Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_θετικισμός







Rudolf  Carnap 


(1891 –  1970)


Προσεγγίζοντας τον Λογικό Θετικισμό μέσα από το έργο του   R. Carnap:
«Φ Ι Λ Ο Σ Ο Φ Ι Α    Κ Α Ι   Λ Ο Γ Ι Κ Η    Σ Υ Ν Τ Α Ξ Η»[1] 

1. Εισαγωγικά
Με την δημοσίευση μιας σειράς μαθημάτων του Ρούντολφ Κάρναπ (Rudolf  Carnap), το 1935,   με τίτλο «Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη», η πολεμική των  ομοϊδεατών του, του κύκλου της Βιέννης, εναντίον της Μεταφυσικής οδηγείται στα άκρα. Η μεταφυσική γίνεται ένα πάρεργο, μια ενασχόληση κατάλληλη για ποιητικά σουαρέ  και μπορεί να απαγγέλλεται όπως τα ποιήματα, να κρίνεται όπως αυτά και να κατέχει την θέση που αυτά κατέχουν. Μπορεί δηλαδή να είναι κακή ή καλή μεταφυσική, όπως ο χαρακτηρισμός κακό ή καλό μπορεί να αποδοθεί σ’ ένα ποίημα[2]. Δεν μπορεί όμως σε καμία περίπτωση να περνιέται για φιλοσοφία. Ο λόγος για τον οποίο η μεταφυσική επιβάλλεται να έχει αυτή τη θέση, είναι, ότι από την ιδιοσυστασία της η Μεταφυσική  είναι μια μηχανή παραγωγής πλάνης. Στον αντίποδα της καταγγελμένης και αποκεκαλυμμένης πλέον φιλοσοφικής πλάνης βρίσκεται αναζήτηση των θεμελίων της φιλοσοφικής αλήθειας στην σαφήνεια και την ακρίβεια της επιστημονικής γλώσσας. 

Για τους,  περί τον Μόρις Σλίκ (Morris Schlick, 1882-1936)  επιστήμονες και φιλόσοφους, που από το 1924 συναντιούνται κάθε Πέμπτη στην Αυστριακή πρωτεύουσα,  για να συζητήσουν τα μεγάλα επιστημολογικά προβλήματα, όπως αυτά προέκυψαν από τις μαθηματικές έριδες των αρχών του αιώνα και από τις προόδους της φυσικής επιστήμης μέσα από την θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν (Einstein, 1879-1955), η αναζήτηση αυτή γρήγορα αποκτά τον χαρακτήρα δόγματος.

2. Φιλοσοφικά και Ιστορικά Ριζώματα
Το φιλοσοφικό ρεύμα του λογικού ή νέο - θετικισμού δραστηριοποιείται στην κεντρική Ευρώπη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 και εμφανίζεται επίσημα το 1929 με την δημοσίευση του «Μανιφέστου της επιστημονικής θεωρίας – Ο κύκλος της Βιέννης». Τα ριζώματά του όμως θα πρέπει να αναζητηθούν στον θετικισμό του Αυγ. Koντ (August Comte, 1798-1857) και τον επαγωγισμό του Τ. Μιλ (John St.Mill, 1806-1873) και το έδαφος στο οποίο φύονται δεν είναι άλλο από αυτό του εμπειρισμού που είχε με ζήλο καλλιεργήσει ο  Ντ. Χιούμ (David  Hume, 1711 – 1776).
Τον Κύκλο της Βιέννης (Der Wiener Kreis)  συναπαρτίζουν   οικονομολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες, μαθηματικοί, θεωρητικοί της Λογικής, φυσικοί καθώς και φιλόσοφοι. Όλοι αυτοί οι διανοούμενοι αν και έρχονται από διάφορες αφετηρίες και έχουν διακεκριμένες αντιλήψεις,  συμφωνούν  ότι η φιλοσοφία πρέπει να εγκαταλείψει τους μεγαλεπίβολους οραματισμούς και να περιοριστεί σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο που είναι η φιλοσοφία της επιστήμης. Το φιλοσοφικό αυτό αντικείμενο απέχει σημαντικά από τα κλασικά φιλοσοφικά προβλήματα της γνωσιοθεωρίας, που ήδη ο Ιμ. Καντ (Immanuel Kant, 1724-1804)  είχε προσπαθήσει να διαυγάσει, θέτοντας τα όρια του Λόγου με την «κοπερνίκεια στροφή» στην  Κριτική του Καθαρού Λόγου και διαφέρει σαφώς από τα γνωσιοθεωρητικά προβλήματα, όπως αυτά ετίθεντο από τον ορθολογισμό και τον εμπειρισμό του 17ου αιώνα.
Τα μέλη του Κύκλου εμπνέονται από το έργο του Γκ. Φρέγκε (Gottlob Frege, 1884-1966)  και του Μπ. Ράσελ  (Bertrand  Russel, 1872-1970), αλλά κυρίως από το Tractatus Logico- Philosophicus, του Λ. Βιτγκενστάιν[3] (Ludwig Wittgenstein, 1889-1951) και ζουν στο διανοητικό κλίμα της βιεννέζικης πρωτεύουσας που κατακλύζεται από μια πληθώρα νέων ιδεών. Είναι τότε που πλάι στις κλασικές θετικές επιστήμες όπως η φυσική, τα μαθηματικά, η χημεία, η βιολογία εμφανίζονται οι νέες ανθρωπιστικές επιστήμες όπως η κοινωνιολογία, η ιστορία, η ψυχολογία[4], η ανθρωπολογία και η κάθε μια τους αγωνίζεται να ορίσει το αντικείμενο μελέτης και την μεθοδολογία της. Παράλληλα οι επιτυχίες των επιστημών που διαδέχονται η μια την άλλη, δημιουργούν ένα νέο πρότυπο διανοούμενου: τον επιστήμονα που αφιερώνεται και μεθοδικά αποστασιοποιημένος υπηρετεί την επιστήμη του. Αυτό το νέο επιστημονικό πρότυπο κερδίζει σε κύρος και ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη στους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.
Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα του πλαισίου μέσα στο οποίο εμφανίστηκε το κίνημα του λογικού-θετικισμού  δεν θα πρέπει να μας διαφύγει να σταθμίσουμε την ιστορική περίοδο´ είναι η περίοδος του μεσοπολέμου που σημαδεύεται από έντονες κοινωνικές και πολιτικο-οικονομικές αναταράξεις. Στο πλάι των σοσιαλιστικών ιδεών[5] εμφανίζεται ο εθνικοσοσιαλισμός, ο φανατισμός και η μισαλλοδοξία, πράγματα ασυμβίβαστα με την απαίτηση για ψύχραιμη, αντικειμενική και επιστημονική εργασία.
Ένα χρόνο μετά την δημοσίευση του έργου του Κάρναπ «Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη», ο Κύκλος της Βιέννης θα δεχθεί το καίριο πλήγμα το 1936 με την δολοφονία του ιδρυτή του Μ. Σλίκ  από κάποιον φανατικό ναζιστή πρώην φοιτητή του.  Το οριστικό τέλος θα έρθει  δύο χρόνια αργότερα, όταν το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, δημιουργώντας μια ασφυκτική ιδεολογική και πολιτική ατμόσφαιρα θα αναγκάσει τα περισσότερα μέλη του Κύκλου να αναζητήσουν καταφύγιο σε άλλες χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ, όπου ενταγμένοι στα εκεί ερευνητικά κέντρα και πανεπιστήμια θα συνεχίσουν τις επιστημονικές μελέτες τους, γονιμοποιώντας τον αμερικάνικο πραγματισμό.
   
3. Το έργο της Φιλοσοφίας κατά τον Κάρναπ.
Είμαστε σε θέση τώρα, να καταλάβουμε γιατί ο Κάρναπ από τις πρώτες γραμμές του έργου που εξετάζουμε, επιχειρεί έναν ξεκάθαρο ορισμό των φιλοσοφικών προβλημάτων, ήτοι του έργου της φιλοσοφίας. Το εγχείρημα που αναλαμβάνεται είναι υπεραισιόδοξο: στον 20ο αιώνα επιβάλλεται με έναν τρόπο αναγκαίο και επείγοντα,  η φιλοσοφία να στοχαστεί τον εαυτό της, ως επιστήμη και αυτή. Και ασφαλώς υπονοείται ότι η μέχρι εκείνη τη στιγμή φιλοσοφική παραγωγή θα μπει στην διαδικασία του ελέγχου. Η μέθοδος που προκρίνεται είναι αυτή της λογικής ανάλυσης.

Οι λογικοί θετικιστές δηλώνουν την πίστη τους στην αναλυτική μέθοδο που εμπνέονται από τον Ράσελ  και τον Μούρ (Moore), κυρίως όμως από τον Βιτγκενστάιν,  σύμφωνα με την οποία, η γλώσσα που χρησιμοποιείται για να εκφράσει ένα οποιοδήποτε νόημα είναι ένα στοιχείο διϋποκειμενικότητας που ενώνει σε επίπεδο νοήματος τις αισθητηριακές προσλήψεις ή νοητικές κατασκευές του ενός υποκειμένου με ένα άλλο. Είναι σαφές ότι εδώ πλέον ο προβληματισμός ξεφεύγει από το επίπεδο της καρτεσιανής αμφιβολίας, όπου το υποκείμενο ενδοσκοπικά  στοχάζεται και αμφιβάλλει θέτοντας σε δοκιμασία το νοητικό του όργανο μέσα από μια μοναχική αναζήτηση του «τι μπορώ να θεωρήσω ως αληθές». Αφού η γλώσσα είναι ένα σύστημα για να σχετιστούμε και να επικοινωνήσουμε τον κόσμο, σημαίνει ότι αυτή έχει για τον άνθρωπο χαρακτήρα  οντολογικό. Έχει δηλαδή την λογική εκείνη δομή που αντιστοιχεί στην  υφή του κόσμου, όπως αυτός μπορεί να προσληφθεί από τον ανθρώπινο λόγο. Εξάλλου η φιλοσοφία ανά τους αιώνες για να διατυπώσει τα ερωτήματα και να επιχειρήσει οποιαδήποτε απάντηση, έκανε χρήση αυτής ακριβώς της δυνατότητας της γλωσσικής έκφρασης.
Επομένως τα φιλοσοφικά προβλήματα εμφανίζονται, περιπλέκονται και καταλήγουν ως «προβλήματα» επειδή ακριβώς ο φιλοσοφικός λόγος πέφτει θύμα των λαθών εξαιτίας της κακής ή ασαφούς χρήσης των λέξεων και των προτάσεων.
Επομένως αναλύοντας την γλώσσα θα μπορέσουμε να περάσουμε από μια επιφανειακή γραμματική σ’ αυτό που η χρήση της γλώσσας υποδηλώνει δηλαδή την σταθερή και αμετάβλητη δομή του κόσμου.

Είναι αυτό ακριβώς το σημείο όπου ο Κάρναπ  ακολουθεί μια διαφορετική διαδρομή από αυτήν που ακολούθησε ο Βιτγκενστάιν. Σε αντίθεση με τον Βιτγκενστάιν , για τον οποίο προέχει η ανάλυση και διασάφηση της καθημερινής γλώσσας, ο Κάρναπ ενδιαφέρεται για την κατασκευή με τη χρήση της αναλυτικής μεθόδου μιας μεταγλώσσας ικανής να μεταγράψει στους δικούς της όρους, οι οποίοι θα είναι αυστηρές λογικές κατασκευές, τις προτάσεις της επιστήμης. Με τον τρόπο αυτό, κάνοντας χρήση της μεταγλώσσας, η φιλοσοφία θα μπορεί να αποφανθεί για την εγκυρότητα ή μη των επιστημονικών υποθέσεων και των θεωριών που διατυπώνονται.
Έτσι ξεκινάει ένα μεγαλειώδες στη σύλληψη και στην εκτέλεσή του πρόγραμμα, το οποίο απαιτεί την σύμπραξη πολλών επιστημόνων και θεωρητικών, ερευνητών και  μελετητών που ο καθένας για τον τομέα του και όλοι μαζί θα πρέπει να μεταφέρουν σ’ αυτήν την συμβολική τυπική γλώσσα τις προτάσεις των επιστημών τους. Πρόκειται για ένα συλλογικό, επικό σε διαστάσεις εγχείρημα, στη βάση του οποίου άλλοι διακρίνουν την φανερή επιδίωξη των ηγετών του Κύκλου να περιορίσουν το έργο της φιλοσοφίας σε όφελος των εμπειρικών επιστημών και άλλοι την κρυφή επιθυμία τους να καλύψουν κάτω από μια μεγάλη αλλά αυστηρά λογική φιλοσοφική ομπρέλα όλη την αποθησαυρισμένη επιστημονική γνώση.

Λέει ο ίδιος :
 ...Δεν υπάρχουν τρεις χωριστές περιοχές, αλλά τρία συστατικά μέρη που στα περισσότερα φιλοσοφικά προβλήματα τα βρίσκουμε ενωμένα : το μεταφυσικό, το ψυχολογικό και το λογικό μέρος. Οι απόψεις που ακολουθούν ανήκουν στην τρίτη περιοχή× κάνουμε εδώ Λογική Ανάλυση[6].

Όλο το έργο, «Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη», είναι μια, στην πράξη, εφαρμογή της αναλυτικής μεθόδου: δηλαδή της μετάβασης από αυτό που εμφανίζεται ως σύνθετο σε απλούστερα μέρη, από το συνολικό στο μερικό.  Και στη συνέχεια, ο συγγραφέας αναπτύσσοντας τα επιχειρήματα του λογικού θετικισμού, αφού αποδείξει ότι τα δύο πρώτα συστατικά (μεταφυσικό – ψυχολογικό) δεν ανήκουν στον χώρο της φιλοσοφικής έρευνας, καταλήγει στο μόνο αντικείμενο: το λογικό μέρος. 

3.1. Η δυνατότητα επαλήθευσης.
Μια γνώση στην οποία οδηγούμαστε με την μέθοδο της ανάλυσης εξακολουθεί να αποζητά τη νομιμοποίησή της. Το γεγονός ότι αναλύσαμε μια απόφανση στα συστατικά της μέρη δεν σημαίνει ότι τα μέρη αυτά, και κατ’ επέκταση ο τρόπος με τον οποίο μεταξύ τους συσχετίζονται, είναι έγκυρα. Η εγκυρότητα είναι το βασικό ζητούμενο σε κάθε επιστημονική απόφανση. Καθήκον λοιπόν κάθε λογικής ανάλυσης είναι να βρει την μέθοδο επαλήθευσης μιας ορισμένης πρότασης. Δηλαδή την επιβεβαίωση περί της αληθείας ή του ψεύδους που αυτή κομίζει. Εάν δεν μπορούμε να γνωρίσουμε περί της αληθείας ή του ψεύδους μιας πρότασης, τότε αυτή αυτομάτως δεν ανήκει στο χώρο της γνώσης και δεν έχει γνωστικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα προτάσεις όπως : «Τι υπέροχο ηλιοβασίλεμα!» ή «Χτύπα το κουδούνι» διατυπώνουν κάποια συναισθηματική κατάσταση ή κάποια προσταγή και ως εκ τούτου δεν μεταφέρουν κανένα περιεχόμενο ικανό να γνωσθεί.

Κατά την κλασική διατύπωση της αρχής της επαλήθευσης ή επαληθευσιμότητας, όπως την εξέφρασε ο Άϋερ (Αyer) «μια πρόταση θεωρείται ότι κυριολεκτικά έχει νόημα εάν, και μόνον εάν, είναι αναλυτική ή εμπειρικώς επαληθεύσιμη»[7].

Ο Κάρναπ δέχεται  δύο είδη επαλήθευσης : την άμεση και την έμμεση. Άμεσα επαληθεύσιμες είναι όλες οι αναλυτικές a priori προτάσεις της λογικής και των μαθηματικών διότι αποτελούν ταυτολογίες[8], όλες οι άλλες προτάσεις που δεν έχουν ταυτολογικό χαρακτήρα είναι εμπειρικές[9] a posteriori και οφείλουν να δείξουν μέσω της παρατήρησης, της εμπειρίας και των αισθήσεων το αληθές ή το ψευδές περιεχόμενό τους.
Αναφέρει ο Κάρναπ : «Μια πρόταση Ρ που δεν επαληθεύεται άμεσα μπορεί να επαληθευθεί μόνο με την άμεση επαλήθευση προτάσεων που συνάγονται από την Ρ μαζί με άλλες ήδη επαληθευμένες προτάσεις»[10] και συνεχίζει αντιπαραβάλλοντας δύο παραδείγματα. Ένα, με το μεταλλικό κλειδί για το οποίo η απόφανση «Αυτό είναι ένα μεταλλικό κλειδί» μπορεί να επαληθευτεί εμπειρικά υποβάλλοντας το κλειδί σε ηλεκτρικά, μαγνητικά, οπτικά, χημικά κλπ. πειράματα και να αποκτήσουμε επιβεβαιωμένη και σίγουρη γνώση και ένα δεύτερο με τον επιστήμονα που βεβαιώνει ότι υπάρχει «όχι μόνο ένα πεδίο βαρύτητας που επιδρά πάνω στα σώματα σύμφωνα με τους γνωστούς νόμους της βαρύτητας, αλλά πως υπάρχει επίσης ένα πεδίο άνωσης»[11]. Στην δεύτερη αυτή περίπτωση που ο επιστήμονας αδυνατεί να μας υποδείξει τι είδους επίδραση ασκεί το πεδίο άνωσης στα σώματα, διότι αυτή δεν είναι παρατηρήσιμη, δικαιούμαστε να του πούμε ότι αυτό που λέει δεν είναι καν μια πρόταση, δηλαδή δεν λέει τίποτα, στερείται νοήματος.  

Επομένως η επιστήμη οφείλει να διατυπώνει υποθέσεις για τον φυσικό κόσμο και στη συνέχεια να προβαίνει στην εμπειρική – πειραματική επαλήθευση των υποθέσεών της.
Η ένσταση που προβάλλεται εδώ, και που αφορά γενικά στην επαγωγική μέθοδο, είναι:   εάν οι διαδοχικοί παρατηρητές έχουν παρατηρήσει ένα φαινόμενο αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαίο να συμβαίνει κάθε φορά και για να το εντάξουμε σε ένα φυσικό νόμο που έχει καθολική ισχύ πέρα από τις κατηγορίες του χώρου και του χρόνου – τις οποίες οι νεοθετικιστές αρνούνται ως  a priori- θα πρέπει να δεχθούμε την αρχή της ομοιομορφίας στη φύση. Ωστόσο αυτή η αρχή αντιβαίνει στην αρχή της επαληθευσιμότητας, οπότε αυτή η πρόταση είναι μεταφυσική και στερείται νοήματος.
Επίσης ανοιχτό μένει το ερώτημα υπό ποιες προϋποθέσεις η επιστήμη διατυπώνει τις υποθέσεις της. Εάν δηλαδή ο επιστήμονας που υποθέτει και δημιουργεί τις πειραματικές συνθήκες ελέγχου της υπόθεσής του, δεν υπόκειται σε μια θεωρία η οποία προηγείται κάθε εμπειρικής διαπίστωσης. Με άλλα λόγια, εάν δεν κατασκευάζει ο ίδιος αυτό που θέλει να επιβεβαιώσει, ποια είναι η σχέση θεωρίας και πράξης, καθολικού και ειδικού;  
Η αρχή της επαληθευσιμότητας που υιοθετεί ο Κάρναπ, προσκρούει στα βασικά προβλήματα του εμπειρισμού και οδηγεί σε ένα σχετικισμό.

3.2. Για τη μεταφυσική και το πρόβλημα του πραγματικού.
Ο Κάρναπ αφιερώνει δύο κεφάλαια για να διαπραγματευτεί τα προβλήματα της μεταφυσικής τα οποία συνδέει με τα προβλήματα του πραγματικού. Για την φιλοσοφική σκέψη που εκπροσωπεί ο Κάρναπ, τα προβλήματα του πραγματικού όπως τα αντιμετώπισε τόσο ο ρεαλισμός όσο και ιδεαλισμός είναι ά-γνωστα. Κάθε φιλοσοφικό ερώτημα οφείλει να αναφέρεται στην πραγματικότητα οποιουδήποτε αντικειμένου, που δεν είναι τίποτα άλλο από την τοποθέτησή του σ’ ένα ορισμένο σύστημα και εκεί λαμβάνει χώρα ο πειραματικός έλεγχος. Δεν μπορούμε όμως ποτέ να υποβάλουμε σε έλεγχο το ίδιο το σύστημα. Επομένως, μια πρόταση που βεβαιώνει την ύπαρξη καγκουρώ μπορεί να γίνει αντικείμενο επαλήθευσης από τον επιστήμονα ζωολόγο, δεν μπορεί όμως να γίνει το ίδιο για μια πρόταση που βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη του φυσικού κόσμου.
Αναφέρει ο ίδιος :
Είναι αλήθεια ότι απορρίπτουμε τη θέση της πραγματικότητας του φυσικού κόσμου, δεν την απορρίπτουμε όμως ως λανθασμένη, αλλά επειδή δεν έχει νόημα, όπως απορρίπτουμε και την ιδεαλιστική αντίθετη. Ούτε βεβαιώνουμε ούτε αρνιόμαστε τούτες τις θέσεις, τις απορρίπτουμε.[12]
και
            Επομένως όλες αυτές οι φιλοσοφικές θέσεις στερούνται εμπειρικού περιεχομένου,           θεωρητικής σημασίας, είναι ψευδο- θέσεις[13].

Είναι φανερή η προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα έδαφος ουδετερότητας για τον λογικό θετικισμό. Η ουδετερότητα αυτή δεν είναι μόνο στοιχείο ταυτότητας του φιλοσοφικού ρεύματος του Κύκλου είναι και στοιχείο εγκυρότητας.
Οι μεταφυσικοί δεν μπορούν ν’ αποφύγουν τη διατύπωση μη επαληθεύσιμων προτάσεων, γιατί αν τις έκαναν επαληθεύσιμες η διαπίστωση της αλήθειας ή του ψεύδους της θεωρίας τους θα εξαρτιόταν από την εμπειρία και, επομένως, θα ανήκαν στην περιοχή της εμπειρικής επιστήμης. Θέλουν όμως ν’ αποφύγουν αυτή τη συνέπεια, επειδή ισχυρίζονται ότι μας δίνουν γνώση που ανήκει σ’ένα υψηλότερο επίπεδο από την εμπειρική επιστήμη[14].

Είναι η έξοδος της επιστημονικής σκέψης προς ένα πεδίο αποστειρωμένο από τις παθολογίες της μεταφυσικής και τις αντινομίες του λόγου. Με την τοποθέτηση αυτή η γνώση στο σύνολό της, ως αίτημα του λόγου, ως διανοητικό εγχείρημα ταυτίζεται με την επιστημολογία. Ζητήματα όπως του νοήματος των επιστημονικών προτάσεων ή ερωτήματα που προκύπτουν από την χρήση εννοιών όπως η αναγκαιότητα, η πιθανότητα, η τυχαιότητα, η ελευθερία κλπ. δεν μπορούν να τύχουν επιστημονικής αντιμετώπισης, είναι α-νόητα. Θα ήταν λάθος να συμπεράνουμε ότι οι λογικο-θετικιστές αρνούνται την ύπαρξη οποιουδήποτε νοήματος. Το νόημα όμως γι’ αυτούς είναι συνυφασμένο με ό,τι η επιστήμη μπορεί να μας υποδείξει ως τέτοιο και να το κατακυρώσει με τις μεθόδους της.



3.3. Για την Ηθική
Ο Κάρναπ δεν παραλείπει να ασχοληθεί με «μια περιοχή της φιλοσοφίας που θεωρείται από ορισμένους φιλοσόφους ως η σπουδαιότερη, δηλαδή τη φιλοσοφία των αξιών με τον σημαντικότερο κλάδο της, την ηθική φιλοσοφία ή Ηθική»[15].
Έχει αξία να δούμε πώς ο ίδιος αποσύρει την φιλοσοφία από το πεδίο της Ηθικής δημιουργώντας έτσι χώρο που μένει να καταληφθεί από τις εμπειρικές επιστήμες που αναφέρονται στις πράξεις των ανθρώπων και μάλιστα αυτές που έχουν προέλευση είτε από αισθήματα και επιθυμίες είτε από βιολογικές ανάγκες.

Κατά τον Κάρναπ η φιλοσοφία των ηθικών κανόνων και αξιών δεν ερευνά τα γεγονότα καθ’ αυτά αλλά εκφράζει κρίσεις περί του τι είναι καλό και τι είναι κακό ή τι είναι σωστό να κάνουμε ή να μη κάνουμε. Επομένως κάθε δηλωτική φράση του τύπου: «Ο φόνος είναι κακό», αν και δεν έχει την προστακτική μορφή «Ου φονεύσεις», είναι απατηλή διότι το μόνο που μεταφέρει είναι τα συναισθήματα του λέγοντος και δεν έχει να κάνει με καμία φυσική πραγματικότητα που ορίζει το καλό και το κακό και από την οποία θα προέκυπτε ο φόνος ως κακό. Επίσης από την ανάλυση της παραπάνω πρότασης δεν μπορούμε να συνάγουμε καμία πρόταση σε σχέση με μελλοντικές εμπειρίες μας.
Οι αξιολογικές προτάσεις έχουν νόημα μόνο στο βαθμό που αυτές μπορούν να γίνουν αντικείμενο εμπειρικής έρευνας από επιστήμες που ερευνούν το ανθρώπινο πράττειν όπως η ψυχολογία, η ιστορία, η κοινωνιολογία. Ιδωμένες όμως από μια θέση καθολικού νοήματος ανήκουν και αυτές, όπως οι αντίστοιχες περί του πραγματικού, στο χώρο της Μεταφυσικής και δεν έχουν θεωρητικό νόημα.

3.4. Για την Ψυχολογία
Αφού κατέδειξε τους λόγους για τους οποίους τα φιλοσοφικά ερωτήματα πρέπει να απαλλαχθούν από το μεταφυσικό τους «συστατικό», στη συνέχεια, και όπως έχει προαναγγείλει επιχειρεί να απαλλάξει την φιλοσοφία από το ψυχολογικό χαρακτήρα που λαμβάνουν πολλά ερωτήματα και παραπλανούν τον φιλόσοφο – ερευνητή.
Ένα ερώτημα είναι ψυχολογικό και ανήκει στο χώρο της εμπειρικής επιστήμης «με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ανήκουν οι προτάσεις της χημείας, βιολογίας, ιστορίας κλπ»[16]  όταν μπορούμε από αυτό να εξάγουμε προτάσεις ικανές να επαληθευτούν[17] ή να συναγάγουμε από αυτές προτάσεις για μελλοντικές εμπειρίες.
Η επιστήμη της ψυχολογίας επιφορτίζεται με τον καθήκον να μας εξηγήσει τους μηχανισμούς δημιουργίας των συναισθημάτων, των επιθυμιών κλπ, καθώς και τους κανόνες λειτουργίας της σκέψης. Η φιλοσοφία διατηρεί το δικαίωμα να μας μάθει να σκεφτόμαστε σωστά, δηλαδή λογικά, όπως στην αστρονομία μαθαίνουμε να σκεφτόμαστε σωστά για τα αστέρια. Η σκέψη όμως δεν είναι αντικείμενο της φιλοσοφίας πολύ δε περισσότερο της λογικής.

Τα ερωτήματα σχετικά με την ύπαρξη της ψυχής, την αθανασία της ψυχής, την σύνδεση της ψυχής και του σώματος,   κλπ. ασφαλώς είναι μεταφυσικά.

3.4. Για τη Λογική Ανάλυση
Στο τέλος του πρώτου μέρους του έργου ο Κάρναπ, θέτει ο ίδιος το ερώτημα «Τι είναι λογική ανάλυση» και επιχειρεί να καταστήσει σαφή τη μέθοδο, ως μόνη αρμοδιότητα της φιλοσοφίας. Για να το πετύχει αυτό ανατρέχει ευθύς εξ αρχής στον θεμελιωτή του εμπειρισμού το Ντ. Χιούμ και στο τελευταίο κεφάλαιο της «Έρευνας πάνω στην ανθρώπινη νόηση» :
Μου φαίνεται ότι τα μοναδικά αντικείμενα των αφηρημένων επιστημών ή της απόδειξης είναι η ποσότητα και ο αριθμός…. Όλες οι άλλες έρευνες του ανθρώπου αφορούν την πραγματικότητα και την ύπαρξη, πράγματα που ολοφάνερα δεν μπορούν ν’ αποδειχθούν…. Όταν ανατρέχουμε στις βιβλιοθήκες, πεπεισμένοι για τις αρχές αυτές, τι καταστροφή πρέπει να κάνουμε; Παίρνουμε στα χέρια μας ένα τόμο θεολογίας ή μεταφυσικής, ρωτούμε: μήπως περιέχει αφηρημένους συλλογισμούς που αφορούν την ποσότητα ή τον αριθμό; Μήπως περιέχει πειραματικές έρευνες που αφορούν την πραγματικότητα και ύπαρξη; Όχι. Το πετούμε, λοιπόν, στη φωτιά, γιατί δεν περιέχει τίποτε άλλο από σοφιστείες και πλάνες.

και δεν παραλείπει να πάρει αποστάσεις από τον Βιτγκενστάιν, αφού αναγνωρίσει ότι «Εγώ όπως και οι φίλοι μου του Κύκλου της Βιέννης, οφείλουν πολλά στον Βιτγκενστάιν, ιδιαίτερα όσον αφορά στην ανάλυση της μεταφυσικής»[18] .

Η φιλοσοφία αποκαθαρμένη από μεταφυσικές και ψυχολογικές προτάσεις μπορεί να μεταγράψει τις συντακτικές προτάσεις κάθε επιστήμης, που διατυπώνονται σε μη-συντακτική γλώσσα και τις οποίες ο Κάρναπ ονομάζει προτάσεις πρωτοκόλλου, στην τυπική συντακτική γλώσσα. Το έργο της δεν είναι η παραγωγή φιλοσοφικών προτάσεων αλλά η διασάφηση των προτάσεων.

Για να γίνει αυτό κατανοητό αντλεί ένα παράδειγμα από τις μαθηματικές έριδες της εποχής του. Βάζει σε λογική ανάλυση τα μαθηματικά συστήματα των Ράσελ και Γουάϊτχεντ (Whitehead, 1861-1947) που υποστηρίζουν ότι οι αριθμοί είναι τάξεις τάξεων και αυτό των Πεάνο (Peano, 1854-1912) και Χίλμπερτ (Hilbert, 1862-1943) που υποστηρίζουν ότι οι αριθμοί είναι πρωταρχικά αντικείμενα.
Ας δούμε την δομή μιας υποθετικής μεταξύ τους συζήτησης :
Σύστημα Ράσελ (Ρ) : «Οι αριθμοί είναι τάξεις τάξεων».
Σύστημα Πεάνο (Π): «Όχι, οι αριθμοί είναι πρωταρχικά αντικείμενα, ανεξάρτητα στοιχεία».
Εδώ οι μαθηματικοί χρησιμοποιούν την συντακτική μη τυπική γλώσσα της επιστήμης τους και φυσικά διαφωνούν.
Μια πρώτη μετατροπή σε τυπική συντακτική γλώσσα θα παρουσίαζε τις προτάσεις ως εξής:
(Ρ) : «Οι αριθμητικές εκφράσεις είναι εκφράσεις τάξεως δευτέρου βαθμού».
(Π):«Οι αριθμητικές εκφράσεις δεν είναι εκφράσεις τάξεως, αλλά στοιχειώδεις εκφράσεις».
Οι προτάσεις όμως ακόμα δεν έχουν πάρει την τελική συντακτική τους μορφή, για να γίνει αυτό πρέπει να εντάξουμε κάθε πρόταση μέσα στο γλωσσικό σύστημα που αυτή εκφέρεται. Ζητάμε λοιπόν από τους μαθηματικούς να δηλώσουν το σύστημα εκφοράς των προτάσεών τους, δηλαδή το ατομικό τους λεξιλόγιο. Εάν λοιπόν το γλωσσικό σύστημα της πρώτης πρότασης είναι το L1 και της δεύτερης το L2 τότε οι δύο προτάσεις συμπληρώνονται ως εξής:
Ρ : «Στο L1 οι αριθμητικές εκφράσεις είναι εκφράσεις δευτέρου βαθμού».
Π : «Στο L2 οι αριθμητές εκφράσεις είναι στοιχειώδεις εκφράσεις».
Μετά από αυτήν την ανάλυση ο Κάρναπ λέει : «Τώρα οι δύο απόψεις μπορούν να συμβιβασθούν μεταξύ τους και είναι και οι δύο ορθές´ η διαφωνία έπαψε να υφίσταται»[19].

Με τον τρόπο αυτό ο Κάρναπ προσπάθησε να αντιπαρέλθει το πρόβλημα θεμελίωσης των «προτάσεων πρωτοκόλλου» που είναι προτάσεις θεμελιωτικές για κάθε επιστήμη, δεν έχουν αναφορά σε επαγωγικές παρατηρήσεις ή αισθητηριακά δεδομένα και αναφέρονται σε ιδεατοποιημένα αντικείμενα.

Ήδη όμως το σύστημα που επιχειρούσαν να θεμελιώσουν οι φιλόσοφοι αυτοί είχε πολλές εσωτερικές αντινομίες. Η φιλοσοφία ανάγεται σε λογική σύνταξη της γλώσσας, κάτι σαν ένα διανοητικό δικαστήριο, όπου προστρέχουν οι επιστημονικές θεωρίες επιζητώντας έναν συμβιβασμό.  Η αναζήτηση της αλήθειας ως αίτημα του Λόγου έχει αποκοπεί και στην θέση της έχει εγκατασταθεί μια άνευ ορίων προεκβολή της τυπικής και μαθητικής λογικής σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης γνώσης.
Επιπλέον το σύστημα αυτό αποκλείει τον φιλοσοφικό στοχασμό από την απαίτηση για διερεύνηση για την ανακάλυψη νέας γνώσης, αφού ο λόγος έχει στερηθεί των θεωρητικών του εργαλείων και περιορίζεται στην ανάλυση της έτοιμης γνώσης που προσκομίζουν οι επιστήμες.

Οι στόχοι του λογικού θετικισμού αποδείχθηκαν ανέφικτοι, δεδομένου ότι «οι περί των πρώτων αρχών», δηλαδή οι μεταφυσικές προτάσεις βρίσκονται εκ των ων ουκ άνευ στα θεμέλια κάθε παραδοσιακής φιλοσοφίας αλλά και κάθε επιστημονικής θεωρίας.  Περαιτέρω ο οραματισμός για μια ενιαία πλήρη γλώσσα της επιστήμης, ικανή να εκφράσει την επιστημονική γνώση αποδείχθηκε και με τα θεωρήματα του Κούρτ Γκέντελ (Gödel, 1906 -1978) της μη πληρότητας και μη αντιφατικότητας, ως μια ιδέα εξιδανικευμένη, μη ανταποκρινόμενη στην ανάπτυξη όχι μόνο των κοινωνικών επιστημών αλλά ούτε καν των μαθηματικών.




Επίλογος
Ο λογικός θετικισμός διατύπωσε μια επιθυμία για γνώση διάφανη και λεία, όπου όλα θα είναι σε κοινή θέα : «Στην επιστήμη δεν υπάρχει βάθος, όλα είναι επιφάνεια», λένε. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την προσπάθειά τους με το κτίσιμο ενός σπιτιού που διαθέτει ένα τεράστιο, επίσημο, «καθώς πρέπει» σαλόνι και κάποια μικρά και σκοτεινά δωμάτια για κρεβατοκάμαρα και κουζίνα. Τα προβλήματα με τέτοιες οικοδομές είναι ότι οι κάτοικοι δεν έχουν αρκετό χώρο για ζωτικές λειτουργίες και επιπλέον η αυξανόμενη δυσφορία τους θέτει σε διαρκή και δίκαιη αμφισβήτηση τον προσανατολισμό του οικοδομήματος.

Για να μιλήσουμε όμως σοβαρά, παρ’ότι οι στοχαστές του Κύκλου της Βιέννης και το πνευματικό έργο που παρήγαγαν έτυχαν στη συνέχεια σκληρής κριτικής και μέσα από τους μεταθεκιτιστικούς κύκλους (Πόπερ) αλλά και από αντίπαλες προσεγγίσεις (Χάμπερμας), δεν θα πρέπει να μας διαφύγει το γεγονός ότι στις «μάχες» που έδωσε αυτό το κίνημα βρίσκονται οι απαρχές της ιστορίας της  επιστημολογίας, της αναλυτικής – θετικής φιλοσοφίας που και σήμερα ασκεί μεγάλη επιρροή σε Ην. Βασίλειο και ΗΠΑ.

Από την μικρή σε έκταση έρευνα που έκανα, διέκρινα παντού έναν υπερτονισμό του αντιμεταφυσικού χαρακτήρα του κινήματος, χωρίς όμως να κατορθώσω να αποσαφηνίζω ποια θα μπορούσε να ήταν η αντικειμενική του βάση.
Οι επιστήμονες – φιλόσοφοι που απαρτίζουν τον Κύκλο, ζουν και παράγουν πνευματικά σε μια εποχή όπου τα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα τύπου Χέγκελ έχουν καταρρεύσει και τα υπαρξιακά φιλοσοφικά ρεύματα δεν φαίνονται ικανά να απαντήσουν με αξιώσεις στα αιτήματα ενοποίησης υποκειμένου – αντικειμενικής πραγματικότητας και μάλλον βαθαίνουν το χάσμα. Τα πάντα φαίνεται να έχουν μπει σε μια επιστημονική τροχιά και επομένως μου είναι δύσκολο να κατανοήσω την αντιμεταφυσική θέση που παίρνει χαρακτήρα εμμονής.
Μια εξήγηση θα μπορούσε να δοθεί εάν διαβάσουμε το έργο τους υπό το πρίσμα των παραμονών του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, που αποτελεί μια εποχή σύγχυσης, πόλωσης και προσκόλλησης σε ανελεύθερες, σκοταδιστικές πεποιθήσεις που έχουν τον χαρακτήρα του μαγικοθρησκευτικού δόγματος.
Κατά τη γνώμη μου αυτό δεν είναι αρκετό για να ερμηνεύσει μια  τέτοια ισχυρή, αντιμεταφυσική στάση. Το εγχείρημα του Κύκλου μπορούμε να το κατανοήσουμε καλύτερα εάν το δούμε σαν μια προετοιμασία του πνεύματος στην προσπάθειά του να συλλάβει την προϊούσα επιστημονική και τεχνολογική έκρηξη.
Πρόκειται για μια έκρηξη που όχι μόνο θα αρχίσει να συσσωρεύει με μια ασύλληπτη ταχύτητα και έκταση  τεχνολογικο-επιστημονικές κατακτήσεις – ανακαλύψεις αλλά θα επιδράσει με έναν χαρακτήρα δομικό επί της κοσμοαντίληψης που είχαμε μόλις χθες.

Και εάν ο Καντ εγκαινίασε τη νεωτερική εποχή προφυλάσσοντας τον Λόγο από τις εγγενείς του αντινομίες να στοχάζεται, με έναν τρόπο ερωτικό, περί του απόλυτου και του υπερβατικού και να νομίζει ότι γνωρίζει περί αυτών, σήμερα ο Λόγος φαίνεται ότι έχει μείνει απροστάτευτος, με ένα τρόπο θαμπωτικό,  από την ακριβώς αντίθετη εγγενή του επίσης τάση : να μένει προσκολλημένος στο μερικό, στο φαινομενικό, σ’ αυτό που συνεχώς μεταβάλλεται, στο άμεσο δεδομένο.
Στο μέτρο που αυτό συνιστά αντίληψη για τον κόσμο δεν απέχει πολύ από ένα σύγχρονο πρωτογονισμό κι ας επενδύεται με  τα χαρακτηριστικά των πιο σύγχρονων εξειδικευμένων και εκλεπτυσμένων επιστημονικών projects.

Εάν ήθελα με μια έκφραση να περιγράψω τον άνθρωπο στις μέρες μας θα έλεγα αυτό που λένε όλοι : «ο καθένας έχει τα προβλήματά του». Αυτό ακούγεται τόσο λογικό  πλέον και κοινότοπο που διαφεύγει η ιδιαίτερη βαρύτητα που έχει μια παρόμοια απόφανση. Το «ο καθένας έχει τα προβλήματά του» αποτελεί από μόνο του ένα σημαντικό πρόβλημα : Είναι η ακριβής περιγραφή του σημείου που βρίσκεται ο πολιτισμός μας και ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτόν, κατά πλήρη αντιστοιχία προς το επιστημονικό παράδειγμα σύλληψης και ερμηνείας του πραγματικού, που πλέον είναι ένα (ίσως το μόνο) οικουμενικό παράδειγμα. Όπως λοιπόν κάθε επιστήμη έχει το αντικείμενό της, τον τρόπο της να ανταπεξέρχεται με τις προκλήσεις που η ίδια θέτει στον εαυτό της, κατ’ αντίστοιχο τρόπο ο κάθε ένας έχει την ατομική  του αναφορά. Και κατά το μέτρο που κάθε επιστήμη διεκδικεί για λογαριασμό της μια κοσμοεικόνα απόλυτα δεσμευμένη από τους περιορισμούς που η ίδια επιβάλλει στον εαυτό της προκειμένου να είναι αξιόπιστη, θα δημιουργεί γύρω της ένα πεδίο βαρύτητας ικανό να καταπιεί κάθε νόημα. Άραγε απέχει πολύ αυτό από την έλλειψη νοήματος που διαπερνά την ζωή του σύγχρονου ανθρώπου στην αυγή του 21ου αιώνα;

Ας θυμηθούμε τον Λ. Βιτγκενστάιν :
«Για όποιον με καταλαβαίνει οι προτάσεις μου αποτελούν διευκρινήσεις, όταν, αφού με την βοήθειά τους –πατώντας πάνω τους- τις υπερπηδήσει και προχωρήσει πέρα από αυτές, τελικά τις αναγνωρίσει ως στερημένες από νόημα. (Πρέπει, θα λέγαμε να πετάξει μακριά την ανεμόσκαλα, αφού ανέβη πρώτα με αυτή). Πρέπει να ξεπεράσει τις προτάσεις αυτές και τότε θα ιδεί τον κόσμο σωστά. Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει»[20].

Αν αυτή η σύγχρονη εικόνα του κόσμου αποτελεί μια προβληματική εικόνα που συσσωρεύει τεράστια προβλήματα πολιτικής, βιοηθικής, οικολογικής, ανθρωπιστικής υφής, αν η επιστημονική αλαζονεία φέρει όλα τα χαρακτηριστικά της ύβρεως και εάν λίγο ως πολύ όλοι μας νιώθουμε απο - προσωποποιημένα  μέρη ενός τυπικού λογικού συστήματος –παρόμοιο με αυτό που ονειρεύτηκαν οι λογικοί θετικιστές ως γλώσσα-  η Φιλοσοφία επωμίζεται εξ ολοκλήρου το βάρος να θέσει τα νέα ερωτήματα του ανθρώπινου Λόγου και να επιχειρήσει να δείξει εκ νέου στην ανθρωπότητα τους δρόμους του στοχασμού επί του νοήματος, της δημιουργίας και των ορίων της.

Βιβλιογραφία :
-         Αυγελής Νίκος, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία, εκδ. Σταμούλης Αντ. Θεσσαλονίκη, 2012.
-         Carnap, R.,  Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη, μτφρ. Ιωάννας Γόρδου, εισ.Νικ. Αυγελή, Εκδ. Εγνατία, Θεσσαλονίκη, 1975
-         Δοξιάδης Απ., Παπαδημητρίου Χρ, Παπαδάτος, Αλ., Donna Annie, Logicomix,   εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2008.
-         Εncyclopedie de la Pleiade, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 20ος αιώνας, σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987,
-         Μπενιέ Ζαν – Μισέλ, Ιστορία της Νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, φυσιογνωμίες και έργα, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001,
-         Πελεγρίνης, Θ., Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004
-         Ρουσόπουλος Γιώργος, Φιλοσοφία της Επιστήμης, μια επιτομή, …………
-         Ψύλλος, Στάθης, Επιστήμη και Αλήθεια, εκδ. Οκτώ, Αθήνα 2008





[1] Το έργο του Ρ. Κάρναπ αποτελείται από τρία μέρη : Ι. Η Απόρριψη της Μεταφυσικής, ΙΙ. Η Λογική Σύνταξη της Γλώσσας, ΙΙΙ. Η Σύνταξη ως μέθοδος Φιλοσοφίας. Η παρούσα εργασία αποσκοπεί στην παρουσίαση του πρώτου μέρους, ωστόσο προσπαθώ κατά το δυνατό μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του έργου του φιλοσόφου. 
[2] «Αυτοί που καταγίνονται με τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες αφιερώνονται στη διανοητική εργασία που είναι σε θέση να κάνουν, ενώ – για να επαναλάβουμε την έκφραση του Καρναπ- οι μεταφυσικοί είναι ποιητές που τους λείπει το χάρισμα της ποίησης». Βλ. Η θεωρησιακή Φιλοσοφία του Whitehead στο Ιστορία της Φιλοσοφίας -20ος αιώνας Σύγχρονα Φιλοσοφικά ρεύματα, Εncyclopedie de la Pleiade, μτφρ. Ν. Νασοφίδη – Κ. Παπαγιώργη, Μ.Ι.Ε.Τ, Αθήνα 1987, σελ. 61
[3] «Το έργο τούτο βάρυνε πολύ για το λογικό θετικισμό και την αναλυτική φιλοσοφία, σχολιάστηκε αράδα – αράδα, κάθε Πέμπτη επί δύο χρόνια, με κίνδυνο να μετατρέψουν τις θέσεις του σε δόγμα». βλ. Ζαν Μισέλ Μπενιέ, Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, φυσιογνωμίες και έργα, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001. σελ. 522
[4] Συγκαιρινός της ομάδας του «Κύκλου της Βιέννης» και συμπολίτης τους, είναι ο θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής επιστήμης Σίγκμουντ Φρόιντ . Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι στο «εδώ και τώρα» των προβληματισμών του Κύκλου, αναδύεται μια νέα επιστήμη η οποία προσπαθεί δίνοντας τις δικές της «μάχες», αυτό ακριβώς που οι φιλόσοφοι αναζητούσαν : να ορίσει τους όρους, το αντικείμενο, την μέθοδο, με δύο λόγια διεκδικούσε την επιστημονική της νομιμότητα,  που θα την απομάκρυνε από τον τσαρλατανισμό, για τον οποίο άλλωστε επανειλημμένα είχε κατηγορηθεί ο Φρόιντ.
Οι εργασίες του Φρόιντ είναι ασφαλώς γνωστές στον Κύκλο της Βιέννης. Το Μανιφέστο επικαλείται τον Φρόιντ και το ασυνείδητο, τον Μαρξ και την ιδεολογία για να εκφράσει τον αξερίζωτο χαρακτήρα τους, τον οποίο όμως τοποθετεί στον χώρο εκτός της επιστήμης. Βλ. Ζαν Μισέλ Μπενιέ, Ιστορία της νεωτερικής και σύγχρονης φιλοσοφίας, φυσιογνωμίες και έργα, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 2001. σελ. 546.  
[5] Πολλοί από τους πρωταγωνιστές του Κύκλου, όπως ο Ότο Νόιρατ,  στρατεύονται στις σοσιαλιστικές ιδέες και λαμβάνουν ενεργά μέρος στην πολιτική ζωή. «Έτσι ο Μάζαρικ, ο οργανωτής της τσέχικης απελευθέρωσης και πρώτος πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκεί την πνευματική και πολιτική επιρροή του στα περισσότερα μέλη του Κύκλου. Η ουσία της διδασκαλίας του συνίσταται σε ένα ρεαλισμό που αρνείται τον ιστορικισμό, ο οποίος συνδέεται με τον ρομαντισμό και με μιαν εσχατολογικής εμπνεύσεως φιλοσοφία της ιστορίας. Οι Φιλοσοφικές και Κοινωνιολογικές Βάσεις του Μαρξισμού διαβάζονται με πάθος, γιατί είναι ένα έργο που προτείνει μιαν εναλλακτική επιστημολογία έναντι του διαλεκτικού υλισμού που κρίνεται δογματικός και ανήμπορος να αναδείξει τις αιτίες της σύγκρουσης ανάμεσα στη δημοκρατία και τη θεοκρατία» βλ. ό.π. σελ 538
[6] Carnap R., Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη, εκδ.  Εγνατία , μτφρ. Ιωάννας Γόρδου, εισαγ. Νικολάου Αυγελή, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 25
[7] Πελεγρίνης Θ. Λεξικό της Φιλοσοφίας, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004, σελ. 100
[8] Για παράδειγμα η κρίση «Κάθε τρίγωνο έχει τρεις γωνίες» είναι αναλυτική διότι η αλήθεια της μπορεί να διαπιστωθεί από την ανάλυση της έννοιας του υποκειμένου «τρίγωνο». Η αναγκαιότητα της ύπαρξης τριών γωνιών σ’ένα τρίγωνο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί χωρίς να προκύψει αντίφαση. Χαρακτηριστικό των αναλυτικών προτάσεων είναι η αναγκαιότητά τους και η αδυναμία τους να παράσχουν οποιαδήποτε πληροφορία για τον κόσμο.
[9] Για παράδειγμα η κρίση «Έξω βρέχει» δεν είναι κατ’ ανάγκη αληθής, διότι η αντίθετή της δηλ. «Έξω δεν βρέχει» δεν είναι λογικά αντιφατική, με την έννοια ότι μπορεί να βρέχει ή να μην βρέχει. Η εμπειρική αυτή κρίση έχει πληροφοριακό περιεχόμενο, το οποίο μπορεί να γνωσθεί με άμεση παρατήρηση.
[10] Carnap R., Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη, εκδ.  Εγνατία , μτφρ. Ιωάννας Γόρδου, εισαγ. Νικολάου Αυγελή, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 27
[11] ό.π σελ. 29

[12] Carnap R., Φιλοσοφία και Λογική Σύνταξη, εκδ.  Εγνατία , μτφρ. Ιωάννας Γόρδου, εισαγ. Νικολάου Αυγελή, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 39
[13] ό.π. σελ. 39
[14] ό.π. σελ. 35
[15] ό.π. σελ. 41
[16] ό.π. σελ. 51
[17] Ο Κάρναπ αναφέρει χαρακτηριστικά : «Πολλοί φιλόσοφοι δεν συνειδητοποίησαν ακόμη απόλυτα ότι η ψυχολογία δεν είναι πια ένα έμβρυο, αλλά ένας ανεξάρτητος οργανισμός και ότι τα ψυχολογικά ερωτήματα πρέπει να αφεθούν στην εμπειρική έρευνα», ό.π. σελ. 51.
[18] ό.π. σελ. 57
[19] ό.π. σελ. 105
[20] ό.π. σελ. 57 και  Wittgenstein L. Tractatus, μτφ. Θ. Κιτσόπουλου περ. Δευκαλίων, τ.7/8, Αθήνα 1971 σελ. 271.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός