Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_το κακό και η αυγουστείνια παράδοση: εκτενής περίληψη και προβληματισμοί (vi)

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ :

Κεφάλαιο πρώτο : Νεωτερικότητα και κακό



Κι είναι αυτήν, την μάχη των γιγάντων που οι παραμάνες μας προσπαθούν να κατευνάσουν με το νανούρισμά τους για τους ουρανούς.

Σίγκμουντ Φρόιντ



Το έργο του Φρόιντ Η δυσφορία μέσα στον  πολιτισμό (1930) είναι από τα ελάχιστα του 20ου αιώνα που επιχειρούν να καταπιαστούν με το φαινόμενο του κακού και μάλιστα με τον πλέον ριζικό τρόπο. Στα απόνερα του Α'Παγκσμίου Πολέμου, ο Φρόιντ μας ωθεί να αναγνωρίσουμε ότι πέρα από τις μυθολογικές παρηγόριες του πολιτισμού και των θρησκειών,  που μας νανουρίζουν, υπάρχει κάτι, σκοτεινό κι απροσπέλαστο στην ανθρώπινη ύπαρξη. Κι είναι αυτό που συνδέει τον άνθρωπο με τα υπόλοιπα πλάσματα και την φύση : η ενόρμηση του θανάτου.
Η ενόρμηση του θανάτου  μπορεί να εκδηλωθεί ευθέως ως επιθετικότητα (αρπαγή, φόνος, βια, διάσπαση, καταστροφή) αλλά και πλαγίως ως καταστολή (αδιαφορία, ματαίωση, λύπη, απάθεια, πνίξιμο),  κι είναι αυτές οι δυο ταυτόχρονες τάσεις που δημιουργούν μια κοχλάζουσα αναρχία στην ψυχή του ανθρώπου.



Η πραγματική μάχη όμως, που ο Φρόιντ αποκαλεί "μάχη γιγάντων", γίνεται με την ενόρμηση της ζωής (γέννηση, δημιουργία, φιλία, άνθιση) κι αυτό στο οποίο μας παροτρύνει είναι να αντικρίσουμε αυτή την  ψυχρή αντικειμενική και αποκαλυπτική  αλήθεια που διέπει τις ζωές μας, και να μην αποστρέφουμε το βλέμμα μας απ'αυτήν υπεκφεύγοντας στους ουράνιους τόπους των θρησκειών.
Ο Φρόιντ τελειώνει αυτό το έργο με την ελπίδα ότι αν το ανθρώπινο είδος αναγνωρίσει την δύναμη της αυτοκαταστροφικής μανίας του, ίσως ο αιώνιος Έρως (enternal Eros) βρει ένα σύμμαχο στην αιώνια μάχη του με τον επίσης αθάνατο αντίπαλό του, τον Θάνατο.  Αλλά, όπως στοχαστικά γράφει στο τέλος, "ποιός μπορεί να βεβαιώσει για την επιτυχία και το αποτέλεσμα;".

Η επιστημονική εντιμότητα του Φρόιντ δεν του επέτρεπε περιστροφές: η ελπίδα που έχουν οι άνθρωποι να υπερβούν την μοίρα του πολέμου και της καταστροφής, είναι  γλίσχρη.
Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο ο συγγραφέας θα επιχειρήσει να αναθερμάνει αυτήν την ελπίδα, εντοπίζοντας τι ήταν αυτό που έκανε εξαιρετικά δύσκολο για τον Φρόιντ (και για εμάς), να αναγνωρίσει τις πηγές της ελπίδας που έχουμε ανάγκη.
Για τον σκοπό αυτό και για να καταλάβουμε το γενικότερο κλίμα ανάμεσα στους διανοούμενους της εποχής και  τι πυροδότησε τον πεσιμιστικό στοχασμό του Φρόιντ για το κακό, θα πάμε πίσω στις αρχές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο αμερικανός συγγραφέας Χένρι Τζέιμς (Henry James, 1843-1916) γράφει σε μια
Ο Henry James το 1870
επιστολή σε έναν φίλο του, τον Αύγουστο του 1914,
Είμαι περισσότερο άρρωστος με αυτή την μαύρη και βδελυρή  τραγωδία,  παρά περίεργος, που έφτασα να το δω κι αυτό. Εσύ και γω, τα λαμπρά στολίδια της γενιάς μας, θα έπρεπε να έχουμε γλιτώσει την ερείπωση της πεποίθησής μας ότι είδαμε τον πολιτισμό να ανθίζει και το κακό να γίνεται αδύνατο.  Η παλίρροια που μας είχε συνεπάρει ήταν σαν αυτή του μεγάλου Νιαγάρα...ευτυχώς τότε δεν ξέραμε.  Μου φαίνεται σαν να έχουν γκρεμιστεί όλα, όλα όσα ήταν δικά μας, με τον πιο τρομερό και ξεθεμελιωτικό τρόπο... αλλά αποστρέφω το πρόσωπό μου από την τερατώδη σκηνή.
Ο Τζειμς περιγράφοντας την προσωπική κρίση που βίωνε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, εξαιτίας της βαρβαρότητας του πολέμου, που στοίχισε την ζωή σε δέκα εκατομμύρια ανθρώπους, σακάτεψε τριάντα έξι εκατομμύρια και σώριασε σε ερείπια την μισή Ευρώπη, μας δίνει το γενικότερο κλίμα της εποχής και την ματαίωση που αυτό σήμαινε για τις πεποιθήσεις της γενιάς του.

Ο Λέοναρντ και η Βιρτζίνια Γουλφ
Ο Βρετανός θεωρητικός και συγγραφέας,  Λέοναρντ Γουλφ (Leonard Woolf, 1880 - 1969) γράφει το 1967, σχεδόν πενήντα χρόνια μετα, αναφερόμενος στον Α' ΠΠ :
Είχαν καταστραφεί, νομίζω, οι βάσεις του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.... το 1914 στο φόντο της ζωής και του μυαλού ενός ανθρώπου, υπήρχε φως και ελπίδα' ως το 1918 είχε ασυνείδητα αποδεχθεί την διαρκή δημόσια απειλή και το σκοτάδι,  και μες την ιδιωτικότητα του μυαλού και της ψυχής του είχε εισχωρήσει μια σιδηρά φαταλιστική συναίνεση στην ανασφάλεια και τον βαρβαρισμό.
Ο Γουλφ περιγράφει την όψη του κόσμου που αντίκρισαν οι άνθρωποι όταν αυτός ο εφιάλτης τελείωσε.  Ήταν ένας άλλος κόσμος!
Όμως τι ακριβώς είχε αλλάξει;
Συνεχίζει ο ίδιος :
[Στο νέο αυτό κόσμο] οι ανθρώπινες υπάρξεις δεν υπολογίζονταν ως ατομικότητες αλλά ως πιόνια ή μαριονέτες μέσα σε μια διαρκώς αυξανόμενη αποσιώπηση των φόβων τους ή ικανοποίηση του μίσους τους.
Βρισκόμαστε μόλις στην αρχή....
Η σφοδρότητα του πρώτου πολέμου ωθεί τους ανθρώπους να υιοθετήσουν μια διακριτή θέση μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του καιρού τους.  Η θέση αυτή για άλλους θα σημάνει την παθητικότητα και την παράδοση στην δύναμη του κακού που εξηγεί την ευκολία της ανόδου του Χίτλερ,  λίγα χρόνια μετά, και την αδιαφορία των ευρωπαϊκών δημοκρατιών στις φρικαλεότητες του ναζισμού και για άλλους θα σημάνει  την δίχως φραγμό ετοιμότητα να τις διαπράξουν.
Ας θυμηθούμε εδώ τους δυο τρόπους εκδήλωσης της ενόρμησης του θανάτου που είδαμε παραπάνω.



Όλος ο 20ος αιώνας υπήρξε το θέατρο μιας σειράς φρικαλεοτήτων και γενεοκτονιών  που η φαντασία μας αδυνατεί να συλλάβει και η γλώσσα δεν έχει τις δυνάμεις που απαιτούνται για να περιγράψει τον τρόμο του κόσμου μας.
Ο 20ος αιώνας μας άφησε με μια σειρά μεγάλων κι αναπάντητων ερωτημάτων:
Ποιά θα μπορούσε να είναι μια επαρκής αντίληψη για τον κόσμο μας και πώς μια τέτοια αντίληψη αναγνωρίζει το κακό; Ποιά είναι η φύση και η πηγή του κακού; Πώς μπορούμε ή θα έπρεπε να μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε; Υπάρχει αυτό το πράγμα που λέμε κακό ή μήπως θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το σχετικό λεξιλόγιο ως επικίνδυνο, ικανό να δαιμονοποιήσει τους άλλους κι έτσι να στραφούμε πιο εύκολα εναντίον τους;
Θα περίμενε κανείς ότι μετά την τραυματική εμπειρία του αιώνα που πέρασε, τα ερωτήματα αυτά θα  βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή του προβληματισμού των διανοούμενων, των πολιτικών και κάθε κοινωνίας, και να πιστεύει,  όπως η Άρεντ,  σε ένα δοκίμιό της που δημοσιεύτηκε αμέσως μετά τον 2ο ΠΠ, ότι "το πρόβλημα του κακού θα αποτελέσει το κεντρικό πρόβλημα για όλη την μεταπολεμική διανόηση". Αντ' αυτού, οι περισσότεροι άνθρωποι ακολούθησαν την συμβουλή του Χένρυ Τζέιμς κι απέστρεψαν το πρόσωπό τους από την "τερατώδη σκηνή".

Ασφαλώς το να διατυπώσουμε την απόφανση ότι η νεωτερικότητα απέτυχε να αντιμετωπίσει την πρόκληση του κακού, δεν λέει επί της ουσίας τίποτα. Το μόνο που προσφέρει είναι η κατηγοριακή γενίκευση που συσκοτίζει την περιπλοκότητα και την αντιφατικότητα του κόσμου που έκαστοτε βρισκόμαστε να ζούμε. Ούτε το να ενοχοποιήσουμε  την πίστη της νεωτερικότητας  στην τεχνολογική πρόοδο και την δυσπιστία της στην αμαρτία, μπορεί να μας προσφέρει κάποια ελπιδοφόρα διέξοδο.
Αντίθετα, πρέπει να δούμε ότι αυτή η πίστη της νεωτερικότητας στην διαρκή πρόοδο μας λέει πολύ περισσότερα πέραν της προόδου.
Κυρίως μας δείχνει την βαθιά απελπισία του σύγχρονου κόσμου η οποία οφείλει να μείνει καλά κρυμμένη, να απωθηθεί ο τρόμος που δικαιολογημένα νιώθουμε βλέποντας το παρελθόν της ιστορίας μας, αλλά και το τραγικό παρόν της.
Η πίστη στο ότι μπορούμε με κάποιους τρόπους συνεχώς να βελτιστοποιούμε τον  άνθρωπο και να βελτιώνουμε την ανθρώπινη ζωή,  μας χαρίζει μια ουτοπική ματιά στο μέλλον ικανή για δυο πράγματα :
Πρώτο, να μας υπνωτίσει λειτουργώντας σαν το "βρεφικό νανούρισμα της παραμάνας" του Φρόιντ,  στερώντας μας την πραγματικότητα του κόσμου στον οποίο ζούμε, πραγματικότητα ορίων της ύλης κατ'αρχάς, και εμπλοκής μας στο κακό εν υπνώσει. Ας αναλογιστούμε ότι τα μεγαλύτερα εγκλήματα έγιναν -όχι μόνο στο μεγα-θέατρο της ιστορίας, αλλά και στην ιδιωτική μικρο-κλίμακα της οικογενειακής εστίας- στο όνομα ενός μέλλοντος το οποίο θα ήταν οπωσδήποτε καλύτερο του παρόντος! Ο παροντικός πόνος και η απόγνωση μπορούσαν να περιμένουν....
Δεύτερο, να διαφυλάξει απαραβίαστο το θεμέλιο του υποκειμενισμού της νεωτερικότητας. Εμείς,  οι μοντέρνοι και μετα-μοντέρνοι άνθρωποι δεν πιστεύουμε στις προκλήσεις του κακού (μάλλον ούτε τις αντιλαμβανόμαστε, η δε πραγματικότητά τους δεν είναι μεγαλύτερη από τις σκηνές μιας κινηματογραφικής ταινίας ) διότι δεν πιστεύουμε στην αμαρτία, δηλαδή στην πολύ ισχυρή πιθανότητα να αστοχήσουμε ως προς τις εκτιμήσεις μας, τους στόχους, ακόμα και σε αυτήν την διατύπωση της βούλησής μας, και δεν πιστεύουμε στην αμαρτία διότι δεν έχουμε ελπίδα σε κάτι πέρα από την υποκειμενικότητά μας, και δεν έχουμε ελπίδα διότι είμαστε αυτό που εμείς φτιάχνουμε κάθε φορά.

Πολύ μακράν της αυτοσυνείδησης, η τυφλή πίστη στην εαυτότητα του υποκειμενισμού, στις δυνάμεις του υποκειμένου που εκδηλώνεται ως διαρκής πρόοδος ή ανάπυξη (progressive),  είναι η απάντηση του σύγχρονου ανθρώπου στην ερριμενότητά του στον κόσμο, στην εγκατάλειψή του σε ένα σιωπηλό και αχανές σύμπαν... στην θεο-εγκατάλειψή του.

Ακόμα μια καλή παρατήρηση:
Το α' πληθυντικό πρόσωπο "εμείς" (we) που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, αναφέρεται βεβαίως στις απόψεις που μοιράζεται μ' έναν κύκλο ακαδημαϊκών των αγγλόφωνων πανεπιστημίων, πέραν όμως αυτού του κύκλου, το "εμείς" σημαίνει και θέλει να καλέσει κάθε σκεπτόμενο δυτικό άνθρωπο, με τον οποίο μπορεί να μοιράζεται κάποιες κοινές πεποιθήσεις, αλλά και κάθε άνθρωπο που καταλαβαίνει τον εαυτό του ως χριστιανό και που θεωρεί ότι έχει απαντήσει στις προκλήσεις του κακού αν κι αστόχαστα συνεχώς αποδεικνύει το αντίθετο. Ας δεχθούμε λοιπόν ότι το "εμείς" εκφράζει και σκανδαλίζει την κατάστασή "μας'.



Στο επόμενο :
- Πρώτο Κεφάλαιο : Το κακό






(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί συνέχεια της ομώνυμης θεματικής, βασίζεται στο βιβλίο του Ch. Mathewes, Evil and the augustinian tradition, ed. Cambridge University Press, 2001 και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης το διαβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Φιλοσοφικές Μελέτες) 







Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός