Hannah Arendt, 1906-1975
το πλέγμα των σχέσεων
Ανακεφαλαιώνοντας, μόνο στην δραστηριότητα της πράξης και
της ομιλίας ο άνθρωπος αποκαλύπτεται ως ένα ον που υπερβαίνει την επιβαλλόμενη
στο είδος του ομοιότητα αλλά και τις επίκτητες ιστορικο-χρονικά ικανότητες και
δεξιότητές του, που εκφράζονται πραγμοποιημένες στον εξωτερικό κόσμο, σε
αντικείμενα και κατασκευές.
Αποκάλυψη του ομιλούντος και πράττοντος ανθρώπου δεν μπορεί
να γίνει ούτε ενώπιον των άψυχων, π.χ. ενός καταρράκτη όσο μεγαλοπρεπής κι αν
είναι, όσο και αν κινητοποιεί τα συναισθήματα ή προκαλεί το δέος, ούτε ενώπιον
άλλων έμβιων πλασμάτων π.χ. εξημερωμένα κατοικίδια, πράγμα που θα σήμαινε την
ύπαρξη μιας συμπαντικής τάξεως εμπαθητικής ψυχής, όπου η ομιλία δεν θα ήταν
απαραίτητη.
Επίσης, η αποκάλυψη στην οποία αναφέρεται η Άρεντ, δεν
γίνεται με την επισκόπηση των αποτελεσμάτων των πράξεων και των λόγων.
Μόνο οι χυδαίοι θα καταδεχτούν ν’ αντλήσουν υπερηφάνεια απ’
ότι έχουν κάνει∙ αν καταδεχτούν κάτι τέτοιο θα γίνουν «δούλοι και δεσμώτες» των
δικών τους ικανοτήτων και θα ανακαλύψουν, αν τους απομένει τίποτ’ άλλο εκτός
από την καθαρή ανόητη ματαιοδοξία, ότι το να είναι κανείς δούλος και δεσμώτης
του εαυτού του είναι εξίσουν οδυνηρό και ίσως πιο επαίσχυντο από το να είναι
υπηρέτης κάποιου άλλου. (ΑΚ, σελ. 288)
Με άλλα λόγια, η αποκάλυψη του πράττοντος και ομιλούντος
δεν έχει την αναφορά της στον περιβάλλοντα έμψυχο και άψυχο κόσμο, ακόμα
κι αν εκκινεί από αυτόν, δραστηριοποιείται μέσα σ’ αυτόν ή μιλάει γι’ αυτόν.
Πρόκειται για την αποκάλυψη της ειδοποιού διαφοράς του κάθε ανθρώπου, η οποία με έναν παράδοξο
τρόπο μας διαφεύγει, γιατί κάθε φορά που προσπαθούμε να διατυπώσουμε κάποιους ορισμούς για τον
άνθρωπο, η γλώσσα μας καταλήγει να απαριθμεί πλήθος χαρακτηριστικών και
ιδιοτήτων που αυτός μοιράζεται από κοινού με άλλους ανθρώπους (π.χ. ότι είναι
ευαίσθητος ή εργατικός κ.ο.κ).
Ακόμα κι αν μπορούσαμε να με την βοήθεια ενός πανίσχυρου
υπολογιστή να είχαμε μια πλήρη καταγραφή όλων των βιομετρικών χαρακτηριστικών
ενός ατόμου και μια εξαντλητική περιγραφή των χαρακτηριολογικών και καταγωγικών
του δεδομένων, και πάλι δεν θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε τον άνθρωπο όπως τα
άλλα γνωστικά αντικείμενα του κόσμου.
Τούτο συμβαίνει γιατί, κατά παράδοξο τρόπο, στον άνθρωπο η
εξατομίκευση, η φανέρωση της ειδοποιού διαφοράς του γίνεται αναφορικά προς τους άλλους ανθρώπους και πάντα μέσα σε ένα πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων.
Επειδή η πράξη και ο λόγος εκδηλώνονται πάντα μέσα σε ένα
πλέγμα ανθρώπινων σχέσεων, γίνονται μέρος του και εμπλέκουν τον πράττοντα και
ομιλούντα άνθρωπο στην άϋλη δομή του, καθιστώντας έτσι το πλέγμα αυτό όρο της
ύπαρξής του ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν στην δημιουργία ενός πλέγματος σχέσεων
για όλους τους άλλους με τους οποίους το άτομο έρχεται σε επαφή.
Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το πλέγμα των
ανθρώπινων σχέσεων, προκύπτει ως αποτέλεσμα της αναφορικότητας, έξω από την οποία δεν μπορεί να νοηθεί η ανθρώπινη
ύπαρξη.
Πρόκειται επομένως για μια άκρως δυναμική διαδικασία, η
οποία, όπως θα δούμε, με μεγάλη δυσκολία μπορεί να παγιδευτεί και να
κρυσταλλωθεί σε τελικά «προϊόντα», ενώ αποτυγχάνει κάθε προσπάθεια για μια
οιονεί επιστημονική αντικειμενικοποίησή της.
(Στο επόμενο, Η ευπάθεια των ανθρώπινων υποθέσεων)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου