Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ', ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές --
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανοφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πείς πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ' όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις.
Ποίηση : Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1911)
Μουσική : Δήμος Μούτσης (Τετραλογία, 1975)
Ερμηνεία : Άλκηστις Πρωτοψάλτη.
Ένα Σχόλιο :
Και τι να ξερε αυτό το παιδί; Το '75 θα 'ταν κάπου 12 χρονών....
Τι μπορούσε να ξέρει από σχέδια της ζωής που βγήκαν όλα πλάνες; Τι να 'ξερε από αποχαιρετισμούς και τέτοια...
Και ποιός ήταν αυτός ο Αντώνιος; ο θεοεγκαταλελειμμένος Αντώνιος;
Αργότερα, πολλά χρόνια μετά, έμαθε πως, ναι ... οι θεοί εγκαταλείπουν τους ανθρώπους...
Οι Τρωαδίτισσες, η Εκάβη, η Ανδρομάχη, οι νύφες της, οι κόρες της κι εκείνη η αλλοπαρμένη η κόρη της η μάντισσα... είδανε, λέει,τους θεούς να τυλίγονται τους χιτώνες τους, να αποστρέφουν τα πρόσωπά τους από την πόλη και να φεύγουν... Τότε άρχισε ο μεγάλος θρήνος των γυναικών... γιατί ξέρανε πιά καλά ότι δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα που μπορεί να βρει τον άνθρωπο από το να τον εγκαταλείψει ο Θεός του.... η Τροία θα χανότανε.
Και η Αλεξάνδρεια, θα πει ο Καβάφης....
Και ό,τι αντιπροσωπεύουν οι ωραίες πόλεις με τα κάστρα τους, οι νωχελικές πόλεις της Ανατολής, που κείτονται στην αχνό του μύθου... στην αυγή της νιότης μας.
Ναι, ήταν κάπου 12 χρονών... κι άκουγε το "απολείπειν ο θεός Αντώνιον..." , δίχως να γνωρίζει.
Δίχως να γνωρίζει...
Κι όμως ήξερε ... ή μήπως μάντευε την εγκατάλειψη του Θεού που σίγουρα θα γινόταν;
Γιατί δεν υπάρχει πιο αβέβαιο πράγμα από την κατοχή του Θεού.
Την κατοχή του μέσα σε σχέδια ζωής, σε κάστρα και σε όνειρα... Όλα τούτα θα βγουν πλάνες.
Πλάνες... κι όμως μπρος σ' αυτές τις πλάνες του κρίνεται ο Αντώνιος.
Τις αγαπάει τις πλάνες του.... Τις χαιρετάει, όπως αρμόζει στις ωραίες νεκρικές σορούς που περνάνε κάτω απ' το παράθυρο, με συγκίνηση.
Μια τέτοια Πόλις!
Ο θίασος του Θεού, τα εξαίσια όργανα, οι μουσικές, η τελευταία απόλαυσις... αυτός ο εξαίσιος συντονισμός του εφήμερου και του αιώνιου, της αέναης περαστικής κίνησης....σε κανέναν δεν φανερώνονται ετούτα τα πράγματα, παρά μόνο στους Αντώνιους που ο θεός τους εγκατέλειψε...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου