Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_τα πρόσωπά σας


Στην Ευανθία και στον Πέτρο

Νομίζω ότι όλοι οι άνθρωποι ζωγραφίζουν.
Ζωγραφική θα πω αυτό που μας συνοδεύει απ' όταν είμαστε μικρά παιδιά έως τη βαθιά ωριμότητά μας και γεννιέται απ' την ακροβασία της ψυχής στην μύτη ενός μολυβιού ή ενός στυλό ή ενός πινέλου, άλλοτε ως μουτζούρα, άλλοτε ως μια βαθιά επίμονη γραμμή που σχίζει το χαρτί, άλλοτε ως λαβύρινθος κι άλλοτε ως περίτεχνο σχέδιο.
Μ' αυτή την έννοια  κι εγώ ζωγράφιζα από πάντα.
Όχι, δεν είμαι ζωγράφος. Αν με ρωτούσατε δεν θα ήξερα να πω τι είμαι. Δεν ξέρω ν' αποδώσω στον εαυτό μου ένα κατηγόρημα.
Έτσι, προτιμώ να λέω ότι είμαι ένας άνθρωπος που κάτι κάνει....κι αυτό ήδη το θεωρώ πολύ.

Ζωγραφίζω κυρίως πρόσωπα. Καμιά φορά ζωγραφίζω και άλλα πράγματα λουλούδια, τοπία ή αφηρημένα σχήματα, αλλά αν αφήσω ελεύθερο το μυαλό μου - από τα μαθητικά μου χρόνια στις ατελείωτες ώρες των ανιαρών παραδόσεων έως και τώρα που γύρισα πάλι πίσω στα θρανία - στα περιθώρια των τετραδίων και στα βιβλία μου ακόμα, πρόσωπα θα ζωγραφίσω.

Είμαι, λοιπόν, ένας άνθρωπος που κάνει κάτι και όταν ζωγραφίζω μού βγαίνουν αυθόρμητα πρόσωπα. Τα φρύδια πρώτα, μετά η μύτη, τα μάτια, τα χείλη, ο λαιμός. Πρόσωπα όμορφα, συμμετρικά, ελληνικά θα'λεγα.
Ποιόν παριστάνουν αυτά τα πρόσωπα; Ποτέ δεν είχα ένα μοντέλο.
Ποτέ κάποιον συγκεκριμένο άνθρωπο. Ήταν απλά πρόσωπα. Πρόσωπα που επανέρχονταν επίμονα.
Ίσως ήταν τα δικά μου πρόσωπα καθώς περνούσαν τα χρόνια. Ίσως αυτοί που έλειπαν από τη ζωή μου. Ίσως να ήταν πρόσωπα Αγίων.
Πολλά χρόνια αργότερα ήρθα σε επαφή με τα Φαγιούμ, τα νεκρικά αυτά πορτρέτα της Αιγύπτου.
Θυμάμαι με είχαν συνεπάρει οι μορφές τους. Το αναλλοίωτο και μελαγχολικό τους βλέμμα, η σιωπή τους, το εφήμερο μπροστά στην αιωνιότητα. Μορφές που σου μιλάνε, για την ζωή τους, για την αυλή, για την παλαίστρα, για το πέπλο που σκίστηκε, για το ταξίδι που έκαναν. 
Ο θάνατος που επιμένει, η ζωή που επανέρχεται. Η προσδοκία ν' αντικρύσουμε κάποτε το Φως.
Με μια λέξη : η ιερότητα του ανθρώπινου προσώπου. Ή ό,τι βρίσκεται πέραν της κατηγόρησης....

Άνθρωποι άγνωστοι,
Πρόσωπα άγνωστα και ιερά σαν τα δικά Σας.

Ίσως να ζωγράφιζα τα πρόσωπά σας όλα αυτά τα χρόνια.
Πώς να'ναι τα μάτια σου, Πέτρο; 
Πώς πιάνεις τα μαλλιά σου, Ευανθία; 
Τι σχήμα παίρνουν τα φρύδια σου όταν τα σκιάζει κάποια έγνοια; 
Πώς σφίγγεις τα χείλη σου όταν θυμώνεις;
Μια γυναίκα και ένας άντρας που δεν γνωρίζω... 
Κι όμως εκεί στην μύτη του μολυβιού η ακροβασία της ψυχής μου, τις στιγμές που κινδύνευε ελευθερωμένη, μού έλεγε ότι -δεν μπορεί- κάποτε ζήσατε...
Ότι ζείτε και τώρα, είστε οι άλλοι, 
οι μακρινοί, 
είστε οι άγνωστοι και διαφορετικοί, 
είστε ίσως οι μόνοι ζωντανοί, 
μέσα σ' ένα κόσμο που απονεκρώθηκε, 
καταστρέφοντας όλα τα πρόσωπα 
και κάποτε θ' αξιωθώ και θα Σας συναντήσω.

Σας ευχαριστώ.


Σχόλια

  1. Ανώνυμος23/12/14, 11:24 π.μ.


    Άχυρα χλωμά, της Φάτνης του Χριστού, η Ελένη, η Ευανθία,ο Πέτρος-και κάμποσοι αόρατοι άλλοι-παρότι φυσάει, απέξω, μανιασμένα "ο Βοριάς που τ' αρνάκια παγώνει"-,εντός,
    αν-ίπτανται με θέρμη, στο Φως της Ευχαριστίας!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος23/12/14, 7:48 μ.μ.

    "Μιλάει" η ζωγραφιά σου, Ελένη!
    Καλά Χριστούγεννα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. @Ευχαριστώ για τις ευχές σου ανώνυμε φίλε και κυρίως για τον λόγο τον καλό!
    Εύχομαι κι εγώ να έχεις γαλήνη.
    Καλά Χριστούγεννα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός