Στην Όλγα που με ρώτησε
στην Όλγα που ρωτούσε
απορίες απίστευτες
την πιο κρίσιμη στιγμή
τότε που έγραφε Πανελλήνιες
κι ήθελε –παιδί ακόμα η Όλγα- διευκρινήσεις.
στην Όλγα που ρωτούσε
απορίες απίστευτες
την πιο κρίσιμη στιγμή
τότε που έγραφε Πανελλήνιες
κι ήθελε –παιδί ακόμα η Όλγα- διευκρινήσεις.
Μπορεί μετά χρόνια πολλά
τριάντα, σαράντα
ίσως
γυρίσει πάλι εκεί στα ίδια θρανία,
τριγυρίσει στις ίδιες αυλές,
σαν μνήμη, σαν φάντασμα, σαν μια ριπή αέρα.
που θα έχει το ίδιο όνομα : Όλγα
Ίσως γυρίσει πάλι εκεί και με ξαναρωτήσει:
Εσείς – έτσι μου μίλαγε στον πληθυντικό - γιατί δίνετε εξετάσεις;
Κι εγώ μετά χρόνια πολλά
μπορεί τριάντα, σαράντα
ίσως,
θα έχω το ίδιο όνομα και θα της πω
κοιτάζοντας τα ζωηρά της μάτια:
Για να αλλάξω ζωή, για τη ζωή μου
γιατί δεν έχω άλλο τρόπο
Θα κοπεί πάλι το γέλιο της κι
ίσως
πάλι νομίσει ότι και ’γω
είμαι απ’ αυτούς τους πολύξερους
τους καθηγηταραίους,
που λένε στα παιδιά παραμυθάκια
για την αξία του πνεύματος,
για τάχα ιδέες και γνώσεις
για τάχα ανώτερα ιδανικά
για τάχα ανθρωπισμούς και άλλα
και δεν πιστεύουν τίποτα απ’ αυτά
που άλλα λέν κι άλλα φοβούνται και κάνουν,
πως τίποτα απ’ αυτά που μάθαινε στα σχολεία
δεν είναι αληθινό,
πως είναι άγρια η ζωή,
πως είναι ψέματα όλα αυτά
πως ψέματα, ψέματα της είπαν
έτσι κι εγώ τους μοιάζω.
Όμως εγώ
θα κάθομαι εκεί, πίσω της στο ίδιο θρανίο
μια μνήμη, ένα φάντασμα και μια ριπή αέρα
να τριγυρνώ μαζί της τότε που
ίσως
μετά χρόνια πολλά
ψάχνει να βρει ένα τρόπο,
μια διευκρίνιση,
την πιο κρίσιμη στιγμή
να αλλάξει ζωή η Όλγα.
Χανιά, 2011
Μπορεί μετά χρόνια πολλά
τριάντα, σαράντα
ίσως
γυρίσει πάλι εκεί στα ίδια θρανία,
τριγυρίσει στις ίδιες αυλές,
σαν μνήμη, σαν φάντασμα, σαν μια ριπή αέρα.
που θα έχει το ίδιο όνομα : Όλγα
Ίσως γυρίσει πάλι εκεί και με ξαναρωτήσει:
Εσείς – έτσι μου μίλαγε στον πληθυντικό - γιατί δίνετε εξετάσεις;
Κι εγώ μετά χρόνια πολλά
μπορεί τριάντα, σαράντα
ίσως,
θα έχω το ίδιο όνομα και θα της πω
κοιτάζοντας τα ζωηρά της μάτια:
Για να αλλάξω ζωή, για τη ζωή μου
γιατί δεν έχω άλλο τρόπο
Θα κοπεί πάλι το γέλιο της κι
ίσως
πάλι νομίσει ότι και ’γω
είμαι απ’ αυτούς τους πολύξερους
τους καθηγηταραίους,
που λένε στα παιδιά παραμυθάκια
για την αξία του πνεύματος,
για τάχα ιδέες και γνώσεις
για τάχα ανώτερα ιδανικά
για τάχα ανθρωπισμούς και άλλα
και δεν πιστεύουν τίποτα απ’ αυτά
που άλλα λέν κι άλλα φοβούνται και κάνουν,
πως τίποτα απ’ αυτά που μάθαινε στα σχολεία
δεν είναι αληθινό,
πως είναι άγρια η ζωή,
πως είναι ψέματα όλα αυτά
πως ψέματα, ψέματα της είπαν
έτσι κι εγώ τους μοιάζω.
Όμως εγώ
θα κάθομαι εκεί, πίσω της στο ίδιο θρανίο
θα κάθομαι εκεί, πίσω της στο ίδιο θρανίο
μια μνήμη, ένα φάντασμα και μια ριπή αέρα
να τριγυρνώ μαζί της τότε που
ίσως
μετά χρόνια πολλά
ψάχνει να βρει ένα τρόπο,
μια διευκρίνιση,
την πιο κρίσιμη στιγμή
να αλλάξει ζωή η Όλγα.
Χανιά, 2011
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου