η ευπάθεια
των ανθρώπινων υποθέσεων
Τόσο η πράξη ως αρχή όσο και η ομιλία ως
αποκάλυψη, λειτουργούν ως σύμβολα ενός κάτι για το οποίο ούτε ο ίδιος ο πράττων
και ομιλών μπορεί να έχει πλήρη και εξαντλητική γνώση.
To θέμα είναι πως η αποκάλυψη του «ποιος»
είναι κάποιος συμβαίνει με τον τρόπο που συνέβαιναν οι περιβόητες ως
αναξιόπιστες αποκαλύψεις των αρχαίων χρησμών, οι οποίοι κατά τον Ηράκλειτο «ούτε
κρύβουν ούτε αποκαλύπτουν, αλλά παρέχουν φανερά σημεία» (ΑΚ, σελ. 250)
Πλήρης και εξαντλητική γνώση, θα σήμαινε
ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε από την θέση ενός τρίτου να κατέχει γνώση της ουσίας
του, δηλαδή γνώση του τι είναι, όπως
κατέχει την γνώση των άλλων πραγμάτων.
Το θέμα έχει τεθεί ήδη από το πρώτο
κεφάλαιο του βιβλίου και συνδέεται με το γνωστό ανθρωπολογικό ερώτημα που
εισάγαγε ο Αυγουστίνος. Δεν μπορούμε να
απαντήσουμε στο «τι είναι ο άνθρωπος» γιατί αυτό θα προϋπέθετε την απάντηση στο
θεολογικό ερώτημα «τι είναι ο Θεός»[1].
Ο άνθρωπος μπορεί μόνο να προσπαθεί να
εκφράσει το ποιος είναι, μέσα από τα
«σύμβολα» των πράξεων και των λέξεων, χωρίς κι ο ίδιος να γνωρίζει ποιόν
αποκαλύπτει κάθε φορά και ποιον βλέπουν οι άλλοι όταν αυτός αποκαλύπτεται. Επομένως, τόσο η πράξη όσο και η ομιλία δεν
μπορούν να πετύχουν ποτέ τον στόχο τους εντελώς και από αυτή την εγγενή
«αστοχία» πηγάζει όλη η αβεβαιότητα και η αναξιοπιστία των ανθρώπινων υποθέσεων.
Κάθε άνθρωπος με την πράξη ως αρχή και την
ομιλία ως αποκάλυψή του, μπαίνει στον κόσμο των ανθρώπων συμμετέχοντας με την
μοναδική ιστορία της ζωής του. Η
ιστορία αυτή όντας ενταγμένη στο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων έχει ως αποτέλεσμα
ο πράττων και αποκαλυπτόμενος να υφίσταται ο ίδιος τις συνέπειες των πράξεων
και των αποκαλύψεών του, καταβάλλοντας με τον τρόπο αυτό το τίμημα για τον
εξανθρωπισμό του.
Τόσο η πράξη όσο και η ομιλία απαιτούν ένα
θάρρος το οποίο δικαιολογείται μόνο από την
αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου.
Στον πυρήνα των δύο άλλων πτυχών της ανθρώπινης κατάστασης, στον μόχθο
και την εργασία, κεντρικό ρόλο παίζει ο έλεγχος.
Ο άνθρωπος ως animal laborans ελέγχεται πλήρως από τα όρια που του επιβάλλει
η Φύση ενώ ως homo faber έχει τον έλεγχο της κατασκευής του η οποία βασίζεται σε ένα
μοντέλο, μια νοητική σύλληψη η οποία προηγείται του προϊόντος της κατασκευής και
παρέχει ένα ασφαλές μέτρο σύγκρισης και αποτίμησης του έργου, αλλά και όρια.
Εκεί που τα όρια ελέγχου είναι αδύνατα
είναι περιοχή της πράξης και του λόγου, κίνδυνο τον οποίο είχαν εντοπίσει οι
Έλληνες και ονομάσει ύβριν, την
υπέρβαση τους.
Η πράξη ως έναρξη μιας διεργασίας
πυροδοτεί μια εντελώς απρόβλεπτη σειρά άλλων διεργασιών, καθώς αναφέρεται σε
ανθρώπους που κι αυτοί είναι ικανοί να ξεκινήσουν μια δική τους πράξη ως
αντίδραση στην αρχική δράση. Το σπέρμα της
απειροσύνης που ενέχεται στην πράξη είναι η αιτία της τεράστιας παραγωγικής
ικανότητάς της να δημιουργεί σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους κι όχι
ακρωτηριασμένα και ξερά γεγονότα. Έτσι καθώς
εμπλέκεται ένας απροσδιόριστος αριθμός ανθρώπων ούτε ο πράττων δεν μπορεί να
είναι ο απόλυτος κύριος της πράξης του ως κάτι που έχει μια αρχή και ένα τέλος.
Επιπλέον η πράξη ως αρχή και πρωτοβουλία
περιβάλλεται από τον λόγο της, ο οποίος την νοηματοδοτεί και την εξηγεί. Έτσι,
μπορούμε να πούμε ότι η πράξη είναι μια νοηματοδοτημένη εξιστόρηση την οποία αφηγείται ο «ήρωας» της ζωής του, ο πράττων άνθρωπος. Όμως, όπως ο άνθρωπος δεν
μπορεί να ξέρει ποτέ ποιόν αποκαλύπτει όταν μιλάει και πράττει, έτσι και δεν
μπορεί να ξέρει αν και με ποιο τρόπο το νόημα των πράξεών του θα αποκαλυφθεί στους
άλλους. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι αν και είναι οι «ήρωες» της ιστορίας της ζωής τους,
δεν είναι αυτοί που την συγγράφουν.
Αυτή συγγράφεται εκ των υστέρων όταν όλοι
οι πρωταγωνιστές της ιστορίας έχουν απεμπλακεί απ’ αυτήν ή έχουν πεθάνει.
Καθίσταται έτσι κατανοητό το «σκάνδαλο της
Ιστορίας». Η Ιστορία αν και είναι έργο των ανθρώπων κάθε εποχής και συντίθεται από τις πράξεις και έργα τους, ωστόσο δεν είναι μια παρατακτική ακολουθία γεγονότων, αλλά φαίνεται ως εάν η «φυλλάδα της ανθρωπότητας» να
γράφεται από απόσταση και ερήμην των προθέσεων των πρωταγωνιστών της οι οποίοι
εκ της θέσεώς τους και για όσο πράττουν δεν μπορούν να προβλέψουν την τελική
έκβαση.
Αυτή αποκαλύπτεται πλήρως ως νόημα μόνο
στο αναδρομικό βλέμμα του αφηγητή – ιστορικού.
Η έλλειψη ορίων και η μη προβλεψιμότητα, αποτελούν τις δύο θεμελιώδεις αιτίες για την ευπάθεια που συναντάμε σε όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις.
(Στο επόμενο : Η ελληνική λύση)
Η έλλειψη ορίων και η μη προβλεψιμότητα, αποτελούν τις δύο θεμελιώδεις αιτίες για την ευπάθεια που συναντάμε σε όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις.
(Στο επόμενο : Η ελληνική λύση)
[1] Ο
Αυγουστίνος, στον οποίο συνήθως αποδίδεται ότι έθεσε πρώτος το λεγόμενο
ανθρωπολογικό ερώτημα στην φιλοσοφία, το ήξερε αυτό πολύ καλά. Κάνει την
διάκριση ανάμεσα στα ερωτήματα «Ποιος είμαι;» και «Τι είμαι;»∙ το πρώτο
απευθύνεται από τον άνθρωπο στον εαυτό του ("Και στρέφομαι ο ίδιος στον εαυτό
μου και του λέγω : Εσύ, ποιος είσαι εσύ; Και αποκρίνομαι : «Ένας άνθρωπος»,
ενώ το δεύτερο απευθύνεται στον Θεό ("Τι
είμαι , λοιπόν, Θεέ μου; Ποια είναι η φύση μου;"). Διότι στο «μέγα μυστήριο»,
στο grande profundum, που
είναι ο άνθρωπος, υπάρχει "κάτι από τον άνθρωπο το οποίο και το ίδιο το πνεύμα
του ανθρώπου, που βρίσκεται μέσα του, δεν το γνωρίζει. Όμως, Εσύ, Κύριε, που
τον έχεις πλάσει γνωρίζεις τα πάντα γι’ αυτόν". Έτσι, η πιο γνωστή από τις φράσεις που παρέθεσα στο κείμενο η φράση quaestio mihi factus sum, αποτελεί ερώτημα εγειρόμενο ενώπιον του Θεού, «ενώπιον
του οποίου έχω γίνει πρόβλημα για τον εαυτό μου». Εν συντομία, η απάντηση στο
ερώτημα «Ποιος είμαι» είναι απλώς : «Είσαι άνθρωπος» - οτιδήποτε μπορεί αυτό να
σημαίνει» ∙ και η απάντηση στο ερώτημα «Τι είμαι» δεν μπορεί παρά να δοθεί μόνο
από τον Θεό που έπλασε τον άνθρωπο. Το ερώτημα περί της φύσεως του ανθρώπου δεν
είναι λιγότερο θεολογικό από το ερώτημα περί της φύσεως του Θεού∙ και τα δύο
μπορούν να διαλευκανθούν μόνο στο πλαίσιο μιάς απάντησης που έχει αποκαλύψει ο
Θεός. (ΑΚ, υποσημ. 2, σελ. 23-24)
Ευχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή