Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_οι χαμένοι

Κυνηγημένοι από θεούς και δαίμονες, σταμάτησαν στη ρίζα ενός βράχου.
Αποδεκατισμένοι κι αγνώριστοι....
Δύο είχαν γλυτώσει τη μεγάλη σφαγή. Πώς έφτασαν νύχτα ως εδώ,  ούτε κι αυτοί ξέρανε...
Δεν μίλαγαν, μόνο ανάσαιναν βαριά και τα μάτια τους κοίταζαν πέρα το τοπίο με τα πτώματα.
Η μάχη είχε τελειώσει, ο αγώνας τους κρίθηκε... ήταν οι χαμένοι.
Όλα τους έλεγαν ότι ήταν χαμένοι.
Η ερημιά και η σιωπή που τους κύκλωνε, ο αέρας βαρύς και υγρός κολλούσε στα μαλλιά, στα χέρια τους κι έσταζε στα πουκάμισά τους.
Δεν έλεγε να ξημερώσει απόψε.
Δεν είχαν χρόνο, δεν είχαν όπλα, ήτανε μέρες νηστικοί και άυπνοι...
Ο αγώνας τους είχε τελειώσει....
Τους κυρίευσε τότε ο τρόμος, μια αίσθηση χαμού... Ήταν όλα μάταια; Πού ήταν το λάθος;


Κι έξαφνα κάτι φωτίστηκε μέσα τους...
Το τοπίο παρέμενε ίδιο, μια νέκρα συμπαγής, μπορούσες να βαδίσεις πάνω της.
Αυτοί παρέμεναν ίδιοι... αποδεκατισμένοι, ξέπνοοι... Ήταν οι χαμένοι!
Ο αγώνας όμως; Πότε τελειώνει ένας αγώνας;
Υπάρχει τέλος στον αγώνα; Μπορούν να απαντηθούν οι καλύτερες ερωτήσεις μας; Μήπως γι'αυτό είναι καλύτερα να μην ρωτάμε;

Ράγισε ένα χαμόγελο στη θλίψη του προσώπου τους, σα να οδηγήθηκαν ταυτόχρονα στο ίδιο κοινό συμπέρασμα...

Απ'τους πολλούς και διάφορους αγώνες που μπορεί να δίνουν οι άνθρωποι, ένας είναι αυτός που αξίζει να δώσει κανείς: ο αγώνας που έχει ήδη χαθεί....
Ναι, έχει χαθεί..Όπως είμαστε όλοι χαμένοι. Κι αυτή η ήττα είναι που ελευθερώνει από  σκοπό και  άλυσο, κάθε αγώνα...
Ο αγώνας που δίνεται όταν όλα έχουν χαθεί,  συναντά το αναπάντητο ερώτημα και το σφιχταγκαλιάζει.

Μυριάδες στόματα βοούσαν γύρω τους πως ήταν οι χαμένοι.
Σώπαιναν. Αυτοί, με το σημάδι του θανάτου στο μέτωπο, ήταν κιόλας μακριά.
Ο ήλιος έσκασε απ' απέναντι κι άρχισε να ανεβαίνει.
Αντιφέγγιζε, πέρα από νίκη, πέρα από ήττα.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός