Είναι τεράστια η μέρα, μάνα
ξεμακραίνει κι όλο απλώνεται
γεμίζουν οι πλατείες με σκιές
που ζουν ζωές
συνταγογραφημένες
και τρέχουν στους δρόμους οι φωνές
μα εμένα, μάνα,
τίποτα δεν μου λένε.
Μη με μαλώνεις,
εγώ τ' αστόχαστο παιδί σου,
στρέφω το πρόσωπό μου
και την κοιτώ κατάματα απέναντι
και την κοιτώ κατάβαθα μέσα
και την κοιτώ από μακριά
σα ναυτικός που γέρασε
κι από κοντά, τόσο κοντά
που τρίβεται η μύτη μου
στο φολιδωτό της στέρνο
το τρομερό ανήμερο πρόσωπο της Ημέρας
που όποιος το δει
πέτρα γίνεται
και χύνεται σαν άμμος
το αίμα απ' την καρδιά του.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου