Ποιά μάχη δινόταν ακόμα;
Τι πάλευε αδυσώπητα μέσα της;
Ποιός ήταν ο εχθρός;
Εγώ ήμουν μια ξένη.
Εκείνη ήταν, βέβαια, στο σπίτι της, εδώ θα πέθαινε...
Τα παιδιά της επέλεξαν να την κρατήσουν στο σπίτι που έζησε όλη την ζωή της και να μην καταφύγουν στην λύση κάποιου Ιδρύματος, κάποιου Οίκου Ευγηρίας. Έτσι ένοιωθαν ότι εκτελούσαν το χρέος τους. Και πράγματι το εκτελούσαν. Να πεθάνει στο σπίτι της....
Αυτή όμως είχε από χρόνια καταφύγει στο Ίδρυμα... γιατί αυτή ήταν η βαθύτερη ανάγκη της...
Εγώ ήμουν μια ξένη.
Εκτελούσα κι εγώ τα καθήκοντά μου. Γι΄αυτό εξάλλου με πλήρωναν εκείνοι που εκτελούσαν το χρέος τους. Κατάκοιτος ο άνθρωπος, όλη η λειτουργία του σώματός του στα χέρια μου, το μάσημα της τροφής, οι κοιλότητες του σώματος, τα κόκαλα, οι σάρκες, οι φουσκάλες, τα υγρά, τα περιττώματα, τα μαλλιά, τα νύχια, τα ούλα.... πολύ συγκεκριμένα πράγματα.
Πιο κοντά δεν γίνεται.
Κάθε φορά που εκτελούσα τα καθήκοντά μου, την ρωτούσα απλές μονολεκτικές ερωτήσεις : εντάξει; κρυώνεις; ζεσταίνεσαι; χόρτασες; τι θέλεις;
τι θέλεις;
Θέλεις κάτι;
Οι απαντήσεις ήταν νεύματα του κεφαλιού : ναι, όχι....
Ή μικρές λέξεις που ίσα φτάναν στα αυτιά μου, σαν μια φωνή ξεψυχισμένη που έβγαινε από βαθιά μέσα της χωρίς να κινηθούν τα χείλη.
-Θέλεις κάτι άλλο;
-Προστάτη...
Προστάτη.
Δεν το άκουγα για πρώτη φορά. Το έλεγε συχνά και πριν καταπέσει στο κρεβάτι.
Τώρα όμως μου φάνηκε ότι είχε μια εξαιρετική σημασία.
Η βαθύτερη ανάγκη που είπαμε....
Ποιός όμως κινδύνευε ;
Πόσα χρόνια;
Πόσα χρόνια διαρκούσε αυτή η πολιορκία;
Πάνω από ενεννήντα χρόνια πάλευε.
Ένα εξασθενημένο Εγώ... που πλέον δεν άντεχε να αμύνεται.
Γκρεμιζόταν ο Οίκος της.
Ως τελευταίο όπλο πέταξε απ' τις επάλξεις το μυαλό του. Δεν χρειαζόταν... Να μην δουλεύει το μυαλό, αρκεί να σωθεί η τειχοποιία...
Η άνοια είναι κάτι που προκαλούν οι άνθρωποι σαν έσχατη άμυνα....
Το μυαλό έπεσε κάτω και διαλύθηκε σε χίλια ασύνδετα κομματάκια.... μνήμες ξεσχίστηκαν, ονόματα διαμελίστηκαν, ολόκληρες επιφάνειες παρελθόντος έσκασαν στο χώμα και βούλιαξαν βαθιά... Λάσπωσε το μέρος απ' τον εγκεφαλικό πολτό.
Δεν είχε μείνει τίποτα.
Μια σκιά, ένα άθλιο εξασθενημένο Εγώ, που ποτέ δεν μπόρεσε να ανοίξει τις θύρες με ασφάλεια, να υποδεχθεί τον κόσμο, να γελάσει μαζί του, να κλάψει μαζί του, να αναστενάξει στον πόνο του, να οργιστεί στην οργή του, να χαρεί, να λυπηθεί, να μιλήσει, να φωνάξει την ηδονή του σώματος και την οδύνη της απόρριψης και της αποτυχίας. Να γίνει Ζωή....
Να μην είναι φρούριο. Να μην είναι Ίδρυμα.
Να βάλει τους φρουρούς να παίζουν στα ζάρια το νόημα της υπεράσπισης των τειχών...
Όταν όλα έχουν γίνει και περάσει κι όταν το σώμα, το υπάκουο σώμα, μόνο αυτό, ακόμα μπορεί να αμύνεται, εκτελώντας μηχανικά τις λειτουργίες του, τότε χρειάζεται να έχεις ζήσει την Ζωή σε βάθος για πεθάνεις στο σπίτι σου....
Στο Ίδρυμα ήταν από πάντα.
Αποκρουστικό στην μόνωση της τυφλότητάς του...
Κυριευμένο από την αγωνία της αργής εισβολής που δεν μπορεί να εμποδίσει.
Δεν με βλέπει...
Πιο κοντά δεν γίνεται...
Εμένα μια ξένη....
Κι αναζητά τον τελευταίο Προστάτη...
Ο Θάνατος σκαρφαλώνει στις επάλξεις.
Ακούω τα βράδια χαλίκια να κατρακυλούν στο βάραθρό του, βλέπω κάθε πρωί τις πατημασιές.
Τα ύστατα παιχνίδια της ύπαρξης παίζονται στο κρεβάτι....
Τι πάλευε αδυσώπητα μέσα της;
Ποιός ήταν ο εχθρός;
Εγώ ήμουν μια ξένη.
Εκείνη ήταν, βέβαια, στο σπίτι της, εδώ θα πέθαινε...
Τα παιδιά της επέλεξαν να την κρατήσουν στο σπίτι που έζησε όλη την ζωή της και να μην καταφύγουν στην λύση κάποιου Ιδρύματος, κάποιου Οίκου Ευγηρίας. Έτσι ένοιωθαν ότι εκτελούσαν το χρέος τους. Και πράγματι το εκτελούσαν. Να πεθάνει στο σπίτι της....
Αυτή όμως είχε από χρόνια καταφύγει στο Ίδρυμα... γιατί αυτή ήταν η βαθύτερη ανάγκη της...
Εγώ ήμουν μια ξένη.
Εκτελούσα κι εγώ τα καθήκοντά μου. Γι΄αυτό εξάλλου με πλήρωναν εκείνοι που εκτελούσαν το χρέος τους. Κατάκοιτος ο άνθρωπος, όλη η λειτουργία του σώματός του στα χέρια μου, το μάσημα της τροφής, οι κοιλότητες του σώματος, τα κόκαλα, οι σάρκες, οι φουσκάλες, τα υγρά, τα περιττώματα, τα μαλλιά, τα νύχια, τα ούλα.... πολύ συγκεκριμένα πράγματα.
Πιο κοντά δεν γίνεται.
Κάθε φορά που εκτελούσα τα καθήκοντά μου, την ρωτούσα απλές μονολεκτικές ερωτήσεις : εντάξει; κρυώνεις; ζεσταίνεσαι; χόρτασες; τι θέλεις;
τι θέλεις;
Θέλεις κάτι;
Οι απαντήσεις ήταν νεύματα του κεφαλιού : ναι, όχι....
Ή μικρές λέξεις που ίσα φτάναν στα αυτιά μου, σαν μια φωνή ξεψυχισμένη που έβγαινε από βαθιά μέσα της χωρίς να κινηθούν τα χείλη.
-Θέλεις κάτι άλλο;
-Προστάτη...
Προστάτη.
Δεν το άκουγα για πρώτη φορά. Το έλεγε συχνά και πριν καταπέσει στο κρεβάτι.
Τώρα όμως μου φάνηκε ότι είχε μια εξαιρετική σημασία.
Η βαθύτερη ανάγκη που είπαμε....
Ποιός όμως κινδύνευε ;
Πόσα χρόνια;
Πόσα χρόνια διαρκούσε αυτή η πολιορκία;
Πάνω από ενεννήντα χρόνια πάλευε.
Ένα εξασθενημένο Εγώ... που πλέον δεν άντεχε να αμύνεται.
Γκρεμιζόταν ο Οίκος της.
Ως τελευταίο όπλο πέταξε απ' τις επάλξεις το μυαλό του. Δεν χρειαζόταν... Να μην δουλεύει το μυαλό, αρκεί να σωθεί η τειχοποιία...
Η άνοια είναι κάτι που προκαλούν οι άνθρωποι σαν έσχατη άμυνα....
Το μυαλό έπεσε κάτω και διαλύθηκε σε χίλια ασύνδετα κομματάκια.... μνήμες ξεσχίστηκαν, ονόματα διαμελίστηκαν, ολόκληρες επιφάνειες παρελθόντος έσκασαν στο χώμα και βούλιαξαν βαθιά... Λάσπωσε το μέρος απ' τον εγκεφαλικό πολτό.
Δεν είχε μείνει τίποτα.
Μια σκιά, ένα άθλιο εξασθενημένο Εγώ, που ποτέ δεν μπόρεσε να ανοίξει τις θύρες με ασφάλεια, να υποδεχθεί τον κόσμο, να γελάσει μαζί του, να κλάψει μαζί του, να αναστενάξει στον πόνο του, να οργιστεί στην οργή του, να χαρεί, να λυπηθεί, να μιλήσει, να φωνάξει την ηδονή του σώματος και την οδύνη της απόρριψης και της αποτυχίας. Να γίνει Ζωή....
Να μην είναι φρούριο. Να μην είναι Ίδρυμα.
Να βάλει τους φρουρούς να παίζουν στα ζάρια το νόημα της υπεράσπισης των τειχών...
Όταν όλα έχουν γίνει και περάσει κι όταν το σώμα, το υπάκουο σώμα, μόνο αυτό, ακόμα μπορεί να αμύνεται, εκτελώντας μηχανικά τις λειτουργίες του, τότε χρειάζεται να έχεις ζήσει την Ζωή σε βάθος για πεθάνεις στο σπίτι σου....
Στο Ίδρυμα ήταν από πάντα.
Αποκρουστικό στην μόνωση της τυφλότητάς του...
Κυριευμένο από την αγωνία της αργής εισβολής που δεν μπορεί να εμποδίσει.
Δεν με βλέπει...
Πιο κοντά δεν γίνεται...
Εμένα μια ξένη....
Κι αναζητά τον τελευταίο Προστάτη...
Ο Θάνατος σκαρφαλώνει στις επάλξεις.
Ακούω τα βράδια χαλίκια να κατρακυλούν στο βάραθρό του, βλέπω κάθε πρωί τις πατημασιές.
Τα ύστατα παιχνίδια της ύπαρξης παίζονται στο κρεβάτι....
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου