Με χτύπησε ελαφρά στον ώμο.
- Χανιά πας; με ρώτησε
Γύρισα και κοίταξα. Χάρηκα αυτόματα. Είχα πολύ καιρό να τον δω, είχε χαθεί, όμως ρώταγα και μάθαινα νέα του από άλλους.
- Ναι! είπα.
- Ωραία, να πάμε παρέα...
Βγάλαμε δύο φοιτητικά. Το λεωφορείο φίσκα, όμως βρήκαμε δύο θέσεις αδειανές και κάτσαμε. Εκείνος στο παράθυρο, εγώ στο διάδρομο.
Κρατούσε το καφέ σακίδιο που γνώριζα, το κοντoκουρεμένο, σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι του, το οστεώδες πρόσωπο, η λιπόσαρκη φιγούρα που είχα ξεχωρίσει από την αρχή.
Κάποιους ανθρώπους, δίχως να χρειάζεται να μιλήσεις μαζί τους κι ενώ σου είναι άγνωστοι -και άγνωστοι θα μείνουν- μπορείς εύκολα να τους εντοπίσεις, να βρεις τον τόπο τους μέσα στο χώρο και στην αδιάφορη πολυκοσμία, ως μια παράξενη, μια άτοπη περιπλάνηση.
Βολευτήκαμε. Σακίδια, τσάντες, τα χοντρά μπουφάν που φορούσαμε κι εκείνο το μακρόστενο πράγμα που κράταγε...
- Τι είναι αυτό; τον ρώτησα.
- Η καινούργια μου αγάπη.... Κατάλαβε την απορία μου.... ένα πρόβλημα μ' αυτούς τους ανθρώπους είναι η ευφυϊα τους. Απέριττη κι αυτόματη ευφυϊα. Έλυσε με προσοχή το κορδόνι που συγκρατούσε ένα ύφασμα μαλακό, μωβ με λαχούρια κι έπιασε να το ξετυλίγει.
- Το Νάϊ μου... ομορφιά ε; απλό, ο ορισμός της λιτότητας...
Ένα μακρύ καλάμι, καμιά 80αριά εκατοστά μήκος, ευθυτενές, φυσικό, απόλυτα λείο με τις αρθρώσεις του και κείνο το ξερό ξέθωρο χρώμα που παίρνουν τα πράγματα όταν ωριμάζουν στον ήλιο. Ένα μπρούτζινο περιλαίμιο στο τέλος του και μικρές τρυπούλες από τη μέση και κάτω.
Tαιριάζανε, μου φάνηκε.
- Το έφτιαξα μόνος μου από την αρχή και τώρα παίζω ολόκληρα τραγούδια...Να, στα Χανιά με έχουν καλέσει να πάω να παίξω για μια παρέα φίλων..
Μου ήρθε στο μυαλό ο "Ξεπεσμένος Δερβίσης" αλλά δίστασα να του το πω.
- Έτσι είμαι εγώ... από το ένα στο άλλο, πέφτω με τα μούτρα, τρελαίνομαι ... ψάρεμα, χόρτα, σκίτσα, φιλοσοφία, μια αγάπη που τέλειωσε, ξέρεις... και τώρα με το Νάϊ...
Ένα άλλο πρόβλημα μ' αυτούς τους ανθρώπους είναι η δίψα τους. Μια δίψα παράξενη, εξοντωτική που αν δεν ναρκωθεί εγκαίρως -παιδιόθεν που λένε- τους κάνει πλάνητες δια βίου.
Δεν κάνουν αυτοί για σπίτι, για οικογένεια, για ευθύνη...
- Πώς τα πας με τα μαθήματα; τον ρώτησα.
- Χρωστάω, αλλά δεν μου κάνει κέφι πιά! Έλεγα πως θ' αράξω στη Φιλοσοφία, αλλά μπα! Σέρνομαι κι εκεί, εδώ που τα λέμε, κι αυτοί σέρνονται, οι καθηγητές, κι όλο το Τμήμα σέρνεται... Ποιόν κοροϊδεύουμε; Λόγια μόνο και θεωρίες, να βγάλει τα μάτια ο ένας του αλλουνού, βαριούνται όλοι ... Βαρέθηκα. Δεν βρήκα τίποτα...
Μου ήρθε στο μυαλό κάτι εισαγωγικό... η σχέση του καθ'έκαστου με το καθ'όλου, αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα.
Τι να'λεγα;
Ότι αυτό που εμφανίζεται μπροστά σου αλλά και δεν το βρίσκεις, αυτό που σε σέρνει από τη μύτη αλλά και το εγκαταλείπεις, αυτό που βαριέσαι αλλά και το ψάχνεις για να πάψεις τη δίψα σου, είναι το κατ' εξοχήν φιλοσοφικό πρόβλημα, η τρέλα, ο ξεπεσμός και η περιπλάνηση του ανθρώπου;
Και τι να του έλεγα; Ότι το Νάϊ, το νάϊ....
"Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός;
Τὸ Ναί τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναί τὸ φιλάνθρωπον"
Δεν είναι τούτο το πράγμα θέμα ευφυϊας... είναι κάτι που σου'ρχεται και σε βρίσκει.
Του είπα μόνο :
Του είπα μόνο :
"Ε! και πού σ' αυτόν τον κόσμο!"
*το κείμενο σε εισαγωγικά είναι παρμένο από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη, Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης (1896)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου