Χρειάζεσαι ένα πανί
λευκό, γερό, τετράγωνο
σεντόνι απλωμένο
με τέσσερις άκρες καθαρές
χρειάζεται να έχεις μετανιώσει
που βρέθηκες εδώ,
να σκέφτεσαι να φύγεις
να μέτρησες καλά όλες τις αποστάσεις
κρεβάτι, κομοδίνο, κουζίνα, διάδρομος, έξοδος
σύνολο πενήντα χρόνια
μπορεί και δύο μοναχά.
Χρειάζεται να μάζεψες
όσα χωρούν
όσα μπορούν
όσα είδες
ένα νησί, μια κορφή,
ένα σπασμένο χέρι,
μια κούκλα που έχασε τα μάτια της
ένα αστέρι που ξέμεινε από κάποιο έλατο στολισμένο
λόγια μωρού, ρούχα παλιά και μπούκλες.
Χρειάζεται να' σαι σκιά
ενώ θα’πρεπε να γεννηθείς δελφίνι
να μπερδεύεσαι στα δωμάτια
να κουτουλάς στα έπιπλα
να μπλέκεσαι στις γωνίες.
Κι όταν ακούσεις τη θάλασσα να κτυπάει
από τα γόνατα έως το μάγουλό σου
μην κλείσεις τ’ αυτιά σου
τότε χρειάζεται ν' απλώσεις τα χέρια σου
που δεν ταξίδεψαν
που δεν έφυγαν ποτέ
Ακούνε όμως τα τραίνα
κι όλους τους μάταιους σταθμούς
που τίποτα δεν περίμεναν
όσο μακριά κι αν πήγαν,
που ήξεραν πως εδώ θα έψαχναν
εδώ θα έσκαβαν
κι έτσι σκάβοντας, βαθαίνοντας
και κλαίγοντας,
ουρλιάζοντας και αγαπώντας
απλώθηκαν τα σοφά χέρια σου
Μόνη αλήθεια ο πόνος σου στο σώμα, στη ψυχή σου
τεράστιος μπόγος έγινε
Τότε σφίξε και δέσε γερά
τις τέσσερις ολόλευκες άκρες.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου