Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_μνήμη Χρήστου Τυρτιράκη



Όπως κάθε χωριό έχει τον τρελό του, έτσι κάθε πόλη έχει τους χαρακτηριστικούς τύπους της. Θα μπορούσαμε να τους πούμε "γελωτοποιούς" αλλά δεν είναι ένας καλός ορισμός για την περίπτωσή τους.
Οι τύποι αυτοί εμφανίζονται σταθερά σε όλες τις εποχές και πρέπει να υπάρχει μια μυστική αναλογία,  που είναι σταθερή αλλά και μεταβαλλόμενη.
Δεν ξέρω να σας πω ποιοι παράγοντες παίζουν ρόλο στην ρύθμισή της, αλλά πρέπει να είναι αντιστρόφως ανάλογη της σοβαροφάνειας και της υποληψιμότητας που επικρατούν στην περιοχή. Όσο περισσότερο σοβαροφάνεια και υποληψιμότητα υπάρχουν τόσο λιγότεροι είναι οι τύποι αυτοί.
Έτσι εξασφαλίζεται μια καλή αναλογία, στους 100. Γιατί αν υπήρχαν πάρα πολλοί, ας τους πούμε,  "γελωτοποιοί" σε έναν τόπο, όσοι και οι σοβαροφανείς, κανείς πλέον δεν θα γελούσε μαζί τους' κι αν ήταν ελάχιστοι, όσοι πράγματι είναι άξιοι σεβασμού, κάποιοι δεν θα είχαν ποτέ την ευκαιρία να γελάσουν.
Καταλήγω να πιστεύω ότι οι πόλεις σαν μεγάλοι οργανισμοί που είναι,  παράγουν από τα σπλάχνα τους έναν ικανό αριθμό ανθρώπων που είναι προορισμένοι να παίξουν τον ρόλο των μικρών και ακίνδυνων χλευαστών που είναι απαραίτητοι για να της θυμίζουν την αθωότητα  των ηλιθίων και το ρέμπελο των αδέσποτων ζώων, 
Τους κοροϊδεύει η πόλη εύκολα, τους κάνει χάζι μετά, τους πετάει ένα ξεροκόμματο κι εκείνοι το μαζεύουν με σοβαρότητα μεγάλη κάνοντας τεμενάδες ή το περιφρονούν με την ίδια ευκολία.... κι όλα αυτά κάνουν την πόλη πάλι να γελάει.
Φιγούρες ευδιάκριτες, φάτσες επίτηδες φτιαγμένες έτσι που να μην μπορείς με τίποτα να τις μπερδέψεις με κανέναν άλλο μες το πλήθος.
Τύποι αντισυμβατικοί, μεταιχμιακοί, επαίτες που διαβιούν οριακά στον δημόσιο βίο της πόλης, άλλοτε μιμούμενοι κι άλλοτε καταγγέλλοντας, μετασχηματίζοντας στο επίπεδο του γελοίου τα ήθη και τους κεκυρωμένους τρόπους της.
Ακατάταχτοι, μοναχικοί, αιχμηροί, παντελώς αθώοι και πασίγνωστοι... η διασημότητά τους δεν είναι φτιαχτή, είναι οργανική και η ύπαρξή τους χωνεύεται με την ιστορία της πόλης. 
Απομεινάρια ενός απόμακρου στο χρόνο και ξεπεσμένου  "φιλοσοφείν" του άστεως που περιφέρεται στα στέκια και στις πλατείες, χαιρετάει τους μαγαζάτορες στην αγορά, κάνει δουλειές του ποδαριού, τρέφεται και καθάρει μέσα από τον πικρό αυτο- χλευασμό του την ψυχοπαθολογία των ευυπόληπτων πολιτών και των σοβαρών με όραμα πολιτικών της πολιτείας.

Ένας απ'αυτούς, που έζησε στην πόλη των Χανίων,  πέθανε χθες και σήμερα Μ. Δευτέρα έγινε η κηδεία του.


Περισσότερα από τοπικό ιστολόγιο για τον Χρήστο Τυρτιράκη εδω


Σχόλια

  1. Η παράδοση της άσκησης κριτικής με όχημα μια μορφή σαλότητας(Κυνικοί,δια Χριστόν Σαλοί,προφήτες,σούφι,ασκητές στην Ινδία και αλλού)είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.Έχει ενδιαφέρον και η "διαβάθμιση σαλότητας" μεταξύ ακόμα και της ίδιας ομάδας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Καλησπέρα π.Κώστα.
    Ναι έτσι είναι. Η άσκηση κριτικής που αναφέρεις είναι κι αυτή μια εκδήλωση της διαφορετικότητας αυτών των ανθρώπων. Αυτό όμως που τους κάνει μια "κατηγορία" είναι, νομίζω, αυτή η ίδια η διαφορετικότητά τους. Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και διερεύνηση.
    Ευχαριστώ για την επίσκεψη και το σχόλιό σου.
    Καλή Μεγάλη Εβδομάδα!
    Ε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός