Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ιστορίες λεωφορείου viii




Με χτύπησε ελαφρά στον ώμο.
- Χανιά πας; με ρώτησε
Γύρισα και κοίταξα. Χάρηκα αυτόματα. Είχα πολύ καιρό να τον δω, είχε χαθεί, όμως ρώταγα και μάθαινα νέα του από άλλους.
- Ναι! είπα.
- Ωραία, να πάμε παρέα...
Βγάλαμε δύο φοιτητικά. Το λεωφορείο φίσκα, όμως βρήκαμε δύο θέσεις αδειανές και κάτσαμε. Εκείνος στο παράθυρο, εγώ στο διάδρομο.
Κρατούσε το καφέ σακίδιο που γνώριζα,  το κοντoκουρεμένο, σχεδόν ξυρισμένο κεφάλι του, το οστεώδες πρόσωπο, η λιπόσαρκη φιγούρα που είχα ξεχωρίσει από την αρχή.
Κάποιους ανθρώπους, δίχως να χρειάζεται να μιλήσεις μαζί τους κι ενώ σου είναι άγνωστοι -και άγνωστοι θα μείνουν- μπορείς εύκολα να τους εντοπίσεις, να βρεις τον  τόπο τους μέσα στο χώρο και στην αδιάφορη πολυκοσμία, ως μια παράξενη, μια άτοπη περιπλάνηση.
Βολευτήκαμε. Σακίδια, τσάντες, τα χοντρά μπουφάν που φορούσαμε κι εκείνο το μακρόστενο πράγμα που κράταγε...
- Τι είναι αυτό; τον ρώτησα.
- Η καινούργια μου αγάπη.... Κατάλαβε την απορία μου.... ένα πρόβλημα μ' αυτούς τους ανθρώπους είναι η ευφυϊα τους. Απέριττη κι αυτόματη ευφυϊα.  Έλυσε με προσοχή το κορδόνι που συγκρατούσε ένα ύφασμα μαλακό, μωβ με λαχούρια κι έπιασε να το ξετυλίγει.
- Το Νάϊ μου... ομορφιά ε; απλό, ο ορισμός της λιτότητας...
Ένα μακρύ καλάμι, καμιά 80αριά εκατοστά μήκος, ευθυτενές, φυσικό, απόλυτα λείο με τις αρθρώσεις του και κείνο το ξερό ξέθωρο χρώμα που παίρνουν τα πράγματα όταν ωριμάζουν στον ήλιο. Ένα μπρούτζινο περιλαίμιο στο τέλος του και μικρές τρυπούλες από τη μέση και κάτω.
Tαιριάζανε, μου φάνηκε.
- Το έφτιαξα μόνος μου από την αρχή και τώρα παίζω ολόκληρα τραγούδια...Να, στα Χανιά με έχουν καλέσει να πάω να παίξω για μια παρέα φίλων..
Μου ήρθε στο μυαλό ο "Ξεπεσμένος Δερβίσης" αλλά δίστασα να του το πω.
- Έτσι είμαι εγώ... από το ένα στο άλλο, πέφτω με τα μούτρα, τρελαίνομαι ... ψάρεμα, χόρτα, σκίτσα, φιλοσοφία, μια αγάπη που τέλειωσε, ξέρεις... και τώρα με το Νάϊ...
Ένα άλλο πρόβλημα μ' αυτούς τους ανθρώπους είναι η δίψα τους. Μια δίψα παράξενη, εξοντωτική που αν δεν ναρκωθεί εγκαίρως -παιδιόθεν που λένε- τους κάνει πλάνητες δια βίου.
Δεν κάνουν αυτοί για σπίτι, για οικογένεια, για ευθύνη...
- Πώς τα πας με τα μαθήματα; τον ρώτησα.
- Χρωστάω, αλλά δεν μου κάνει κέφι πιά! Έλεγα πως θ' αράξω στη Φιλοσοφία, αλλά μπα! Σέρνομαι κι εκεί, εδώ που τα λέμε, κι αυτοί σέρνονται, οι καθηγητές, κι όλο το Τμήμα σέρνεται... Ποιόν κοροϊδεύουμε;  Λόγια μόνο και θεωρίες, να βγάλει τα μάτια ο ένας του αλλουνού, βαριούνται όλοι ... Βαρέθηκα. Δεν βρήκα τίποτα...
Μου ήρθε στο μυαλό κάτι εισαγωγικό... η σχέση του καθ'έκαστου με το καθ'όλου, αλλά και πάλι δεν είπα τίποτα.
Τι να'λεγα;
Ότι  αυτό που εμφανίζεται μπροστά σου αλλά και δεν το βρίσκεις, αυτό που σε σέρνει από τη μύτη αλλά και το εγκαταλείπεις, αυτό που βαριέσαι αλλά και το ψάχνεις για να πάψεις τη δίψα σου, είναι το κατ' εξοχήν φιλοσοφικό πρόβλημα, η τρέλα, ο ξεπεσμός και η περιπλάνηση του ανθρώπου;

Και τι να του έλεγα;  Ότι το Νάϊ, το νάϊ....
"Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός; 
Τὸ Ναί τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναί τὸ φιλάνθρωπον"

Δεν είναι τούτο το πράγμα θέμα ευφυϊας... είναι κάτι που σου'ρχεται και σε βρίσκει. 
Του είπα μόνο : 
"Ε! και πού σ' αυτόν τον κόσμο!"




*το κείμενο σε εισαγωγικά είναι παρμένο από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη, Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης (1896)

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός