Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ξένιος


Πήγα κι εγώ σε μια συναυλία του καλοκαιριού... δώρο  καλού φίλου το εισιτήριο... έκανα δώρο τις μπύρες....

Καλοκαίρι, βαριούνται θεοί και άνθρωποι και αναρωτιούνται....τι κάνω; 
Στον ουρανό εξορισμένος
τριάντα αιώνες ξεγραμμένος
τι κάνει τώρα αναρωτιέται
ένας Θεός όταν βαριέται.

Πέτρινο το θέατρο... Κρεμαστός, τ' όνομά του...κι αλήθεια στα γκρεμνά, ψηλά ανάμεσα στις βαλανιδιές αιωρείται το πέτρινο σώμα του .. τα διαζώματα ... το κοίλο φαρδύ πάνω, στενεύει όσο κατρακυλάει.στο κέντρο, στην ορχήστρα....και φτάνει στη γη  ν' ακουμπάει ελάχιστα..... 
Εμπρόσνερος ο παλιός τόπος ... ποιος κεραυνός χώρισε το βουνό στη μέση κι αναβλύσαν τα νερά και αναδύθηκαν τα πέτρινα βράχια, που τα είπανε θέατρα;
Τους δρόμους παίρνει νυχτωμένος
Ξένιος παλιά και τώρα ξένος
δεν έχει κεραυνό στο χέρι
κι όλο γυρνάει στα ίδια μέρη.


Κόσμος πολύς ... ανάλαφρα ντυμένος....μαυρισμένος από τον ήλιο του καλοκαιριού... μεσήλικα ζευγάρια πιασμένα απ' το χέρι.... οικογένειες με τα παιδάκια τους, ερωτευμένοι που δεν θέλουν να χαθούνε μες τη πολυκοσμία, παρέες νεαρών ...
Βρίσκει χαμένους Μινωίτες
και κάτι χούφταλα Κουρήτες
για φίλους και γνωστούς ρωτάει
μόνο γι αγάπες δε μιλάει.

Aχ! Αν ήξερα μουσική..
 
Στριμώχνονταν στην ουρά για το εισιτήριο, στα διαζώματα να βρουν μια θέση... χειροκροτούσαν με τις παλάμες τους.. σήκωναν τα χέρια τους ψηλά και τα κυμάτιζαν.. έβαζαν τα δύο δάκτυλα στο στόμα τους και σφύριζαν... σειότανε τα κεφάλια τους στον ρυθμό... κάποια ζευγαράκια αγκαλιάζονταν και φιλιούνταν .. οι άνθρωποι έχουν σώμα και χαίρονται...και λυπούνται.... ίδια τα φεγγάρια του Ιούλη....
Αν ήξερα μουσική;

Και ο καλλιτέχνης ... ευτυχώς που κι αυτός είχε σώμα και το εξέθετε εκεί στη μέση της σκηνής, απέναντί σ' όλους .... αλλιώς θα είχε αυτοκτονήσει από την πίκρα των τραγουδιών του.
 Κι είναι το μόνο που τον σώνει
μια δοξαριά του Ψαραντώνη ...

Αν ήξερα μουσική...
θα μπορούσαν τα χέρια μου παίζοντας τα πλήκτρα του πιάνου ή τις χορδές της κιθάρας, να φιλίωναν τη ψυχή μου με τον κόσμο.... αν ήξερα να τραγουδάω θα έβγαζα τέτοιες κορώνες από το λαιμό μου και τα νεύρα στα πόδια μου και στο σώμα μου θα χτύπαγαν, θα πείσμωναν,  θα ήταν τόσο ζωντανά και δοσμένα στον κόσμο που τίποτα δεν θα έμενε πια για να δώσω...
Στήνει τη βίγλα του στο Κάστρο
και του νοτιά ανάβει τ` άστρο
και στο Κομμένο το Μπεντένι
κάποια Αριάδνη περιμένει.

Αν ήξερα μουσική θα είχα σώμα και  θα 'μουν ένα μικρό αγόρι.... που θα κραύγαζε τραγουδώντας

Λαχτάρησε να βγει στα όρη
όπου περπάτησε αγόρι
κει που περνούσε τα μικράτα
πάνω στης Νίδας τα μιτάτα.

Αν ήξερα μουσική...
Δεν θα έπρεπε να μεταμφιέζω την κραυγή μου και να τη μεταποιώ σε κάτι άλλο από αυτό  που αληθινά  είναι.:  ένα σώμα που τραγουδάει τον καημό του, τον έρωτά του, τη μοναξιά και τον χαμό του... ένα σώμα που θέλει να σωθεί 
Κι από το θρόνο του στο Γιούχτα
θυμάται τον παλιό χρησμό
κι αμίλητος παραμονεύει
το δεύτερο κατακλυσμό.

Αν ήξερα μουσική... το σώμα μου θα είχε μορφή... και κάθε που με ρώταγε ο κόσμος ν'απαντήσω θα του έλεγα τα θεϊκά τραγούδια μου....δεν θα ήμουν ξένος.....και "ο κόσμος όλος θα εσώζετο"

Κι είναι το μόνο που τον σώνει
μια δοξαριά του Ψαραντώνη ...




 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός