Κυνηγημένοι από θεούς και δαίμονες, σταμάτησαν στη ρίζα ενός βράχου. Αποδεκατισμένοι κι αγνώριστοι.... Δύο είχαν γλυτώσει τη μεγάλη σφαγή. Πώς έφτασαν νύχτα ως εδώ, ούτε κι αυτοί ξέρανε... Δεν μίλαγαν, μόνο ανάσαιναν βαριά και τα μάτια τους κοίταζαν πέρα το τοπίο με τα πτώματα. Η μάχη είχε τελειώσει, ο αγώνας τους κρίθηκε... ήταν οι χαμένοι. Όλα τους έλεγαν ότι ήταν χαμένοι. Η ερημιά και η σιωπή που τους κύκλωνε, ο αέρας βαρύς και υγρός κολλούσε στα μαλλιά, στα χέρια τους κι έσταζε στα πουκάμισά τους. Δεν έλεγε να ξημερώσει απόψε. Δεν είχαν χρόνο, δεν είχαν όπλα, ήτανε μέρες νηστικοί και άυπνοι... Ο αγώνας τους είχε τελειώσει.... Τους κυρίευσε τότε ο τρόμος, μια αίσθηση χαμού... Ήταν όλα μάταια; Πού ήταν το λάθος; Κι έξαφνα κάτι φωτίστηκε μέσα τους... Το τοπίο παρέμενε ίδιο, μια νέκρα συμπαγής, μπορούσες να βαδίσεις πάνω της. Αυτοί παρέμεναν ίδιοι... αποδεκατισμένοι, ξέπνοοι... Ήταν οι χαμένοι! Ο αγώνας όμως; Πότε τελειώνει ένας αγώνας; Υπάρχει τέλος στον αγώνα; ...
ιστολόγιο σκέψεων και συναισθημάτων