Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_αρχαία και νέα ελληνική: μια παρέμβαση που δεν πρόλαβα να κάνω

Η δεύτερη πιο θλιβερή συζήτηση που μπορεί κάποιος να παρακολουθήσει στον τόπο μας, είναι η σχετική με την γλώσσα. Πρώτη παραμένει η συζήτηση για το αν αυτός ο τόπος ανήκει στην Δύση ή στην Ανατολή....
Τις ονομάζω θλιβερές, όχι γιατί κάθε φορά γίνεται καταφανής η διάσταση των  απόψεων, αλλά γιατί αυτή η διαφορά στις απόψεις έχει την δύναμη να μας μαγεύει τόσο πολύ, ώστε εμείς να καταλήγουμε εγκλωβισμένοι στην μαγεία της και το κάθε φορά συζητούμενο θέμα ή πρόβλημα να παραμένει περισσότερο σκοτεινό και άλυτο απ'ότι πριν.
Αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας, είναι αυτό που ονομάζουμε "κακοδαιμονία" του τόπου και που τόσο πολύ μας παιδεύει, σε τόσους πολλούς τομείς.
Συνήθως, αποδίδουμε την "κακοδαιμονία" αυτή, κάπου: στους ξένους, στους προδότες, σε σκοτεινές δυνάμεις... στο ότι "μας ψεκάζουν".

Αφορμή  για τούτο το σημείωμα είναι η συζήτηση που άνοιξε για την διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο Γυμνάσιο και τούτης δοθείσης θα πω δυό κουβέντες παραπάνω, που πιθανόν να φανούν άσχετες με το θέμα, αφού δεν θα σπεύσω να τοποθετηθώ υπέρ ή κατά κάποιας πλευράς, αλλά η θέση μου ίσως να φανεί προς το τέλος του σημειώματος.

Το ερώτημα που τέθηκε ήταν εάν πρέπει να μειωθούν οι ώρες διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής στο Γυμνάσιο σε όφελος της νέας και αν θα ήταν καλύτερο να διδάσκονται τα κλασικά κείμενα από την μετάφραση.
Ήδη από τον τρόπο με τον οποίο τέθηκε το θέμα, αντιθετικά (αρχαία vs νέα) και διεκπεραιωτικά, με όρους αριθμητικών δεδομένων (τόσες ώρες για αρχαία, τόσες για νέα, κλπ), προοιωνιζόταν το κλίμα της "συζήτησης" κι έτσι,  με τον ίδιο τρόπο - απ' ότι άκουσα στο μεσημβρινό δελτίο της ΕΡΤ τον Υπουργό να λέει- αποφασίστηκαν  οι αλλαγές και έκλεισε..

Ποιά ήταν η α-πορία που οδήγησε στο ερώτημα;  ποιό "σώμα" πολιτικό και κοινωνικό αναμετρήθηκε μαζί της και διατύπωσε τους όρους του ερωτήματος; Ποιός κατανόησε την πραγματική ανάγκη που υπάρχει -ή δεν υπάρχει- από την οποία προκύπτουν οι προτεινόμενες ή πιθανόν άλλες αλλαγές; Πώς εξασφαλίστηκε η συμμετοχή στην ανταλλαγή και έκθεση των ιδεών που θα οδηγούσε σε μια ψυχική και συνειδησιακή δέσμευση των ενδιαφερόμενων μερών;

Όμως το   θέμα έκλεισε, χωρίς ποτέ να ανοίξει....  Όπως και όλα τα σημαντικά θέματα που αφορούν την ζωή αυτού του τόπου, είναι θεόκλειστα σαν τάφοι. Η επικαιρότητα τρέχει και η "κοινωνική διαβούλευση" αντιγράφει σε θεματολογία, σε εμβαθύνσεις, σε πρωτοτυπία και σε ταχύτητα το twitter και το facebook.
Μια απέραντη πλάκα....
Είχα, λοιπόν, ξεκινήσει από χθες να γράφω αυτό το σημείωμα και σήμερα μου φαίνεται ότι δεν υπάρχει πια λόγος να ασχολείται κανείς με αυτό...
Οπότε το παρόν σημείωμα ας διαβαστεί όχι ως συμμετοχή σε μια συζήτηση στην οποία έτσι κι αλλιώς κανείς ουσιαστικά δεν συμμετείχε, αλλά ως μια μάζωξη παρατηρήσεων γενικού ενδιαφέροντος....

Διαβάζοντας τους τίτλους  των σχετικών δημοσιευμάτων  : "μάχη", "πόλεμος", "επικράτησε η άποψη των...", αναρωτιέμαι, πώς γίνεται να συζητάμε για τα πιο εκλεπτυσμένα και δύσκολα θέματα, όπως αυτά της γλώσσας, και μάλιστα μιας γλώσσας όπως η ελληνική, χρησιμοποιώντας ένα λεξιλόγιο που αναφέρεται σε έννοιες οι οποίες περιγράφουν τα πιο θηριώδη ένστικτα του ανθρώπου. Το διαδίκτυο, μια μοντέρνα μηχανή αναπαραγωγής πολεμικών ιαχών, σε συνέχεια των δημοσιευμάτων, πήρε κι αυτό μπρος κι έκανε  την δουλειά του...
Κι όμως, η παραπάνω παρατήρηση είναι, νομίζω, ενδεικτική για το πού βρίσκεται το πρόβλημα.
Πράγματι, οι χρησιμοποιούμενες εκφράσεις δεν είναι αθώα σχήματα λόγου. Η δομή και οι προϋποθέσεις κάθε συζήτησης που λαμβάνει χώρα στην δημόσια σφαίρα είναι πολεμικού χαρακτήρα, έχουν δε όλα τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει ένας "πόλεμος", δηλαδή κάποιους ηττημένους και κάποιους νικητές, κάποιοι επιχαίρουν και κάποιοι καταστροφολογούν. Το σχήμα αυτό μας κατατρύχει σε κάθε δημόσιο διάλογο. Αποτέλεσμα είναι μια γηπεδικού τύπου οχλαγωγία, η άντληση αρρωστημένων αυτοϊκανοποιήσεων απ' όλες τις πλευρές και στο τέλος ο ευτελισμός κάθε θέματος . Κυρίως, όμως, είναι η επαναλαμβανόμενη αποτυχία μας να αυτοπροσδιοριστούμε ως έθνος στον σύγχρονο κόσμο. Αυτός είναι ο "ελληνικός" μηδενισμός.

Παρακολουθώντας λοιπόν την "συζήτηση" ένιωθα ότι στην πραγματικότητα δεν συνδιαλέγονται συγκεκριμένοι και ευδιάκριτοι φορείς (ή άτομα) από την θέση στην οποία βρίσκονται για την γλώσσα, αλλά ότι -αν είναι δυνατόν!- "συζητούν" οι ίδιες οι γλώσσες, η αρχαία και η νέα, μεταξύ τους.  Μια τέτοιου είδους συζήτηση, ακόμα κι αν σ' αυτήν ακουστούν πολύ σωστά και ψαγμένα επιχειρήματα, είναι καταδικασμένη να αποτύχει στον ρόλο της, που είναι η ανίχνευση των πραγματικοτήτων της ζωής.
Γιατί είναι καταδικασμένη να αποτύχει;
Διότι, οι ταυτίσεις των συνδιαλεγομένων είναι  πάρα πολύ ισχυρές. Παραδείγματος χάριν,   ο φιλόλογος που υπερασπίζεται την αρχαία ελληνική, νιώθει τόσο ταυτισμένος με αυτήν που παρασύρεται στην ιδεολογικοποίησή της με πλείστες απολήξεις και συνήθως αυθαίρετα συμπεράσματα και ξεχνά ότι η αφετηρία του είναι η προσωπική του εμπειρία, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει ένα ζωντανό και ασύλληπτο πλούτο -από τα προσωπικά του διαβάσματα και συγκινήσεις έως τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του μέσα στην τάξη, καθώς προσπαθεί να διδάξει "αρχαία". Τα ζητήματα αυτά που είναι οι αφετηρίες, τα εναύσματα για την συμμετοχή του στην συζήτηση, οι προσωπικές και μοναδικές του καταθέσεις για το θέμα, χάνονται.
Αποτέλεσμα είναι να χάνεται και ο ίδιος ως ένα ζωντανό πρόσωπο που συμμετέχει με τον λόγο του σε μια συζήτηση ζωτικής για τον ίδιο σημασίας που τον αφορά και όχι για την υπεράσπιση κάποιας ιδεολογίας.
Όταν όμως από μια συζήτηση - συνάντηση, χάνεται το ένα πρόσωπο, κατ' ανάγκη θα χαθεί και το άλλο, δηλ. ο φιλόλογος που δεν έχει την ίδια άποψη, και τότε γίνεται αυτό που έχουμε δει να συμβαίνει κατ' επανάληψη, δηλ. να καταστρέφεται η συζήτηση και αυτό  που μένει τελικά είναι να κονταροκτυπιούνται οι γλώσσες- ιδεολογίες σε ένα επίπεδο που δεν αφορά κανέναν, παρά μόνο τις ψυχολογικές του καθενός ταυτιστικές καθηλώσεις. Εξ ου και το λεξιλόγιο "πολέμου" που χρησιμοποιείται....
Πολύ περισσότερο δεν αφορά τις ίδιες τις γλώσσες στην ιδιομορφία της κάθε μιας ούτε και τα παιδιά των Ελλήνων που ζουν και σπουδάζουν τώρα στα Γυμνάσια και στα Λύκεια της χώρας ή που μέλλεται να σπουδάσουν τις επόμενες δεκαετίες, γιατί πάντα μέσα στην αχλή των ιδεολογικοποιήσεων χάνεται η βιωμένη πραγματικότητα.
Στην ουσία από μια τέτοια κατάσταση έχει κερδίσει ο παράλληλος μονόλογος που μπορεί να κάνει ο καθένας με τον εαυτό του θέτοντας απέναντί του έναν κατασκευασμένο αντίπαλο.
Το πρόβλημα αυτό, ασφαλώς δεν είναι μόνο ελληνικό, θαρρώ όμως, ότι μόνο σε μας  έχει τόση καθηλωτική γοητεία.

Θέλω, λοιπόν να πω ότι, για να έχουμε μια πραγματική, και όχι προσχηματική, κίνηση του λόγου πρέπει να μπορούμε να μιλάμε με βάση το τριαδικό σχήμα :
Είμαι εγώ (i)  που μιλάω σε εσένα (ii)   για το.... (iii) 
Πρέπει δηλαδή να παραμένουν ευδιάκριτοι οι δύο πόλοι της συζήτησης καθώς και το αναφερόμενο ως τρίτο, θέμα της.
Το σχήμα αυτό είναι καθοριστικό σε όλα τα επίπεδα στα οποία συμβαίνει να συνομιλούν οι άνθρωποι (ιδιωτικά και δημόσια), κυρίως είναι το σχήμα μέσα από το οποίο γίνεται ουσιαστική κάθε εκπαιδευτική - διαλογική διαδικασία.
Σημαίνει όχι μόνο τον βαθμό ωριμότητας και ρεαλισμού που έχουμε κατακτήσει με την απαλλαγή από ειδωλοποιήσεις, ως άτομα και ως έθνος, όχι μόνο μια καλή εξοικείωση με ό,τι μοναδικό κομίζουμε ως ανεπανάληπτες ιστορικές υπάρξεις - οντότητες, όχι μόνο την γόνιμη ανοιχτότητα στο πολυκύμαντο της ζωής και της ιστορίας, όχι μόνο την πηγή για κάθε δημιουργική αλλαγή,  αλλά και είναι ταυτόχρονα μια στάση βαθιά αγαπητική, καθώς διασώζει και δεν κατατροπώνει τον "άλλο" ως συνομιλητή (μαθητή)  και το "άλλο" ως το αντικείμενο (μάθημα) της συζήτησης. 

Μια τέτοια προσέγγιση του λόγου περιγράφει και είναι αποτέλεσμα ζωντανών σχέσεων και των τριών παραγόντων,  ως εκ τούτου είναι κάτι που δεν αυτοματοποιείται ούτε και παγιώνεται, είναι κάτι που χτίζεται και χρειάζεται χρόνο, που προφανώς σε κανένα δεν περισσεύει για να τον διαθέσει....

Έχω δε πλήρη επίγνωση ότι είναι κάτι εντελώς απομακρυσμένο από τις συνήθεις παρεμβάσεις επί του φλέγοντος θέματος της γλώσσας, οι οποίες τίποτα άλλο δεν προσφέρουν παρά την επιβεβαίωση ότι ζούμε σε έναν κόσμο  βαθιάς μοναξιάς που έχει χάσει την ικανότητα να σχετίζεται, διαθέτει όμως ακαταμάχητα επιχειρήματα.


Υ.Γ. Όσον αφορά την θέση μου για το πρακτικό θέμα των ωρών και των μεταφράσεων, έχω να πω ότι τόσο  η αρχαία γλώσσα όσο και η νέα ελληνική, είναι άλλες, από τον σκοπό για τον οποίο συνηθίζουμε να τις χρησιμοποιούμε.



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός