Με ρωτάς πότε δεν χρειάζονται συστάσεις.
Θα σου πω όπως εγώ το καταλαβαίνω.
Όταν συναντιούνται δύο άνθρωποι που κι οι δύο έχουν κάνει μια τεράστια βουτιά
- ο καθένας τη δική του -
απ' αυτές που σου σπάνε τα μούτρα,
που κάνουν τ' αυτιά σου να βουίζουν,
μέσα στην πραγματική πραγματικότητα της ζωής τους,
τότε αυτοί οι άνθρωποι,
αν κάποτε μπορέσουν ν'αναδυθούν από το βάθος
και βγάλουν απ' το νερό το κεφάλι τους λίγο πριν τους κοπεί η ανάσα,
τότε οι άνθρωποι αυτοί
αποκτούν το χάρισμα
-ας πούμε κάτι σαν βραβείο,
για το θάρρος τους να πέσουν από τόσο ψηλά,
δίχως προτέρα γνώση και δίχως προστασία -
να φέρουν μαζί τους μια φούχτα από την άπιαστη άμμο του βυθού.
Η άμμος αυτή είναι τόσο ψιλό κι επίζηλο πράγμα που καθώς ρέει από τα χέρια τους
εισχωρεί παντού,
στα λόγια που λένε και τα πιο απλά,
στο βλέμμα που ρίχνουν το πρωί ακόμα κι όταν νυστάζουν
στη σιωπή τους όταν διστάζουν
στους πόρους του δέρματός τους,
έως και την άκρη των τριχών των μαλλιών τους
εισχωρεί αυτή η άμμος
της πραγματικής πραγματικότητας
που πλέον δεν μπορούν να λένε ή να είναι
κάτι άλλο από το πραγματικό.
Τι συστάσεις να ζητήσεις από τρίτους την πραγματικότητα για να μάθεις;
Τι πληροφορίες να μαζέψεις από την αγορά τριγύρω;
Τι χρεία έχεις αδιάφορων παραθεριστών που απ' την ακτή κοιτάζουν;
Όταν έχεις κάνει τη μεγάλη βουτιά, αναγνωρίζεται το πράγμα.
Ξέρεις να κρατιέσαι από την ανάσα σου που τελειώνει.
Ξέρεις να εμπιστεύεσαι την άνωση.
Ξέρεις την απειρότητα της άμμου.
Ελένη μου, καταπληκτικό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστώωωωω!