το αμετάκλητο και η συγχώρεση
Η δυσκολία στην εύρεση μιας
«θεραπείας» για την ευπάθεια των
ανθρώπινων υποθέσεων, έγκειται στο ότι αυτή πρέπει να απαντά στο τετελεσμένο
αλλά και στο ατέλεστο της πράξης. Στο ότι δηλαδή δεν μπορούμε να πάμε πίσω για
να αναιρέσουμε μια πράξη η οποία εισήλθε στον κόσμο ως αποτέλεσμα της
ελευθερίας μας κι ούτε να αναχθούμε στο μέλλον για να την ελέγξουμε.
Επομένως η αναζήτηση μιας «θεραπείας» για
την ευπάθεια των ανθρώπινων υποθέσεων έχει περισσότερο τον χαρακτήρα της
λύτρωσης.
Στην περίπτωση του animal loborans η λύτρωση από τον εγκλωβισμό του στον αέναα
επαναλαμβανόμενο και καταιγιστικό μόχθο παρέχεται από την ικανότητα ανώτερης
τάξεως που έχει ο άνθρωπος ως homo faber να κατασκευάζει εργαλεία, αντικείμενα και κατασκευές δημιουργώντας
έναν κόσμο διάρκειας, όπου τα πράγματα δεν χρειάζεται να αρχίζουν κάθε φορά από
το μηδέν. Eίναι
μια λύτρωση από την μηδαμινότητα.
Στην περίπτωση του homo faber η λύτρωση από την ευθύγραμμη αντιστοίχιση μέσων – σκοπών που οδηγεί
στην έλλειψη νοήματος και στην απαξίωση όλων των αξιών, αφού όλες και όλα
γίνονται μέσα για κάτι άλλο, έρχεται από την ανώτερη ικανότητα της πράξης ως ανυπόθετης
αρχής και του λόγου ως θέση νοήματος μέσα σε έναν κόσμο αντικειμένων. Είναι μια
λύτρωση από την αιτιοκρατία.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η «λύτρωση»
φαντάζει σαν θαύμα.
Στην περίπτωση της πράξης και του λόγου, η
λύτρωση δεν παρέχεται από κάποια ικανότητα ανώτερης τάξης αλλά εμπεριέχεται
στην ίδια την πράξη και είναι μια λύτρωση από την τραγικότητα των συνεπειών της:
το αμετάκλητο και το απρόβλεπτο.
Πιθανή διόρθωση του αμετάκλητου, βλέπει η
Άρεντ στην πράξη της συγχώρεσης και
μια σχετική νίκη επί του απρόβλεπτου στην ικανότητά μας να δίνουμε και να τηρούμε υποσχέσεις.
Τόσο η συγχώρεση όσο και η τήρηση της υπόσχεσης
εκπληρώνονται μόνο υπό τον όρο της πολλότητας, που για την σκέψη της Άρεντ,
είναι προϋπόθεση της ανθρώπινης κατάστασης.
Κανείς δεν μπορεί να συγχωρέσει μόνος του
τον εαυτό του ούτε και νιώθει υποχρεωμένος να τηρήσει μια υπόσχεση που δεσμεύει
μόνο τον εαυτό του. Πάντως ο βαθμός και τα είδη της συγχώρεσης και της τήρησης της
υπόσχεσης δεν είναι εντελώς άσχετα από τον βαθμό που συγχωρεί κανείς τον εαυτό
του και τηρεί τις υποσχέσεις που αφορούν μόνο τον ίδιο.
Η δύναμη της συγχώρεσης επιτελεί τον
διορθωτικό της ρόλο αυστηρά μέσα στο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων και δεν
μπορεί να αναιρέσει ότι έχει συμβεί από διαδικασίες που εξαπολύει ο άνθρωπος
μέσα στην φύση, κυρίως μέσω των νεώτερων φυσικο-βιολογικών επιστημών,
μεταφέροντας το αμετάκλητο και το απρόβλεπτο των ανθρώπινων υποθέσεων στον
φυσικό κόσμο.
Αυτός ο οποίος έδειξε τον δρόμο της συγχώρεσης
ως μέσον απολύτρωσης ήταν οπωσδήποτε ο Ιησούς Χριστός. Η Άρεντ αναγνωρίζει την
ρηξικέλευθη διδασκαλία του Ναζωραίου, παραθέτοντας αρκετά αποσπάσματα από τα
Ευαγγέλια όπου γίνεται λόγος για την υποχρέωση της συγνώμης και τον
επαναληπτικό της χαρακτήρα ως συνεπακόλουθα της δυνατότητας που έχει ο άνθρωπος
να μεταστρέφεται και να μετανοεί. Επομένως η δύναμη του συγχωρείν είναι μια κατά
κύριο λόγο ανθρώπινη δυνατότητα, συνοδευτική της επίγειας ζωής και της ανεπίγνωστης
και αναπόφευκτης «αμαρτίας».
Μόνο με αυτή την συνεχή αμοιβαία άφεση για
ό,τι έχουν πράξει μπορούν οι άνθρωποι να μένουν ελεύθερα ενεργά υποκείμενα,
μόνο με την διαρκή προθυμία ν’ αλλάξουν γνώμη και να ξαναρχίσουν είναι δυνατό
να τους εμπιστευθούμε μια τόσο μεγάλη δύναμη όσο αυτή που απαιτείται για να
αρχίσει κάτι καινούργιο. (ΑΚ, σελ. 326-27)
H απελευθερωτική δύναμη της συγνώμης αντιτίθεται στην
αλυσιδωτή αντίδραση της εκδίκησης, δεν είναι όμως το αντίθετο της τιμωρίας.
Την τιμωρία, ονομάζει η Άρεντ «ενάλλαγμα της
συγνώμης», αφού σκοπός της είναι να θέσει τέρμα σε μια διαδικασία δέσμευσης και
εμποδισμού της γένεσης μιας νέας αρχής. Έχοντας κατά νου, ασφαλώς το Ολοκαύτωμα,
η Άρεντ καταλήγει στην διαπίστωση ότι
«οι άνθρωποι δεν μπορούν να συγχωρέσουν
ό,τι δεν μπορούν να τιμωρήσουν και δεν μπορούν να τιμωρήσουν ό,τι έχει
αποδειχθεί ασυγχώρητο» (ΑΚ,
σελ. 327)
Πρόκειται για τις περιπτώσεις εκείνες όπου
εμφανίζεται το «ριζικό κακό», διαστρέφοντας όλους τους γνώμονες και καταστρέφοντας
τόσο το πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων όσο και τις δυνατότητες της ανθρώπινης
δύναμης να πράξει ο,τιδήποτε.
Ως τελευταίο επιχείρημα για την στενή
σύνδεση της συγνώμης με την πράξη, η Άρεντ αναφέρει τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα
του προσώπου που ενυπάρχει στην πράξη της συγχώρεσης.
Με την συγχώρεση εγκαθίσταται μια
προσωπική σχέση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα τα οποία εμφανίζονται μέσα σε σχέση
αγάπης.
Διότι η αγάπη, αν και είναι από τα
σπανιότερα συμβάντα του ανθρώπινου βίου, κατέχει πραγματικά απαράμιλλη δύναμη
αυτοανακάλυψης και απαράμιλλη διαύγεια όρασης για την αποκάλυψη του ποιος, επειδή ακριβώς αδιαφορεί μέχρι
σημείου απόλυτης αδιαφορίας απέναντι στον κόσμο για το τι μπορεί να είναι το
αγαπώμενο πρόσωπο, για τις ιδιότητες και τα ελαττώματά του, όσο αδιαφορεί και
για τα επιτεύγματα, τις ατέλειες και τα παραπτώματά του. (ΑΚ, σελ. 328-329)
Επομένως, η συγχωρητική δύναμη προέρχεται
από την ικανότητα να αγαπάμε κατά τρόπο που υπερβαίνει όλους τους εγκόσμιους
περιορισμούς και προσδιορισμούς με κριτήριο υπερβατικό και απόλυτο. Κι αυτό για
την περιοχή της πράξης αποτελεί ανάλογο με τα προηγούμενα «θαύματα» που
ανακαλύπτουμε στην ανθρώπινη κατάσταση.
Με την παραπάνω διατύπωση, εμμέσως πλην
σαφώς, η Άρεντ παραδέχεται την μεταμορφωτική – καταλυτική δύναμη της αγάπης που
κήρυξε ως μόνο «καθήκον» ο Ιησούς με την εντολή «αγαπάτε αλλήλους» και την
αποκάλυψη ότι ο «Θεός Αγάπη εστί».
Πλην όμως, για την Άρεντ, η αγάπη ως αρχή δεν
είναι αρκετή για την διορθωτική λειτουργία της συγχώρεσης στον πολιτικό βίο,
καθώς την θεωρεί από τα «σπανιότερα
συμβάντα» και «πάθος» ικανό «να καταστρέφει το ενδιάμεσο χώρο που μας ενώνει
και μας χωρίζει από τους άλλους» (ΑΚ, σελ. 329).
Προκρίνει, λοιπόν, την συγχώρηση που
θεμελιώνεται πάνω στον σεβασμό, ένα
είδος αριστοτελικής «φιλίας» χωρίς όμως οικειότητα, που διατηρεί τα όρια του
ενδιάμεσου κοινωνικού χώρου.
Ο σεβασμός, εν πάση περιπτώσει, επειδή
αφορά μόνο το πρόσωπο, αρκεί απολύτως ώστε να υπαγορεύσει την συγνώμη για ό,τι
έκανε ένα πρόσωπο, προς χάριν του προσώπου. (ΑΚ, σελ. 330).
Στην περίπτωση αυτή δεν μιλάμε για «θαύμα»
στον χώρο της πράξης αλλά για μια αναγνώριση της ετερότητας και για μια
συμβατική συμφιλίωση. Δεν είναι ανάγκη ν'αγαπάς για να συγχωρέσεις.
Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό, θα ήθελα να
προσθέσω ότι, η συγχώρεση μπορεί να λειτουργεί διορθωτικά διότι κατά κάποιον
τρόπο επιτελεί μια ανάστροφη από την πράξη και τον λόγο διαδρομή.
Ενώ δηλαδή η πράξη και ο λόγος εμπεριέχουν
ένα είδος μεγαλείου της ανθρώπινης ύπαρξης που την κάνει να ξεχωρίζει με τα
έργα και τα ρήματα, ανυψώνοντάς την πάνω από την θνητή μοίρα της, σε ένα
παιχνίδι με το χρόνο, η ανάγκη μας να
συγχωρεθούμε αλλά και να συγχωρέσουμε, μας επαναφέρει στο κοινό για όλους επίπεδο της
ατέλειας της ανθρώπινης παροντικής μας εξάντλησης, για να συντριβούμε και να αρχίσουμε πάλι κάτι,
όχι μόνο καινούργιο αλλά και ποιοτικά διάφορο.
Η επίγνωση της συντριβής είναι το
συνακόλουθο κάθε πράξης πραγματικής συγχώρεσης
τόσο για τον συγχωρούντα όσο και για τον συγχωρούμενο, δίχως την οποία η πράξη
και ο λόγος απειλούνται να εκφυλιστούν από την υποτιθέμενη παντοδυναμία τους,
σε πολυπραγμοσύνη και φλυαρία.
Η πίστη, η ελπίδα και η προσδοκία για την γένεση
του νέου (« Παιδίον εγεννήθη ημίν») με την οποία διαλέγει η Άρεντ να κλείσει το
κεφάλαιο για την «Πράξη», παύουν να είναι ευσεβείς πόθοι ή ψυχολογικές παραμυθίες
εάν συμπεριλάβουν την παραγνωρισμένη και αποσιωπημένη θεολογία του Σταυρού, ως απότοκο της εντελώς
εγκόσμιας πραγματικότητας του διαχρονικά αυτοθεούμενου ατόμου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου