Εκείνο το παιδί γεννήθηκε σε τόπο ορεινό και άγονο και σε καιρούς που εκ των υστέρων ονομάστηκαν άνυδροι...
Οι άνθρωποι μάζευαν το νερό με λούκια από τις στέγες μαζί με φύλλα ξερά, τσάκνα, θρυμματισμένα κεραμίδια και μικρά νεκρά πουλιά.
Το φύλαγαν σε στέρνες πράσινες που γεννούσαν μικρά σώματα σκουληκιών σαν βδέλες κι όταν τα έκοβες αυτά κουνιόντουσαν ακόμα...
Μιλούσανε δυνατά, κοφτά, λίγο.
Διψούσε το παιδί, μα νερό δεν ήτανε....Θε μου πόσο διψούσε!
Είμαστε χώμα, του έλεγαν, και χώμα θα γενούμε.
Έτριβαν με ιδρωμένα χέρια τους σβέρκους τους που ήταν γεμάτοι σκόνη, φτιάχνανε μικρούς μαύρους σβόλους... Να κοίτα, του λέγανε, χώμα είμαστε....
Όμως το παιδί καιγότανε. Πώς γίνεται, αναρωτιότανε... πώς γίνεται να είμαστε μόνο χώμα...
Διψασμένο παιδί. Διψασμένα χρόνια. Διψασμένα όνειρα... Άρρωστο παιδί.
Εκείνο το παιδί όταν έφτασε, μετά από καιρό, στην Λίμνη με τα καθαρά βαθιά, τα γαλανά νερά της, στην πανέμορφη, τη βαθυπύθμενη, στη Λίμνη των ονείρων του, στη θέα της εξασθένισε τόσο πολύ που το πήραν τα δάκρυα... Κυλούσαν από πάνω του, από μέσα του, από το μέτωπό του, χάριν νερού, χαριτωμένα δάκρυα...
Το φέρανε ολόκληρο στην όχθη της
Την φίλησε ... πού βρέθηκε τόσο νερό;
Την χαιρέτησε... πού χάθηκε το χώμα;
κι έκλεισε
τα βιβλία.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου