὰ μάτια!…
(ἀπὸ τὸ Λυρικὸς Βίος, E´, Ἴκαρος 1968)
Σχόλιο:
Ο Βαγγέλης, ο άνθρωπος που όλοι λέγαμε ότι είχε χαθεί.
Το λάμπασμα των κοριτσιών.... Ήταν ο νεκρός που στάθηκε ανάμεσά μας με το ξύλινο πόδι του Η σάρκα που πόνεσε βαθιά, που διαμελίστηκε.... Και το μυαλό τ' ανθρώπου κι η αγάπη του.... Γιατί τι θα ήταν ο κόσμος, η πλάση όλη, ο Επιτάφιος θρήνος... κι αυτές ακόμα οι μυρωδιές της Άνοιξης, τι θα ήταν ο Έρωτας, ο έρωτάς μας.... ο όμορφος Άδωνης τί θα 'ταν δίχως άγιο πόνο; Και κείνη η μάνα... το πονεμένο πόδι, το κομμένο, το σακάτικο εκείνο πώς θα ήθελε να το γλυκοφιλούσε... Το ξύλινο πόδι του χαμένου γιού, που ήταν σαν ο σταυρός που καρφώθηκε ανάμεσά μας, ακίνητο... ή τα λόγια και τα δάκρυα της χαμένης κόρης που στάθηκε σε μια άκρη μιλώντας μας μια ασύγνωστη γλώσσα.... ήταν μια είσοδος του πόνου στον ναό, στο δωμάτιο εκείνο, που λαχταρά να γίνει αναστάσιμος, να μη φοβηθεί ο κόσμος κι οι γυναίκες του Στειριού κι οι άλλοι όλοι και Εσύ... ήταν η είσοδος που κάνει τα λόγια σώμα πραγματικό και τις ανεμώνες πληγές πραγματικές που υποστασιοποιεί τους θρήνους μας, τις σκέψεις, τα ποιήματα και τις θεωρίες μας όλες...
Ο
Βαγγέλης ο άνθρωπος που πήγε στον πόλεμό του, που δέχθηκε την ανθρώπινη
μοίρα του....
ο άνθρωπος που φοβήθηκε, που στάθηκε στο κατώφλι μισός μέσα - μισός έξω.... ο άνθρωπος που δεν ήξερε πώς θα τον δεχτούνε... έτσι που'γινε πιά σακάτης... ο άνθρωπος που έχασε τις αυταπάτες του, την δύναμή του που τράνταζε τ' αλώνι, την ομορφιά, ακόμα κι αυτήν την αγάπη του, ακόμα κι αυτήν την αρτιμέλειά του, και ως άνθρωπος τελειώθηκε.... μέσα στην Αγάπη της μάνας του και την κραυγή της ... "Μάτια μου..." [Aντί άλλου λόγου, λόγου κενού και φλύαρου για την επέτειο του '40, αυτό το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού, πάντα αυτό το ποίημα, μου ερχόταν στο νου όταν άκουγα να λένε για πολέμους... μάρτυράς μου νά ῾ναι ὁ στίχος, ὁ ἁπλὸς κι ἀληθινὸς ἐτοῦτος στίχος] |
ΤΕΛΕΙΟ. ΑΠΛΩΣ ΤΕΛΕΙΟ.
ΑπάντησηΔιαγραφή