Θυμότανε.... Αν είσαι καπνιστής καταλαβαίνεις πότε θυμάται ο άλλος.
Κάθε τόσο έβγαινε έξω στο μπαλκόνι, άναβε τσιγάρο και κοίταζε από ψηλά την ωραία θέα της πόλης και το λιμάνι της Σούδας.
Τα καλοκαίρια, νέα παιδιά τότε στις παραλίες του νότου, ερωτευμένα κορμιά και ψυχές γαλανές και τα μαλλιά τους σγουρά στολισμένα με άμμο.
Τους χειμώνες στη πόλη, σε πορείες κι αγώνες, συζητήσεις ατέλειωτες, βιβλία, τσικουδιά, μπουζουκάκι στα στέκια. Παρέες γνώριμες, ζευγάρια που έσμιγαν και χωρίζανε, κι ο κόσμος παρέμενε ίδιος δεν έλεγε ν' αλλάξει...
Με τα χρόνια κάποιοι έφυγαν σε άλλες πόλεις, άλλοι παντρεύτηκαν, μερικοί πήγανε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά, διδακτορικά και καριέρες, κάμποσοι σταδιοδρόμησαν σε δημόσια αξιώματα και ελάχιστοι εκλεκτοί απολιθώθηκαν πρόωρα, αγέραστοι νεκροί κι αδιάφοροι στα σημάδια του μέλλοντος...
Την συναντούσα κάθε λίγο στο μπαλκόνι με τα αποτσίγαρα και τους χυμένους καφέδες.
Σε θάλαμο τετράκλινο με μικροαστές και χωριάτισσες, νοικιασμένες τηλεοράσεις να παίζουν τα απογευματινά σήριαλ, συναγωνισμός σε αρρώστιες, οικογενειακές θυσίες και δράματα, κι αν τους έλεγε "Γκράμσι" θα νόμιζαν ότι μιλάει για ιταλική μάρκα ακριβών γυναικείων τσαντών.
Έτσι κι αυτή έπαιρνε τον στατήρα του ορού κι έβγαινε στο μπαλκόνι... μονάχη της.. επισκέπτες δεν είδα να έρχονται... κάπνιζε, τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά, σαγιονάρες απλές και μπιτζαμες φθαρμένες...τα Χανιά την άνοιξη εξακολουθούν να είναι πανέμορφα όπως τότε... πού πήγανε τόσοι άνθρωποι; πού πήγαν οι φίλοι;
Την γνώρισα από τα σγουρά της μαλλιά, αν και ήτανε πια γκρίζα...
Και μετά το πρόσωπο πλαδαρό και το αδύνατο σώμα της...
Δεν ξέρω αν αλλάζει ή παραμένει ίδιος ο κόσμος....
- Να πάρω τον αναπτήρα σας; με ρώτησε...
Δεν ξέρω αν της θύμησα κι εγώ κατι.
Κάθε τόσο έβγαινε έξω στο μπαλκόνι, άναβε τσιγάρο και κοίταζε από ψηλά την ωραία θέα της πόλης και το λιμάνι της Σούδας.
Τα καλοκαίρια, νέα παιδιά τότε στις παραλίες του νότου, ερωτευμένα κορμιά και ψυχές γαλανές και τα μαλλιά τους σγουρά στολισμένα με άμμο.
Τους χειμώνες στη πόλη, σε πορείες κι αγώνες, συζητήσεις ατέλειωτες, βιβλία, τσικουδιά, μπουζουκάκι στα στέκια. Παρέες γνώριμες, ζευγάρια που έσμιγαν και χωρίζανε, κι ο κόσμος παρέμενε ίδιος δεν έλεγε ν' αλλάξει...
Με τα χρόνια κάποιοι έφυγαν σε άλλες πόλεις, άλλοι παντρεύτηκαν, μερικοί πήγανε στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά, διδακτορικά και καριέρες, κάμποσοι σταδιοδρόμησαν σε δημόσια αξιώματα και ελάχιστοι εκλεκτοί απολιθώθηκαν πρόωρα, αγέραστοι νεκροί κι αδιάφοροι στα σημάδια του μέλλοντος...
Την συναντούσα κάθε λίγο στο μπαλκόνι με τα αποτσίγαρα και τους χυμένους καφέδες.
Σε θάλαμο τετράκλινο με μικροαστές και χωριάτισσες, νοικιασμένες τηλεοράσεις να παίζουν τα απογευματινά σήριαλ, συναγωνισμός σε αρρώστιες, οικογενειακές θυσίες και δράματα, κι αν τους έλεγε "Γκράμσι" θα νόμιζαν ότι μιλάει για ιταλική μάρκα ακριβών γυναικείων τσαντών.
Έτσι κι αυτή έπαιρνε τον στατήρα του ορού κι έβγαινε στο μπαλκόνι... μονάχη της.. επισκέπτες δεν είδα να έρχονται... κάπνιζε, τα χέρια της έτρεμαν ελαφρά, σαγιονάρες απλές και μπιτζαμες φθαρμένες...τα Χανιά την άνοιξη εξακολουθούν να είναι πανέμορφα όπως τότε... πού πήγανε τόσοι άνθρωποι; πού πήγαν οι φίλοι;
Την γνώρισα από τα σγουρά της μαλλιά, αν και ήτανε πια γκρίζα...
Και μετά το πρόσωπο πλαδαρό και το αδύνατο σώμα της...
Δεν ξέρω αν αλλάζει ή παραμένει ίδιος ο κόσμος....
- Να πάρω τον αναπτήρα σας; με ρώτησε...
Δεν ξέρω αν της θύμησα κι εγώ κατι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου