Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Hannah Arendt : η Ανθρώπινη Κατάσταση (v)


η ευπάθεια των ανθρώπινων υποθέσεων


Τόσο η πράξη ως αρχή όσο και η ομιλία ως αποκάλυψη, λειτουργούν ως σύμβολα ενός κάτι για το οποίο ούτε ο ίδιος ο πράττων και ομιλών μπορεί να έχει πλήρη και εξαντλητική γνώση.
To θέμα είναι πως η αποκάλυψη του «ποιος» είναι κάποιος συμβαίνει με τον τρόπο που συνέβαιναν οι περιβόητες ως αναξιόπιστες αποκαλύψεις των αρχαίων χρησμών, οι οποίοι κατά τον Ηράκλειτο «ούτε κρύβουν ούτε αποκαλύπτουν, αλλά παρέχουν φανερά σημεία» (ΑΚ, σελ. 250)
Πλήρης και εξαντλητική γνώση, θα σήμαινε ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε από την θέση ενός τρίτου να κατέχει γνώση της ουσίας του, δηλαδή γνώση του τι είναι, όπως κατέχει την γνώση των άλλων πραγμάτων.
Το θέμα έχει τεθεί ήδη από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου και συνδέεται με το γνωστό ανθρωπολογικό ερώτημα που εισάγαγε ο Αυγουστίνος.  Δεν μπορούμε να απαντήσουμε στο «τι είναι ο άνθρωπος» γιατί αυτό θα προϋπέθετε την απάντηση στο θεολογικό ερώτημα «τι είναι ο Θεός»[1].


Ο άνθρωπος μπορεί μόνο να προσπαθεί να εκφράσει το ποιος είναι, μέσα από τα «σύμβολα» των πράξεων και των λέξεων, χωρίς κι ο ίδιος να γνωρίζει ποιόν αποκαλύπτει κάθε φορά και ποιον βλέπουν οι άλλοι όταν αυτός  αποκαλύπτεται.  Επομένως, τόσο η πράξη όσο και η ομιλία δεν μπορούν να πετύχουν ποτέ τον στόχο τους εντελώς και από αυτή την εγγενή «αστοχία» πηγάζει όλη η αβεβαιότητα και η αναξιοπιστία των ανθρώπινων υποθέσεων.

Κάθε άνθρωπος με την πράξη ως αρχή και την ομιλία ως αποκάλυψή του, μπαίνει στον κόσμο των ανθρώπων συμμετέχοντας με την μοναδική ιστορία της ζωής του. Η ιστορία αυτή όντας ενταγμένη στο πλέγμα των ανθρώπινων σχέσεων έχει ως αποτέλεσμα ο πράττων και αποκαλυπτόμενος να υφίσταται ο ίδιος τις συνέπειες των πράξεων και των αποκαλύψεών του, καταβάλλοντας με τον τρόπο αυτό το τίμημα για τον εξανθρωπισμό του.
Τόσο η πράξη όσο και η ομιλία απαιτούν ένα θάρρος το οποίο δικαιολογείται μόνο από την αρχή της ελευθερίας του ανθρώπου.
Στον πυρήνα των  δύο άλλων  πτυχών της ανθρώπινης κατάστασης, στον μόχθο και την εργασία, κεντρικό ρόλο παίζει  ο έλεγχος.  
Ο άνθρωπος ως animal laborans ελέγχεται πλήρως από τα όρια που του επιβάλλει η Φύση ενώ ως homo faber  έχει τον έλεγχο  της κατασκευής του η οποία βασίζεται σε ένα μοντέλο, μια νοητική σύλληψη η οποία προηγείται του προϊόντος της κατασκευής και παρέχει ένα ασφαλές μέτρο σύγκρισης και αποτίμησης του έργου, αλλά και όρια.
Εκεί που τα όρια ελέγχου είναι αδύνατα είναι περιοχή της πράξης και του λόγου, κίνδυνο τον οποίο είχαν εντοπίσει οι Έλληνες και ονομάσει ύβριν, την υπέρβαση τους.

Η πράξη ως έναρξη μιας διεργασίας πυροδοτεί μια εντελώς απρόβλεπτη σειρά άλλων διεργασιών, καθώς αναφέρεται σε ανθρώπους που κι αυτοί είναι ικανοί να ξεκινήσουν μια δική τους πράξη ως αντίδραση στην αρχική δράση. Το σπέρμα της απειροσύνης που ενέχεται στην πράξη είναι η αιτία της τεράστιας παραγωγικής ικανότητάς της να δημιουργεί σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους κι όχι ακρωτηριασμένα και ξερά γεγονότα.  Έτσι καθώς εμπλέκεται ένας απροσδιόριστος αριθμός ανθρώπων ούτε ο πράττων δεν μπορεί να είναι ο απόλυτος κύριος της πράξης του ως κάτι που έχει μια αρχή και ένα τέλος.

Επιπλέον η πράξη ως αρχή και πρωτοβουλία περιβάλλεται από τον λόγο της, ο οποίος την νοηματοδοτεί και την εξηγεί. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι η πράξη είναι μια νοηματοδοτημένη εξιστόρηση την οποία αφηγείται ο «ήρωας» της ζωής του, ο πράττων άνθρωπος. Όμως, όπως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξέρει ποτέ ποιόν αποκαλύπτει όταν μιλάει και πράττει, έτσι και δεν μπορεί να ξέρει αν και με ποιο τρόπο το νόημα των πράξεών του θα αποκαλυφθεί στους άλλους. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι αν και είναι οι «ήρωες» της ιστορίας της ζωής τους, δεν είναι αυτοί που την συγγράφουν.
Αυτή συγγράφεται εκ των υστέρων όταν όλοι οι πρωταγωνιστές της ιστορίας έχουν απεμπλακεί απ’ αυτήν ή έχουν πεθάνει.

Καθίσταται έτσι κατανοητό το «σκάνδαλο της Ιστορίας». Η Ιστορία αν και είναι έργο των ανθρώπων  κάθε εποχής και συντίθεται από τις πράξεις και έργα τους,  ωστόσο δεν είναι μια παρατακτική ακολουθία γεγονότων, αλλά φαίνεται ως εάν η «φυλλάδα της ανθρωπότητας» να γράφεται από απόσταση και ερήμην των προθέσεων των πρωταγωνιστών της οι οποίοι εκ της θέσεώς τους και για όσο πράττουν δεν μπορούν να προβλέψουν την τελική έκβαση.
Αυτή αποκαλύπτεται πλήρως ως νόημα μόνο στο αναδρομικό βλέμμα του αφηγητή – ιστορικού.

Η έλλειψη ορίων και η μη προβλεψιμότητα, αποτελούν τις δύο θεμελιώδεις αιτίες για την ευπάθεια που συναντάμε σε όλες τις ανθρώπινες υποθέσεις. 

(Στο επόμενο : Η ελληνική λύση)




[1] Ο Αυγουστίνος, στον οποίο συνήθως αποδίδεται ότι έθεσε πρώτος το λεγόμενο ανθρωπολογικό ερώτημα στην φιλοσοφία, το ήξερε αυτό πολύ καλά. Κάνει την διάκριση ανάμεσα στα ερωτήματα «Ποιος είμαι;» και «Τι είμαι;»∙ το πρώτο απευθύνεται από τον άνθρωπο στον εαυτό του ("Και στρέφομαι ο ίδιος στον εαυτό μου και του λέγω : Εσύ, ποιος είσαι εσύ; Και αποκρίνομαι : «Ένας άνθρωπος», ενώ  το δεύτερο απευθύνεται στον Θεό ("Τι είμαι , λοιπόν, Θεέ μου; Ποια είναι η φύση μου;"). Διότι στο «μέγα μυστήριο», στο grande profundum, που είναι ο άνθρωπος, υπάρχει "κάτι από τον άνθρωπο το οποίο και το ίδιο το πνεύμα του ανθρώπου, που βρίσκεται μέσα του, δεν το γνωρίζει. Όμως, Εσύ, Κύριε, που τον έχεις πλάσει γνωρίζεις τα πάντα γι’ αυτόν". Έτσι, η πιο γνωστή από τις  φράσεις που παρέθεσα στο κείμενο η φράση quaestio mihi factus sum, αποτελεί ερώτημα εγειρόμενο ενώπιον του Θεού, «ενώπιον του οποίου έχω γίνει πρόβλημα για τον εαυτό μου». Εν συντομία, η απάντηση στο ερώτημα «Ποιος είμαι» είναι απλώς : «Είσαι άνθρωπος» - οτιδήποτε μπορεί αυτό να σημαίνει» ∙ και η απάντηση στο ερώτημα «Τι είμαι» δεν μπορεί παρά να δοθεί μόνο από τον Θεό που έπλασε τον άνθρωπο. Το ερώτημα περί της φύσεως του ανθρώπου δεν είναι λιγότερο θεολογικό από το ερώτημα περί της φύσεως του Θεού∙ και τα δύο μπορούν να διαλευκανθούν μόνο στο πλαίσιο μιάς απάντησης που έχει αποκαλύψει ο Θεός. (ΑΚ, υποσημ. 2, σελ. 23-24)

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός