Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ο θρήνος της Ελένης




Λένε πολλά
Πονάνε τα λόγια των ανθρώπων
μα πιο πολύ πονάει η γνώση.

Α! είναι καλύτερα κανείς να μη γεννιέται
κι αν γεννηθεί να εύχεται γρήγορα να πεθαίνει
πριν μπει μεσʼ το μυαλό του η ζωή
πριν μπει μέσα στη ζωή η θέληση
πριν ζεσταθούν τα μέλη του
πριν κινηθεί το αίμα στη καρδιά του.
Να πεθαίνει είναι καλύτερα όποιος γεννιέται άνθρωπος
κι αν γεννηθεί με χώμα να λούζεται,
με λάσπη να σκεπάζεται
να φράζει τʼ αυτιά του, να μη μαθαίνει να μιλά
να μη μνημονεύει
να μην τον βρουν οι συμφορές, οι πόθοι, οι λαχτάρες,
να μην θυμάται ότι άκουσε για μια φορά
για μια φορά μόνο
για μια φορά ότι γνώρισε βαθιά στα κύτταρά του
ότι είναι μισός άνθρωπος και τʼ άλλο μισό η αγάπη

Θραύσματα,
αναγκασμένα σε τροχιές
που συγκρατούνται απʼ το μυαλό
να μη φωνάξουν
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ
κι όλα τα δάκρυα, που μίλησαν στο στόμα μου
κι όλα τ' άνθη που έσφιξα στις χούφτες μου
να μυρίσει ο κόσμος το έλαιο της ψυχής
οι στεναγμοί που ορμήσαν στα  υπόγεια
και τα πουλιά που έστειλα να κόψουνε τις γέφυρες
κι όλα τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα που μάντεψε  η φωνή μου
δεν φτάσανε να συγκρατήσουνε παρά για μια στιγμή
μεσ' την αιωνιότητα,
δεν φτάσανε
την αγάπη
Μισή.

Έφτασε όμως η νύχτα
Και ήταν αρκετή αυτή η στιγμή να μάθω
Την  αγάπη,
τη γνώση αυτή της μοναξιάς, το ζόφο της απουσίας, την μάθηση της ερημιάς
Α, ναι! Πιστεύω βαθιά  στη νύχτα πια, κι αυτή πιστεύει σε μένα.
Σκοτάδι που με γέννησες μισή και έτσι με θέλεις πίσω.

Έτσι ακούστηκε ο θρήνος της Ελένης
μια νύχτα πριν στο γκρέμισμα της τύχης
πέσει η Τροία
κι ήμουν εκεί και τ' άκουσα κρυμμένη στο σκοτάδι
που εμέλλετο να 'ρθεί.

Λένε πολλά
οι άνθρωποι.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός