ΕΙΣΑΓΩΓΗ : Εντοπίζοντας τις διαφωνίες
Η αυγουστείνια παράδοση : προοπτικές και προβλήματα
Αν έτσι έχουν τα πράγματα όσον αφορά τον τρόπο που η νεωτερικότητα αντιλήφθηκε το πρόβλημα του κακού, όπως σε γενικές γραμμές περιγράψαμε στο προηγούμενο σημείωμα (7/4), θα πρέπει τώρα να δικαιολογηθεί η απόφαση του συγγραφέα να επιστρέψει σε μια πολύ απομακρυσμένη από τη νεωτερικότητα παρελθοντική κατανόηση του κακού, όπως αυτή του Αυγουστίνου που έζησε τον 4ο αιώνα, στα τέλη του αρχαίου κόσμου.
.
Πράγματι, οι περισσότεροι σύγχρονοι στοχαστές αναφέρονται στον Αυγουστίνο κυρίως για να διαχωρίσουν τους εαυτούς τους από την αυγουστείνια κληρονομιά. Και τούτο για ενδιαφέροντες διαφορετικούς λόγους : μερικοί θεωρούν ότι η αυγουστείνια προσέγγιση του κακού ως στέρηση ή έλλειμμα, είναι πολύ αισθητοποιημένη, πολύ εξευμενιστική τόσο που να καλλιεργεί έναν αδικαιολόγητο, κατά την γνώμη τους, οπτιμισμό' την ίδια στιγμή που άλλοι θεωρούν ότι η αυγουστείνια προσέγγιση της αμαρτίας ως στρέβλωση ή διαστροφή, είναι πολύ αυστηρή, καταδικαστική και πεσιμιστική. Στην ίδια αντιθετική πρόσληψη της αυγουστείνιας κληρονομιάς κινούνται και όσοι βλέπουν σε αυτήν μια νομιμοποίηση της βίας κατέναντι των "αντιπάλων" οι οποίοι δαιμονοποιούνται ή αντιθέτως την προπαγάνδα της παθητικοποίησης στις επιθέσεις των άλλων (κυρίως των ισχυρών)' κάποιοι θεωρούν τον Αυγουστίνο αλλόκοσμο, την ίδια στιγμή που άλλοι τον θεωρούν πολύ εγκόσμιο. Αυτό στο οποίο φαινεται να συμφωνούν όλοι είναι ότι για να ελπίσουμε σε μια πρόοδο της κατανόησής μας για το κακό, θα πρέπει να απομακρυνθούμε απο κάθε αυγουστείνια αντήχηση στον σύγχρονο κόσμο.
Παρόλα αυτά κι ανεξάρτητα από το πρόγραμμα που θα ακολουθήσει κανείς, αυτό που πρέπει να καταδειχθεί είναι, ότι ακόμα και στον αιώνα της απομυθοποίησης των μεγάλων κοινωνικών οραμάτων, δηλάδη στις μέρες μας που μετρούμε στον 20ο, υπάρχουν εν ενεργεία επιρροές της αυγουστείνιας κληρονομιάς στην σκέψη κορυφαίων δυτικών διανοητών, που απασχολήθηκαν το πρόβλημα του κακού, όπως ο Ρ. Νιμπούρ και η Χ. Άρεντ.
Η επιμονή της επιρροής αυτής δέχεται εκατέρωθεν κριτικές, τόσο από τους μοντερνιστές που θεωρούν ξεπερασμένη την αυγουστείνια σκέψη όσο και από τους αντι-μοντερνιστές που θεωρούν τους μοντέρνους στοχαστές, όπως ο Νιμπούρ και η Άρεντ, αποτυχημένους στις διαπιστώσεις τους.
Οι σύγχρονες αυτές προκαταλήψεις εναντίον της παράδοσης οφείλονται σε μεγάλο βαθμό σε παρανοήσεις της αυγουστείνιας σκέψης και κυρίως στον υπερτονισμό και την δραματοποίηση που ξεπηδούν από την πραγματικότητα του κακού και της αμαρτίας, αφήνοντας στο περιθώριο και στον μαρασμό την πιο σημαντική και θετική συνεισφορά του, που αναπτύσσεται περισσότερο στο μήνυμα της αγάπης ως δύναμη ελευθερίας, παρά στην απαισιοδοξία μιας αναπόδραστης για το ανθρώπινο γένος σκλαβιάς. Σε κάθε περίπτωση η πρόκληση να συναντήσουμε την αυγουστείνια παράδοση στην σκέψη των πνευματικών του απογόνων, αποτελεί έναν σταθμό στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε την ηθική και θρησκευτική μας κατάσταση.
Συνοπτικά, η αυγουστείνια παράδοση ερμηνεύει το πρόβλημα του κακού μέσα από δύο διακριτούς εννοιολογικούς μηχανισμούς: Οντολογικά, κατανοώντας το ως μια στέρηση της ύπαρξης και της αγαθότητας. Υπό αυτή την θεώρηση το κακό είναι περισσότερο μια απουσία της ύπαρξης, ένα μη-είναι, ένα οντολογικό ελάττωμα. Ανθρωπολογικά, με όρους επίδρασης του κακού στον άνθρωπο, απεικονίζεται ως διαστρέβλωση μιας προτέρας καλής ανθρώπινης φύσης (δημιουργημένη ως imago Dei), ένας αποπροσανατολισμός αυτού που ο άνθρωπος θα μπορούσε και οφείλει να γίνει.
Έχουμε λοιπόν το περίγραμμα εντός του οποίου κινείται η αυγουστείνια προβληματική για το κακό, οριζόμενο από την στέρηση και την στρέβλωση. Στις ευνόητες αντιρρήσεις ότι το έτσι οριζόμενο πλαίσιο είναι ένα αρχαικό απολίθωμα προ-νεωτερικών αντιλήψεων για τον άνθρωπο και τον κόσμο, ο συγγραφέας μας προτείνει να μην ενδώσουμε σε τέτοιες υπεραπλουστεύσεις. Και τούτο διότι έχουμε ενδείξεις ότι τόσο το έργο του Νιμπούρ, όπου προκρίνεται ένας κανονιστικός "χριστιανικός ρεαλισμός" , αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος της αυγουστείνιας σύλληψης της αμαρτίας ως στρέβλωσης, όσο και το έργο της Άρεντ για τον ολοκληρωτισμό και την "κοινοτυπία του κακού" πατάει πάνω στην μεταφυσική ενόραση του κακού ως στέρηση. Αν οι δυο αυτοί κορυφαίοι -στην θεματική αυτή- σύγχρονοι διανοητές φέρουν μέσα στην διανοητική, πνευματική τους σκευή, αυτές τις αυγουστείνιες προπαραδοχές, τούτο ασφαλώς δεν είναι τυχαίο.
Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι αυτή η αυγουστείνια επιρροή, στη σκέψη των δυο στοχαστών δεν είναι ευθεία (πώς θα μπορούσε άλλωστε;), αλλά διαπερνάται θεμελιωδώς από το πνεύμα του υποκειμενισμού που αναδείχθηκε στη νεωτερικότητα και είναι εντελώς ξένο στην ανόθευτη, αρχαία αυγουστείνια προβληματική.
Ο υποκειμενισμός επιστημολογικά θεμελιώνεται στην πιστη ότι ο άνθρωπος μέσα από την διανοητική του δραστηριότητα κατασκευάζει μόνος του τις σχεσιακές παραστάσεις του κόσμου, πίστη που φτάνει ως εμάς μέσα από μια φιλοσοφική παράδοση που εκκινεί από τον Καρτέσιο και ολοκληρώνεται στον Καντ και πρακτικά μέσα από την πίστη ότι ο άνθρωπος είναι σε θέση να ασκήσει την ελευθερη βούλησή του και να είναι ο κυριος φορέας και ο μόνος υπόλογος των πράξεών του.
Και στους δυο διανοητές, ο άνθρωπος συλλαμβάνεται ως το πρωταρχικώς πράττον υποκείμενο : στον Νιμπούρ "εν αρχή ην η ερώτηση" που απευθύνει ο άνθρωπος στον εαυτό του και στον Θεό, στην Άρεντ "εν αρχή ην η πράξη" μέσω της οποίας ο άνθρωπος εμφανίζεται στον κόσμο. Και στις δυο περιπτώσεις υπόκειται ο εαυτός.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι και οι δύο στοχαστές προσπαθούν να αποδράσουν από τα δόγματα του υποκειμενισμού. Ο μεν Νιμπούρ ασκώντας κριτική στον βολουνταρισμό που τον συνοδεύει, η δε Άρεντ τελώντας υπό την επιρροή των δασκάλων της, Χάιντεγκερ και Γιάσπερς, τοποθετεί τον εαυτό μέσα σε έναν περίκοσμο ο οποίος είναι ο ορίζοντάς του. Η απόδρασή τους αυτή όμως, είναι μερική και ατελής.
Το ότι δεν μπορούν να αποδράσουν από τον υποκειμενισμό της νεωτερικότητας υπονομεύει την ελπίδα μας να ανταποκριθούμε στις προκλήσεις του κακού. Στον Νιμπούρ αυτό εκδηλώνεται μέσα από την "φυσικοποίηση" του κακού, ως μια προϋπάρχουσα, αρχέγονη δύναμη την οποία συναντάμε στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τον κόσμο και που υποσκάπτει την πίστη μας στην αγαθότητα του Θεού και αδυνατίζει την πίστη γενικά, ενώ στην Άρεντ, είναι η ευπάθεια της πράξης μας ως εφήμερων όντων που υπονομεύει την βαθιά σχέση μας και την εμπλοκή μας στον κόσμο. Και οι δύο ορθώνουν αξεπέραστα εμπόδια στην ελπίδα μας για μια αποτελεσματική αντίσταση απέναντι στο κακό.
Η αποτυχία τους έγκειται στο ότι και οι δυο αγνοούν την διάσταση της αγαπητικής σχέσης μας με τον κόσμο. Ο Νιμπούρ θεωρώντας ότι ο άνθρωπος συναντά τον Θεό μέσα από την πρωταρχική απουσία του και η Αρεντ, ομοίως, θεωρώντας την αυτονομία της πράξης ανεξάρτητη από οποιαδήποτε κατεύθυνση ή στόχο, μια πράξη ex nihilo, που αδυνατεί να κατανοηθεί ως μια απόκριση αγάπης στην καταστατική συνθήκη του κόσμου.
Στα πλαίσια αυτά ο υποκειμενισμός συμπίπτει με την διάγνωση του Αυγουστίνου ως libido dominandi, η λαγνεία για κυριαρχία που είναι αφεαυτής η κυριαρχική λαγνεία.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν μπορούμε να πάμε πέραν αυτού του "διαγνωστικού" ορίου.
Η αυγουστείνια σκέψη, παραγνωρισμένη ως προς αυτό, μας προσφέρει μια εναλλακτική ανθρωπολογία : η ανθρώπινη πράξη κινεί εκ των προτέρων αναφερόμενη σχεσιακά προς τον κόσμο και τον Θεό. Το ανθρώπινο υποκείμενο παραμένει ενεργό και βεβαιωτικό, όχι ως προς την αυτονομία του (έναντι εξωτερικών ή εσωτερικών παραγόντων) αλλά γινόμενο λιγότερο υποκειμενιστικό, προς την δυνατότητά του να σχετίζεται.
Στο επόμενο : Συνοπτική αναφορά στα κεφάλαια του έργου και στα θέματα που το κάθε κεφάλαιο διαπραγματεύεται.
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί συνέχεια της ομώνυμης θεματικής, βασίζεται στο βιβλίο του Ch. Mathewes, Evil and the augustinian tradition, ed. Cambridge University Press, 2001 και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης το διαβασμα των προηγούμενων αναρτήσεων στην κατηγορία Φιλοσοφικές Μελέτες)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου