Μπορώ να πω ότι μέσα σε πέντε μέρες είχα μάθει τα πάντα για κείνη.
Ξέρω ότι αυτός ο ισχυρισμός μου μπορεί ν'ακούγεται κάπως υπεροπτικός, λάβετε όμως υπόψη ότι οι άνθρωποι σε κατάσταση εμφανούς αδυναμίας και πόνου γίνονται σχεδόν διαφανείς.
Ωραία γυναίκα πρέπει νάταν στα νιάτα της, είπε η αποκλειστική που κράτησε για λίγο στα χέρια της το δελτίο ταυτότητας της άρρωστης για να αντιγράψει κάποια στοιχεία.
Η κόρη της, που της παραστεκόταν όλες τις μέρες πρωι βράδυ, συμφώνησε αμέσως...
Το είχα διαπιστώσει και γω μόλις μπήκαμε στον θάλαμο αρ. 3 της Α' Παθολογικής.
Λεπτή μύτη, έντονα ζυγωματικά, μάτια στενόμακρα σχιστά, δέρμα σε χρώμα ρόδινο, ελαφρύς σκελετός, χωρίς δόντια, με αραιά άσπρα μαλλιά. Είχε κάτι το πριγκηπικό.
Ετών 73.
Μιλούσε χαμηλόφωνα κι ήταν πολύ ήσυχη, αν και θα μπορούσε, όπως άλλες στην θέση της, να ασκεί δικαιώματα, να προβάλει απαιτήσεις και καπρίτσια.
Η κόρη της έσκυβε πολύ κοντά στο μαξιλάρι της κάθε φορά που ήθελε κάτι να της πει. Κι ήταν σα να συσπειρώνονταν οι δυο γυναίκες, να συμπλέκονταν και να λέγανε μεγάλα μυστικά.
Αυτή την εντύπωση μου έδιναν.... ίσως επειδή το κρεβάτι της άρρωστης ήταν στη μια γωνιά του θάλαμου και η καρέκλα που καθότανε η κόρη, ακόμα πιο βαθιά, στην κορυφή της γωνίας.
Εγώ, καθισμένη διαγώνια, απέναντι μπορούσα να τις βλέπω : ο ορός, ένα πορτοκάλι, ο ληθαργικός ύπνος, ένα σταυρόλεξο, οι ατέλειωτες ώρες, οι βάρδιες των νοσηλευτριών καθώς άλλαζαν, οι μέρες που περνούσαν...μια ζακέτα φορεμένη στην καρέκλα.
Επισκέψεις δεν είχανε.
Απύρετη.
Μόνο εκείνος έπαιρνε τηλέφωνο συχνά, τουλάχιστον δυο φορές την μέρα.
Ναι... όχι.. ήταν οι μονολεκτικές απαντήσεις της κόρης. Και μετά από αρκετή ώρα .. πάρε τη μαμά να της τα πεις.... σου δίνω τη μαμά.
Πρόθυμα, σχεδόν μοιρολατρικά, σαν κάτι που μας έχει στριμώξει σε μια γωνιά και δεν μπορούμε να αποφύγουμε, έπαιρνε εκείνη το τηλέφωνο κι άκουγε, ώρα πολλή.
Έρχονταν οι νοσοκόμες, μοιράζανε θερμόμετρα, αδειάζανε ουροσυλλέκτες...
Απύρετη.
Απαντούσε ψιθυριστά, ξαπλωμένη πάντα στο κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά....
Έκλεινε το τηλέφωνο.
Να σου σηκώσω λίγο το μαξιλάρι, μανούλα; θες λίγο χυμό, μανούλα;....
Κι ήταν αυτά τα σπαραχτικά μανούλα.... που έκαναν την άρρωστη, μετά από κάθε τηλεφώνημα, ν'ανοίγει τα μάτια της.
Ένα απόγευμα ήρθε εκείνος, όχι μόνος του. Μαζί του ήταν και κάποιος ανεψιός ή ξάδελφος, ένας γεροδεμένος άντρας γύρω στα 40 , με χοντρό λαιμό και δάχτυλα, με γένια και αγροτική κοψιά....
Εκείνος ήταν κοντός, νευρώδης, με ζωηρά μάτια που διέσχισαν τον θάλαμο απ'ακρη σ' άκρη και εντόπισαν τις γυναίκες στην γωνία, κρατούσε και μια μαγκούρα χωρίς να στηρίζεται σ'αυτήν...
Γύρω στα 75...
Είπε για το χωριό.... για τον καιρό, για κάποιο γείτονα, για τα λάστιχα του αγροτικού και μετά για την αποκλειστική που αναγκάστηκαν να βάλουν τις νύχτες, αφού κρατάει τόσες μέρες η νοσηλεία... και για τις εξετάσεις που αργούνε πολύ να ολοκληρωθούν και για τους γιατρούς που δεν κάνουν την δουλειά τους κι άλλα λέει ο ένας κι άλλα ο άλλος... που αν τους ακούσει κανείς θα πρέπει να ξεσπιτωθεί...
Συμφωνούσε κι ο ανεψιός ή ξάδελφος....
Και να κοιτάξουν να γίνει η εγχείρηση στα Χανιά... να μην τρέχουνε στο Ηράκλειο... μπορεί και πέντε χιλιάδες να στοιχίσει αυτή η ιστορία... και ποιος του εξασφαλίζει αυτουνού το αποτέλεσμα;
Κι εκείνη ήταν απύρετη.
Ένα μεσημέρι - κοιμόντουσαν οι άρρωστες- βγήκα στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Σε λίγο με ακολούθησε και κείνη, η κόρη της....
Να κεράσω; την ρώτησα...
Άναψε ένα...
Μόνη μου είμαι... δεν έχω αδέλφια... ναι στο χωριό... είναι χρόνια άρρωστη, δεν ξερω πόσα... παιρνει φάρμακα για τα νεύρα της... είναι καλή... κάποιο πρόβλημα παρουσιάστηκε τώρα με τη χολή της...μάλλον θα χρειαστεί εγχείρηση...
...........................................................
Μου έχουν καταστρέψει την ζωή....
Εκείνος μπήκε, βγήκε, είπε είπε... έκατσαν αρκετή ώρα... μέχρι που βράδιασε και ήρθε η αποκλειστική...
Λίγο πριν φύγουνε, είπε ένα αστείο και γελάσανε όλοι, ο ανεψιός ή ξάδελφος, η κόρη, εκείνος ασφαλώς και η άρρωστη που ήτανε απύρετη.... δεν ξέρω πόσα χρόνια...
Γελάσανε όλοι μαζί, οι θύτες και τα θύματα με το ίδιο αστείο της κατεστραμμένης και άπυρετης ζωής τους...
Την επομένη, εμείς φύγαμε και γυρίσαμε στην δική μας.
Ξέρω ότι αυτός ο ισχυρισμός μου μπορεί ν'ακούγεται κάπως υπεροπτικός, λάβετε όμως υπόψη ότι οι άνθρωποι σε κατάσταση εμφανούς αδυναμίας και πόνου γίνονται σχεδόν διαφανείς.
Ωραία γυναίκα πρέπει νάταν στα νιάτα της, είπε η αποκλειστική που κράτησε για λίγο στα χέρια της το δελτίο ταυτότητας της άρρωστης για να αντιγράψει κάποια στοιχεία.
Η κόρη της, που της παραστεκόταν όλες τις μέρες πρωι βράδυ, συμφώνησε αμέσως...
Το είχα διαπιστώσει και γω μόλις μπήκαμε στον θάλαμο αρ. 3 της Α' Παθολογικής.
Λεπτή μύτη, έντονα ζυγωματικά, μάτια στενόμακρα σχιστά, δέρμα σε χρώμα ρόδινο, ελαφρύς σκελετός, χωρίς δόντια, με αραιά άσπρα μαλλιά. Είχε κάτι το πριγκηπικό.
Ετών 73.
Μιλούσε χαμηλόφωνα κι ήταν πολύ ήσυχη, αν και θα μπορούσε, όπως άλλες στην θέση της, να ασκεί δικαιώματα, να προβάλει απαιτήσεις και καπρίτσια.
Η κόρη της έσκυβε πολύ κοντά στο μαξιλάρι της κάθε φορά που ήθελε κάτι να της πει. Κι ήταν σα να συσπειρώνονταν οι δυο γυναίκες, να συμπλέκονταν και να λέγανε μεγάλα μυστικά.
Αυτή την εντύπωση μου έδιναν.... ίσως επειδή το κρεβάτι της άρρωστης ήταν στη μια γωνιά του θάλαμου και η καρέκλα που καθότανε η κόρη, ακόμα πιο βαθιά, στην κορυφή της γωνίας.
Εγώ, καθισμένη διαγώνια, απέναντι μπορούσα να τις βλέπω : ο ορός, ένα πορτοκάλι, ο ληθαργικός ύπνος, ένα σταυρόλεξο, οι ατέλειωτες ώρες, οι βάρδιες των νοσηλευτριών καθώς άλλαζαν, οι μέρες που περνούσαν...μια ζακέτα φορεμένη στην καρέκλα.
Επισκέψεις δεν είχανε.
Απύρετη.
Μόνο εκείνος έπαιρνε τηλέφωνο συχνά, τουλάχιστον δυο φορές την μέρα.
Ναι... όχι.. ήταν οι μονολεκτικές απαντήσεις της κόρης. Και μετά από αρκετή ώρα .. πάρε τη μαμά να της τα πεις.... σου δίνω τη μαμά.
Πρόθυμα, σχεδόν μοιρολατρικά, σαν κάτι που μας έχει στριμώξει σε μια γωνιά και δεν μπορούμε να αποφύγουμε, έπαιρνε εκείνη το τηλέφωνο κι άκουγε, ώρα πολλή.
Έρχονταν οι νοσοκόμες, μοιράζανε θερμόμετρα, αδειάζανε ουροσυλλέκτες...
Απύρετη.
Απαντούσε ψιθυριστά, ξαπλωμένη πάντα στο κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά....
Έκλεινε το τηλέφωνο.
Να σου σηκώσω λίγο το μαξιλάρι, μανούλα; θες λίγο χυμό, μανούλα;....
Κι ήταν αυτά τα σπαραχτικά μανούλα.... που έκαναν την άρρωστη, μετά από κάθε τηλεφώνημα, ν'ανοίγει τα μάτια της.
Ένα απόγευμα ήρθε εκείνος, όχι μόνος του. Μαζί του ήταν και κάποιος ανεψιός ή ξάδελφος, ένας γεροδεμένος άντρας γύρω στα 40 , με χοντρό λαιμό και δάχτυλα, με γένια και αγροτική κοψιά....
Εκείνος ήταν κοντός, νευρώδης, με ζωηρά μάτια που διέσχισαν τον θάλαμο απ'ακρη σ' άκρη και εντόπισαν τις γυναίκες στην γωνία, κρατούσε και μια μαγκούρα χωρίς να στηρίζεται σ'αυτήν...
Γύρω στα 75...
Είπε για το χωριό.... για τον καιρό, για κάποιο γείτονα, για τα λάστιχα του αγροτικού και μετά για την αποκλειστική που αναγκάστηκαν να βάλουν τις νύχτες, αφού κρατάει τόσες μέρες η νοσηλεία... και για τις εξετάσεις που αργούνε πολύ να ολοκληρωθούν και για τους γιατρούς που δεν κάνουν την δουλειά τους κι άλλα λέει ο ένας κι άλλα ο άλλος... που αν τους ακούσει κανείς θα πρέπει να ξεσπιτωθεί...
Συμφωνούσε κι ο ανεψιός ή ξάδελφος....
Και να κοιτάξουν να γίνει η εγχείρηση στα Χανιά... να μην τρέχουνε στο Ηράκλειο... μπορεί και πέντε χιλιάδες να στοιχίσει αυτή η ιστορία... και ποιος του εξασφαλίζει αυτουνού το αποτέλεσμα;
Κι εκείνη ήταν απύρετη.
Ένα μεσημέρι - κοιμόντουσαν οι άρρωστες- βγήκα στο μπαλκόνι για τσιγάρο. Σε λίγο με ακολούθησε και κείνη, η κόρη της....
Να κεράσω; την ρώτησα...
Άναψε ένα...
Μόνη μου είμαι... δεν έχω αδέλφια... ναι στο χωριό... είναι χρόνια άρρωστη, δεν ξερω πόσα... παιρνει φάρμακα για τα νεύρα της... είναι καλή... κάποιο πρόβλημα παρουσιάστηκε τώρα με τη χολή της...μάλλον θα χρειαστεί εγχείρηση...
...........................................................
Μου έχουν καταστρέψει την ζωή....
Εκείνος μπήκε, βγήκε, είπε είπε... έκατσαν αρκετή ώρα... μέχρι που βράδιασε και ήρθε η αποκλειστική...
Λίγο πριν φύγουνε, είπε ένα αστείο και γελάσανε όλοι, ο ανεψιός ή ξάδελφος, η κόρη, εκείνος ασφαλώς και η άρρωστη που ήτανε απύρετη.... δεν ξέρω πόσα χρόνια...
Γελάσανε όλοι μαζί, οι θύτες και τα θύματα με το ίδιο αστείο της κατεστραμμένης και άπυρετης ζωής τους...
Την επομένη, εμείς φύγαμε και γυρίσαμε στην δική μας.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου