Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Τ. Hobbes : οι ρίζες της σύγχρονης πολιτικής σκέψης

Thomas Hobbes (1588 - 1679)
Άγγλoς φιλόσοφος, γιος προτεστάντη κληρικού, ο Τόμας Χομπς ήταν ένας από τους πρώτους διανοητές-θεμελιωτές του σύγχρονου νεωτερικόυ κράτους και της πολιτικής φιλοσοφίας που το διέπει. Ο ίδιος έλεγε ότι γεννήθηκε πρόωρα από τον τρόμο που κατέλαβε τη μάνα του εξαιτίας της εισβολής των Ισπανών και κατ' ομολογία του:  "Ο φόβος ήταν το μοναδικό μεγάλο πάθος της ζωής μου" .
Έζησε από τα παιδικά του χρόνια σε μια κατάσταση ημιορφάνιας και σε μια από τις πλέον ταραγμένες περιόδους της ευρωπαϊκής ιστορίας. Δεν πρέπει λοιπόν να εκπλήσσει το γεγονός ότι οι θεωρίες του μιλούν απαισιόδοξα για την ανθρώπινη φύση.  Το 1610 γνώρισε τον Φραγκίσκο Βάκωνα  και συναντώντας προσωπικά τον Γαλιλαίο το 1636, πείστηκε πως έπρεπε να μεταφέρει τις ιδέες του σε ένα σύστημα κοινωνικής φιλοσοφίας.   
Έργα του:    "De cive" (περί του πολίτη) , Leviathan (Λεβιάθαν) τον οποίο συνέγραψε  στη Γαλλία. Εξ αιτίας αυτού του έργου αλλά και των υπόλοιπων (Περί της ελευθερίας και της ανάγκης, Περί της πολιτικής, Περί της ανθρώπινης φύσης) ο αγγλικός κλήρος τον κατηγόρησε για αντιθρησκευτική δράση. 
Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Χομπς το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης καταδίκασε τα έργα του "de cive" και "Leviathan" τα οποία ρίχτηκαν στην πυρά.


Είναι λοιπόν φανερό ότι όσο οι άνθρωποι ζουν χωρίς μια κοινή εξουσία που θα τους κρατούσε όλους υποταγμένους, βρίσκονται σε κατάσταση πολέμου. Και μάλιστα αυτός ο πόλεμος είναι πόλεμος των πάντων εναντίον πάντων. Διότι ο πόλεμος δε συνίσταται μόνο σε μάχες ή στην έμπρακτη σύγκρουση· αλλά καλύπτει όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο η βούληση για ένοπλη αναμέτρηση είναι επαρκώς γνωστή.

(Τόμας Χομπς, Λεβιάθαν ή Ύλη, Mορφή και Eξουσία μιας Eκκλησιαστικής και Λαϊκής Πολιτικής Kοινότητας, τόμ. A', εισαγ. Aιμ. Mεταξόπουλος, μτφρ. Γρ. Πασχαλίδης και Aιμ. Mεταξόπουλος, εκδ. Γνώση, Aθήνα 1989, σελ. 195-196)


Ο Τ. Ηobbes  αναγνωρίζεται ως ένας από τους θεμελιωτές της νεώτερης πολιτικής φιλοσοφικής σκέψης η οποία φιλοδόξησε προσφέρει μια νέα, αποδεσμευμένη από τον θρησκευτικό προκαθορισμό, περιγραφή της κοινωνικής οργάνωσης και διοίκησης, καθώς το αγροτικό μεσαιωνικό μοντέλο κατέρρεε.
Η παραπάνω αναγνώριση – απόφανση, όμως αν και διευκολύνει πολύ τους μελετητές των διαφόρων τομέων της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος καθώς και της διαδρομής των πολιτικών σχηματισμών που εξέφρασαν τις ανάγκες κάθε μιας δεδομένης ιστορικής περιόδου, μπορεί εξίσου καλά να γίνει δεσμευτική – περιοριστική στην πρόσληψη της ουσιώδους διαφοράς και του εύρους της σκέψης ενός φιλοσόφου.
Το έργο του Τ. Hobbes, ανήκει στην χορεία των φιλοσοφικών προτάσεων που ιδιαίτερα σήμερα μια εκ νέου μελέτη του μπορεί να προσφέρει εμβάθυνση στα σύγχρονα προβλήματα της βίας, της ασφάλειας, του τρόμου και της τρομοκρατίας, της κρατικής καταστολής και των μηχανισμών πρόληψης καθώς και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και των ορίων της ελεύθερης έκφρασης, που τίθενται με επιτακτική οξύτητα στο σύγχρονο πολυτάραχο και παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας.
Στην κατεύθυνση αυτή το έργο του Hobbes χρειάζεται να ξαναδιαβαστεί απαλλαγμένο από την προκατάληψη που το ήθελε να αφορά περισσότερο τις πολιτικές βαρβαρότητες και τις θρησκευτικές και εμφυλιοπολεμικές εντάσεις που σημάδεψαν την Αγγλία του 17ου αιώνα και ήταν το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώθηκε.
Πολλοί σύγχρονοι μελετητές, 300 και πλέον χρόνια από τον θάνατό του, διαβάζουν  τον Τhomas Hobbes ως ένα καινοτόμο φιλόσοφο ο οποίος από τη μια επαναστατεί απομακρυνόμενος σταδιακά από την κλασική παραδοσιακή φιλοσοφία, όσον αφορά τις απαντήσεις που εκείνη είχε επιτύχει, διατηρώντας όμως και επαναδιατυπώνοντας  τα κλασικά αιτήματα: τι είναι ο άνθρωπος; ποια είναι η κινητήρια δύναμη της ανθρώπινης πράξης; ποια είναι η σωστή ζωή; ποια είναι η σωστή τάξη της κοινωνικής οργάνωσης;
Και από την άλλη, για το εγχείρημά του αυτό, προσλαμβάνει την εκ θεμελίων ανατροπή των πηγών και των στόχων της γνώσης που προσκομίζει η νέα φυσική επιστήμη, τόσο στη μέθοδο όσο και στο υλικό, καταρρίπτοντας τα παλαιά δόγματα της αριστοτελικής γεωκεντρικής και κατ’ επέκταση ανθρωπομορφικής αντίληψης για τον κόσμο.
Ο Hobbes, όμως κατανοεί ότι η νέα φυσική επιστήμη δεν μπορεί να θεμελιώσει τη νέα κοινωνική συνθήκη, με δύο λόγια δεν μπορεί να παράσχει ηθικές αρχές ικανές να οδηγήσουν σε βιώσιμες κοινωνίες και πολιτικά μορφώματα.
Αποτέλεσμα της διπλής αυτής κίνησης της σκέψης του Hobbes είναι μια πρωτοφανέρωτη για τα δεδομένα της εποχής, υλιστική ανθρωπολογία η οποία θα παράσχει στη νεωτερικότητα το έσχατο της θεμέλιων της δηλαδή την έννοια του «δικαιώματος» καθώς και το όργανο για την διατύπωση και την εξασφάλισή του (ενν. δικαιώματος) : τον εργαλειακό, υπολογιστικό λόγο.
Το πόσο γόνιμη αποδείχθηκε η σκέψη του Ηobbes το καταλαβαίνουμε εύκολα αν σκεφτούμε ότι τα δύο αυτά επιτεύγματα αποτελούν το υλικό και το πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώνονται οι σύγχρονες κοινωνικές, κυβερνητικές και οικονομικές προβληματικές όσο και τα  δυσεπίλυτα προβλήματα της γενετικής και της βιοηθικής.


για τον "παλαιό" και το "νέο" φυσικό νόμο

Μια πρώτη απαραίτητη διασαφήνιση είναι το ξεκαθάρισμα του τρόπου με τον οποίο προσλαμβάνεται η έννοια του φυσικού νόμου στην παραδοσιακή – κλασική φιλοσοφία και πώς αυτός μεταβάλλεται στους νεώτερους χρόνους.
Σύμφωνα με την παραδοσιακή φιλοσοφία ο φυσικός νόμος νοείται ως μια υπερ-ανθρώπινη, προκαθορισμένη αρμονία που εξασφαλίζει την ευταξία και την συναρμογή του κόσμου σε ένα αυστηρά ιεραρχημένο και νοηματοδοτημένο όλον.
Ο άνθρωπος βρέθηκε μέσα σ’ αυτήν την διάταξη χωρίς ασφαλώς να την έχει σχεδιάσει ή να έχει συμβάλλει  ο ίδιος στην κατασκευή και την διατήρησή της. Συνέπεια αυτής της λογικής είναι ότι ο φυσικός νόμος που προέρχεται από μια ανώτερη θεϊκή δύναμη δίδει μια αντικειμενική, ορθολογική κανονικότητα την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί για να κατανοήσει και να μετατρέψει σε πολιτική, κοινωνική νομοθεσία.
Στους νεώτερους χρόνους ο φυσικός νόμος είναι αυτός που διέπει την κίνηση των φυσικών εκτατών και περατών σωμάτων, είναι μαθηματικά διατυπώσιμος, εμπειρικά γνώσιμος, μετρήσιμος, αισθητηριακά αντιληπτός, δοσμένος όλος μέσα στον δοσμένο κόσμο της υλικής πραγματικότητας που μας περιβάλλει, υπόκειται όλος στην αρχή της αιτιότητας και δεν έχει καμία υπερβατική αρχή.
Η πραγματικότητα πλέον δεν είναι κανονιστική αφ’ εαυτής και ο άνθρωπος θα πρέπει να ιδωθεί κατ’ αρχάς ως ένα μέρος αυτής της φυσικής πραγματικότητας. Το υπαρκτό είναι μια φυσική ενθαδική κατάσταση και καμία αναφορά σε υπερβατική αρχή δεν μπορεί να χρησιμεύσει σε τίποτα, παρά μόνο στον σκοτισμό του νου.

γνώση και πολιτική επιστήμη

Όλη η γνώση του ανθρώπου οφείλει να αποτελείται από δύο βασικές συνισταμένες : την φυσική επιστήμη που μελετά τα φυσικά σώματα από τη μια και την πολιτική φιλοσοφία που μελετά τις κοινωνικές μορφές που επιχειρούν οι φυσικοί άνθρωποι. Για τον Hobbes  "γνωρίζω" σημαίνει παράγω αποτελέσματα με βάση τον εντοπισμό των αιτιών. «Ο ορθός λόγος είναι υπολογισμός, δηλαδή πρόσθεση και αφαίρεση ως τις άκρες συνέπειες των γενικών ονομάτων που συνταιριάζονται για να εκφράσουν τις σκέψεις μας» 
Αν και ο Hobbes υιοθετεί την αναλυτικό-συνθετική μέθοδο της νέας επιστήμης, ως πολιτικός στοχαστής λαμβάνει υπόψη του ότι το υλικό το οποίο χειρίζεται είναι καταφανώς ιδιαίτερο από τα λοιπά φυσικά σώματα τα οποία μελετά η φυσική επιστήμη. Ο άνθρωπος, υποκείμενος στη πολιτική βάσανο, ούτε απλώς διατάσσεται μέσα στο τρισδιάστατο χώρο ούτε και δέχεται παθητικά τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος αν και σε τίποτα δεν διαφέρει από τα άλλα ζώα, ωστόσο όντας προικισμένος με ομιλία μπόρεσε να αποσπαστεί από τη ζωική φύση του και να ενεργεί μεταβάλλοντας το περιβάλλον και να δέχεται τις επενέργειες των πράξεών του.
Ο άνθρωπος στην χομπισιανή εκδοχή  ορίζεται ως ένα κατ’ αρχάς παραγωγικό ον και παύει να ορίζεται ως πολιτικό ζώον. Έτσι η ανθρώπινη πολιτεία δεν νοείται ως οργανικό σύνολο και χώρος πραγμάτωσης της ουσίας – διαφοράς του ανθρώπου από τα άλλα ζώα, αλλά ως μια εκδήλωση της παραγωγικότητάς του, ένας μηχανισμός, ένα τεχνούργημα.
Γιατί όμως ο άνθρωπος να προβεί στην κατασκευή αυτού του τεχνουργήματος; Τι ήταν αυτό που τον ώθησε;

η ανθρώπινη φύση στον Hobbes

Ο Hobbes για να ερμηνεύσει την θέση του ανθρώπου στον κόσμο δεν αναζητά τις αιτίες σε μεταφυσικές αρχές αλλά στην αισθητικότητα και την υλικότητα. Οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν είναι μιμήσεις –έστω προβληματικές – κάποιων τέλειων ιδανικών προτύπων. Δημιουργήθηκαν από τον υπολογιστικό νου ενός όντος που  παράλληλα με την ομιλία έφερε τα δεσμά όλων των στοιχειωδών ζωικών ορέξεων και παθών.
Ο Hobbes ακολουθώντας την αναλυτική μέθοδο θέτει στο σημείο μηδέν της συγκρότησης της πολιτικής κοινωνίας δύο βασικά αξιώματα :
(1) Ο άνθρωπος νοείται όπως όλα τα άλλα ζώα. Δεν διακρίνεται σ’ αυτόν κανείς ιδιαίτερος προορισμός, ο οποίος θα τον καθιστούσε υπόλογο σε κάποια υπερβατική αρχή νοήματος ή σκοπού, πέρα από αυτήν που η ίδια η εντελώς υλική και γήινη φύση του τού υπαγορεύει. Οι ορέξεις του καθ’ αυτές δεν διαφέρουν σε τίποτα από αυτές των άλλων ζώων. Στον άνθρωπο όμως οι ορέξεις λαμβάνουν μια διάρκεια που υπερβαίνει το ερέθισμα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο άνθρωπος είναι πεινασμένος όχι μόνο με την παροντική πείνα του, την οποία θα μπορούσε σχετικά εύκολα να κατευνάσει, αλλά και με την μελλοντική. Η ανθρώπινη επιθυμία είναι απέραντη και  συνδέεται με την δύναμη που διαθέτει ο άνθρωπος για την πλήρωσή της. Τελικώς μετατρέπεται σε μια επιθυμία για δύναμη. Η επιθυμία λαμβάνει το περιεχόμενό της, την δύναμη για κυριαρχία.  Η επιθυμία αυτή είναι ανορθόλογη και εκρηκτική όχι μόνο εξ αιτίας της απεραντοσύνης που την διακρίνει αλλά γιατί η έκτασή της στον χρόνο πέρα από το παρόν, είναι η μόνη δυνατότητα για την εξασφάλιση και της παροντικής δύναμης.
Για τα ανθρώπινα σώματα που μηχανιστικά αντιδρώντας υπό την επίδραση μιας ατέρμονης επιθυμίας για κυριαρχία, ο κάθε άλλος άνθρωπος είναι υποκείμενος στην υποταγή και εφόσον αυτή η υποταγή είναι απαραίτητη συνθήκη για την διατήρηση ενός ανθρώπου, θα έπρεπε να θεωρείται φυσική και να επιτρέπεται.
Από εδώ προκύπτει η περίφημη ρήση του Hobbes: «Ο άνθρωπος είναι λύκος για τον συνάνθρωπό του». Επομένως στο φυσικό δίκαιο ο άνθρωπος, όπως τον περιγράφει ο Hobbes στην φυσική πρωταρχική του κατάσταση είναι αθώος, με την αθωότητα που διακρίνει κάθε ζώο στο κυνήγι και μόνο ο θάνατος μπορεί να τον ανακόψει.
Το πρώτο λοιπόν αξίωμα περιγράφει την «φυσική επιθυμία».
(2) Από το σημείο αυτό προκύπτει το δεύτερο αξίωμα της «φυσικής αιτίας». Εφόσον στην φυσική επιθυμία ανάγεται η αυτοσυντήρηση, η αποφυγή του θανάτου είναι το μόνο λογικό φυσικό αίτιο για την διατήρηση στη ζωή. Ο άνθρωπος εκτός από την βούληση για κυριαρχία κατέχεται από τον φόβο του θανάτου. Κι ενώ η βούληση για κυριαρχία είναι αυτή που φέρνει όλα τα καλά και κάθε ικανοποίηση για τον φυσικό άνθρωπο, και όντας ακόρεστη δεν μπορεί να βρει το όριο κάποιου ανώτατου καλού, την ανώτατη ευχαρίστηση κι εκεί να αναπαυθεί, αντίθετα ο φόβος του θανάτου ως η ακύρωση κάθε βούλησης και επομένως κάθε καλού και κάθε ευχαρίστησης που απορρέει από αυτήν, είναι το ανώτατο κακό.
Επομένως μόνο ο θάνατος και ο φόβος του θανάτου μπορεί να παρέχει το όριο εκείνο μέσω του οποίου ο άνθρωπος μπορεί να βάλει μια σειρά προτεραιοτήτων στη ζωή του. Εύκολα καταλαβαίνουμε ότι το παράδοξο του θανάτου είναι εκείνο το στοιχείο που έρχεται να ορθολογικοποιήσει την ζωή του ανθρώπου, αφού στην ακολουθία των επιθυμιών (των καλών που μπορεί να απολαύσει ο καθένας) δεν υπάρχει σειρά – τάξη και κανένα πραγματικό όριο, ο θάνατος είναι απτός, συγκεκριμένος, μοναδικός και ίδιος, ως το ανώτατο κακό.
Συνεπώς κατά τον Hobbes ο άνθρωπος έτσι όπως αυτός βρίσκεται μέσα σε ένα μηχανιστικά και ντετερμινιστικά καθορισμένο κόσμο, περισσότερο από την επιθυμία για ζωή, αισθάνεται τον φόβο του θανάτου. Έτσι η ζωή ορίζεται αρνητικά και όχι θετικά, από το αντίθετό της.
Όμως, ο Hobbes δεν αγνοεί ότι μια βασανισμένη, άθλια ζωή είναι χειρότερη από τον φυσικό θάνατο. Ο φυσικός θάνατος δεν είναι ικανός να προκαλέσει φόβο, ως  αναπόφευκτο μέρος μιας φυσικής διαδικασίας – εξέλιξης. Αυτό που πραγματικά φοβάται ο άνθρωπος είναι ένας βίαιος θάνατος που θα προέλθει ακριβώς από την άσκηση της φυσικής, ανορθόλογης, ανερμάτιστης  επιθυμίας ενός άλλου ανθρώπου για κυριαρχία πάνω του.
Επομένως ούτε η αυτοσυντήρηση ούτε η αποφυγή του θανάτου είναι αρκετά κίνητρα για ωθήσουν τον εγωιστικό άτομο σε πέρασμα από την φυσική κατάσταση στον εξορθολογισμό . Αυτό που βρίσκεται είναι τα ανορθόλογα, αφόρητα συναισθήματα που προκαλούνται από έναν απέραντο φόβο, δηλαδή  η φοβία του ανθρώπου για κάθε άνθρωπο ως δυνητικό δολοφόνο του. Εδώ βρίσκεται η ρίζα όλων των δικαιωμάτων και συνεπώς κάθε ηθικής και κάθε πολιτικής συμφωνίας.
Ο Hobbes, αν μη τι άλλο, πρέπει να αναγνωρίζουμε ότι ανήκει στην μεγάλη εκείνη χορεία των φιλοσόφων και κοινωνικών διανοούμενων που συνέβαλαν στην απομύθευση του κόσμου και της ηθικής τάξης, σκάβοντας βαθιά στα θεμέλια μιας διακοσμημένης και επιφανειακής ηθικολογίας.

για τα ανθρώπινα πάθη

Πηγή κάθε ανθρώπινου πάθους είναι η ατέρμονη επιθυμία. Ο παράλογος αγώνας για εξουσία, έχει τη βάση του στην ευχαρίστηση που λαμβάνει ο άνθρωπος από την εξέταση του εαυτού του, συγκρινόμενος με τους άλλους. Δεν πρόκειται όμως για την αντίληψη του εαυτού, αλλά για ματαιοδοξία δηλαδή για την ικανοποίηση όχι μόνο ενός φυσικού εαυτού που επιθυμεί, αλλά ενός φανταστικού εαυτού που υπάρχει μέσω των άλλων ανθρώπων. Πράγμα που δεν συναντάμε στα άλλα ζώα, τα οποία μπορεί να ανταγωνίζονται έως θανάτου για την κυριαρχία της τροφής ή του σεξουαλικού συντρόφου αλλά δεν οργανώνουν ούτε παροτρύνουν ούτε παρασύρονται σε άσκοπους πολεμικούς αγώνες, σε σφαγές και βαρβαρότητες με μόνο σκοπό να διαβάσουν τον φόβο και την υποταγή στα μάτια του αντιπάλου και να αντλήσουν ικανοποίηση για τον εαυτό τους απ’ αυτό.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει την αμεσότητα της σωματικής του ακεραιότητας ή ικανοποίησης από την διατήρηση στη ζωή, έστω μέσω μιας ατέρμονης επιθυμίας που συνεχώς τον κατατρύχει, αλλά περισσότερο ζει την ικανοποίηση στον κόσμο της φαντασίας του –όπου λαμβάνουν χώρα όλες οι χαρές και οι λύπες κι όπου όλος ο κόσμος μπορεί να τον υπακούει και να τον φοβάται ή να τον θεωρεί ασήμαντο και τότε ο ίδιος να μισεί.  Η ματαιοδοξία οδηγεί σε μάχη έως θανάτου, αφού ο κάθε άνθρωπος θέλει ο αντίπαλός του να τον εκτιμά στον βαθμό που ο ίδιος θέτει για τον εαυτό του. Και εφόσον αυτό το «θέλω για τον εαυτό μου» είναι κάτι που ο άνθρωπος δεν μπορεί να ορίσει, ούτε να περιορίσει, ο πόλεμος γενικεύεται και γίνεται «πόλεμος όλων εναντίον όλων».
Μόνο εάν συναντήσει την βίαιη αντίσταση του κόσμου –π.χ. ένας τραυματισμός- μπορεί να αφυπνιστεί. Μάλιστα αυτός ο «τραυματισμός» πρέπει να είναι απρόβλεπτος, έξω από κάθε δική του εκτίμηση ή υπολογισμό για να μπορέσει να έρθει στα συγκαλά του, να ξυπνήσει από την ονειρική κατάσταση του μεγαλείου και να αισθανθεί τα όρια τόσο της φυσικής του δύναμης όσο και της ευφυΐας του.
Η γκραβούρα (χαρακτικό αντίτυπο) του τέρατος της Aποκαλύψεως Λεβιάθαν (το οποίο συμβολίζει την απόλυτη μοναρχία), όπως περιγράφεται στο ομώνυμο έργο του Χομπς

 η έξοδος από τη φυσική κατάσταση

Η βία που κυριαρχεί στη φυσική κατάσταση είναι αυτή που θα οδηγήσει στην έξοδο απ’ αυτήν. Όταν δύο αντίπαλοι καταληφθούν από τον φόβο που προκαλεί ο ένας στον άλλο, είναι έτοιμοι να μάθουν να ενώνονται υπό την απειλή αυτού που θα μπορούσε να τους χωρίσει : τον θάνατο.
Το κράτος είναι ένας μηχανισμός ο οποίος τίθεται κατόπιν συμφωνίας των συμβαλλομένων στην θέση του κινδύνου που ήταν μια απρόβλεπτη, μη μετρήσιμη και ατελεύτητη αγωνία. Η εξουσία του κράτους πηγάζει από το συμβόλαιο, το οποίο ο Χομπς περιγράφει με όρους εταιρίας, ως εξής : «Εξουσιοδοτώ αυτό το άτομο ή συνέλευση ατόμων και απεμπολώ το δικαίωμά μου να αυτοκυβερνώμαι υπό τον όρο ότι θα απεμπολήσεις και εσύ το ίδιο δικαίωμά σου και θα εξουσιοδοτήσεις τις πράξεις σου κατά τον ίδιο τρόπο» (Λεβιάθαν, Κεφ. XVII).
Ο Λεβιάθαν το σώμα αυτό που τεχνουργήθηκε ως συνεταιρισμός από τις βουλήσεις των υπηκόων, ενώ συγκεντρώνει όλη την εξουσία και τη δύναμη που του παραχωρήθηκε, το ίδιο βρίσκεται εκτός συμβολαίου. Και βρίσκεται εκτός συμβολαίου διότι ως μη φυσικό ον (ή αλλιώς ως ον άλλης τάξεως από αυτήν αυτών που το δημιούργησαν) δεν πάσχει από τα ανθρώπινα πάθη, αλλά συστάθηκε από τις καθαρές έλλογες και συγκεκριμένες αιτίες, ήτοι την αποτροπή του μέγιστου κακού που απειλεί την φυσική αυτοσυντήρηση. Αυτό που λαμβάνει είναι η αμοιβαία εκχώρηση του φυσικού δικαιώματος του κάθε ανθρώπου για κυριαρχία επί κάθε άλλου.
Έτσι, καθώς δεν πάσχει και βρίσκεται εκτός συμβολαίου, ως τεχνούργημα, καθίσταται η μόνη πηγή του Νόμου, ένας επίγειος θεός με απόλυτη εξουσία. Υπακούει στον φυσικό νόμο που είναι η διατήρηση της ζωής και σε πολιτικό επίπεδο η διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης απαρέγκλιτα, είναι η πηγή του δικαίου και κάθε δικαιώματος που απολαμβάνουν οι υπήκοοι.
Στη θέση του κράτους μπορεί να βρίσκεται και μια ομάδα εξουσιοδοτημένων ατόμων αν και ο Hobbes δείχνει να προτιμά την μοναρχία. Η υποταγή στο νόμο είναι άνευ όρων, η πράξη δεν κρίνεται από τη ηθικότητα της αλλά από την συμμόρφωση (βλ. σύμπτωση) του σκοπού με το νόμο. Διαφοροποιήσεις των υπηκόων, δηλαδή άλλες ηθικές ποιότητες, ατομικές ιεραρχήσεις, ιδεολογίες κλπ. στο δημόσιο - πολιτικό βίο, δεν γίνονται αποδεκτές και περιορίζονται στον ιδιωτικό χώρο.    Εντός του ορίου του κράτους δεν αναγνωρίζεται άλλη πηγή εξουσίας (π.χ. Εκκλησία) και εκ του συμβολαίου παραχωρείται  μόνο ένα δικαίωμα αντίστασης στην περίπτωση που ο ηγεμόνας αποδειχθεί ανίκανος να εφαρμόσει το φυσικό δίκαιο.
Ο Νόμος στην μοντέρνα εκδοχή που εισηγείται ο Hobbes έχει πλέον πάρει τον νομικίστικο προσανατολισμό που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και το αξιοθαύμαστο και πολυδαίδαλο νομικό τους σύστημα και θα αποτελέσει τη βάση της ηθικής συνείδησης, την ραχοκοκαλιά των σχέσεων και του συγχρωτισμού των πολιτισμένων ανθρώπων.

η φιλοσοφία του Hobbes 

και η αρχαία πολιτική σκέψη

 

Ο Hobbes στην διάρκεια των φιλοσοφικών του εργασιών σταδιακά απομακρύνθηκε από τον Αριστοτέλη και πλησίασε τις πολιτικές αντιλήψεις του Πλάτωνα κυρίως όσον αφορά την καθολικότητα της ισχύος της νομοθεσίας επί των πολιτών. Διατηρεί όμως πολλές και ευδιάκριτες διαφορές.
Μια από τις αιτίες είναι η αριστοτελική αντίληψη για την ανωτερότητα του θεωρητικού βίου έναντι του πολιτικού, και κατ’ επέκταση για την πηγή των υψηλότερων αρετών που προκύπτουν για έναν άνδρα (βλ. άνθρωπο). Η φιλοσοφική σκέψη του Αριστοτέλη στην ανάπτυξή της αναγνωρίζει ένα χώρο αυτονόμησης του φιλοσόφου από τις μέριμνες της πολιτικής, στο οποίο μπορεί να καλλιεργήσει αρετές της ιδιωτικής ζωής. Στο πλατωνικό σύστημα ο/οι φιλόσοφος/οι βασιλιάς/λείς, είναι όσοι με την ικανότητα της διαλεκτικής επιστήμης και την χρήση του ορθού λόγου παραμένουν εντός της πολιτείας και εξασφαλίζουν τελικά  διά της δικαιοσύνης την σωτηρία του σώματος της πολιτείας 
Ασφαλώς όμως η πλατωνική πολιτική σκέψη θέτει στο κέντρο του προβληματισμού της το ερώτημα περί του ιδεατού προτύπου, της αρετής, της φύσεως της καθώς και του ή των τρόπων μετάδοσης  της προκειμένου ο άνθρωπος – πολίτης να μετάσχει σ’ αυτήν γινόμενος «καλός καγαθός» δηλαδή ενάρετος πολίτης. Τα ερωτήματα αυτά αναγνωρίζονται ως πρωθύστερα και η πρόκληση για την φιλοσοφία είναι να δώσει πειστικές και έλλογες απαντήσεις που θα οδηγήσουν στην ευνομούμενη πολιτεία.    

Ο Hobbes, όπως είπαμε και παραπάνω, εφαρμόζει την  μέθοδο που  εμπνέεται από την ευκλείδεια γεωμετρία και την γαλιλαϊκή μηχανιστική φυσική.
Το προς μελέτη αντικείμενο (κράτος) αναλύεται στα συστατικά του μέρη προκειμένου να έρθουν στο φως οι λόγοι των μερών του. Κατόπιν αφού αυτά φωτιστούν επαρκώς το σώμα μπορεί να συσταθεί εκ νέου με βάση μια απόφαση - σύμβαση και αφού έχουν αποκλειστεί όλες οι αιτίες που προκαλούν την σύγκρουση, τον πόλεμο, την διάσπαση και εν τέλει τον θάνατο.
Έχει αξία να δούμε πώς στην πράξη ο Hobbes περιγράφει μεταφορικά το σώμα του Λεβιάθαν  ως μια μηχανή σε λειτουργία :
«Η κυριαρχία είναι η ψυχή που δίνει ζωή στην ολότητα του σώματος, το χρήμα είναι το αίμα του, ο πλούτος η δύναμή του, οι αποικίες τα παιδιά του. Οι άρχοντες και οι αξιωματούχοι αποτελούν τις αρθρώσεις του που επιτρέπουν στο σώμα να κινείται. Ο ανταμοιβές και οι τιμωρίες παίζουν το ρόλο των νεύρων. Οι σύμβουλοι εξασφαλίζουν τη μνήμη αυτού του μεγάλου οργανισμού. Η σωτηρία του έγκειται στην εργασία που πρέπει να διεκπεραιώσει. Οι νόμοι για το κράτος είναι ό,τι η βούληση για το άτομο. Η ειρήνη, η στάση και ο εμφύλιος πόλεμος είναι ότι η υγεία, η ασθένεια και ο θάνατος για το σώμα».
Η ψυχή που στην πλατωνική φιλοσοφία είναι η αθάνατη πλευρά του ανθρώπου και ωθείται από την μέθεξη προς το Αγαθό, στον Hobbes η  ψυχή   είναι και πάλι  κεντρικής σημασίας για το τεχνητό σώμα αλλά ταυτίζεται με την κυριαρχία. Το κέντρο της πολιτείας μετατοπίζεται από την έλλογη δραστηριότητα είτε αυτή είναι η ρητορική πειθώ είτε η διδασκαλία που θα μπορούσε να ενέχει ένα παιχνίδι αναζήτησης, μια διακινδύνευση αλλά και μια εμπιστοσύνη στον ορθό λόγο, στην θετικότητα που μπορεί να προσφέρει η κυριαρχία ως εκδηλωμένη και αδιαπραγμάτευτη βούληση.
Η ρήξη της μοντέρνας πολιτικής  με τον κλασικό ορθολογισμό χαρακτηρίζεται κάπως έτσι : Οι Έλληνες πίστευαν στην αναγκαιότητα της σπουδής για τον συντονισμό και την εναρμόνιση των κοινωνικών απόψεων με το πνεύμα και το τόνο ενός καθορισμένου και θεμελιώδη νόμου.
Η σύγχρονη πίστη προβάλλει στο κρατικό σχηματισμό τις επιμέρους θελήσεις των μεμονωμένων ατόμων.
Κι ενώ ο Πλάτωνας αναγνωρίζει την προτέρα αξία του κοινού λόγου των ανθρώπων και στην ουσία δεν επιθυμεί να διδάξει τίποτα καινούργιο παρά να βοηθήσει στο να ανακληθεί και να κατανοηθεί η κοινή υπάρχουσα μνήμη η οποία εμφαίνεται στην αρθρωμένη ομιλία – συνομιλία των διαλεγομένων, ο Ηobbes θεωρεί εξ αρχής προβληματική αυτή τη σύλληψη και επιμένει να ορίζει τον άνθρωπο όχι ως κάτοχο του λόγου αλλά ως κάτοχο της βούλησης.
Η πολιτική σταδιακά θα αποσπαστεί από τη φιλοσοφική της βάση και θα μπει στο δρόμο της κοινωνιολογικής μελέτης των υποκειμένων που λίγο πολύ αυθαίρετα διατυπώνουν τις βουλήσεις και τις εκτιμήσεις τους για την ζωή, την κοινωνία και την σκοποθεσία του κοινώς ζην και ανταγωνίζονται για το αγαθό της κυριαρχίας, το οποίο πλέον πράγματι ταυτίζεται με την ψυχή του σύγχρονου ανθρώπου.
Απολήξεις αυτής της προμηθεϊκής φιγούρας θα βρούμε στον δέκατο ένατο αιώνα στο Κράτος που περιγράφεται ως εκδοχή του Απολύτου από τον Χέγκελ και στον Υπεράνθρωπο που ανακηρύσσει τον θάνατο του Θεού στον Νίτσε. 
Ο κόσμος που περιγράφει ο Hobbes είναι ένας σκοτεινός κόσμος ιδιωτών,   ο άκαμπτος κόσμος της μονότονης εργασίας, της αδιαφοροποίητης ομοιογένειας, του ελέγχου και της αδιαφορίας. Ο δυνητικός δολοφόνος του καθενός ίσως δεν καιροφυλακτεί για να καταφέρει το θανατηφόρο πλήγμα με τη λάμα ενός μαχαιριού, μπορεί όμως να πάρει τη μορφή του ακαριαίου θανάτου μιας επιχείρησης εξαιτίας μιας χρηματιστηριακής επιλογής, μπορεί να είναι ο ανταγωνιστής που εποφθαλμιά για την ίδια θέση στην ιεραρχία στελέχωσης μιας εταιρίας ή ακόμα και ο γείτονας που πρόλαβε την θέση του πάρκινγκ έξω από το σπίτι μας.
Ας μην παρασυρόμαστε λοιπόν από το αυταρχικό πρότυπο που προβάλλεται μέσα από στον Λεβιάθαν.  Στην ουσία αποτελεί ένα προανάκρουσμα για την έκλυση των τεράστιων δυνάμεων της βούλησης του νέου ανθρωπολογικού υποκειμένου του αστού και του φορέα του, της αστικής τάξης που ερχόταν στο πολιτικό και οικονομικό προσκήνιο και η οποία έμελλε να αλλάξει ριζικά τόσο την αντίληψη της ανθρωπότητας για τον κόσμο όσο και την όψη του πλανήτη.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός