Στον κόσμο που βρέθηκε δεν υπήρχε λύπηση για κανέναν.
Κι όμως κάποιος έπρεπε να λυπάται.
Να λυπάται πολύ και βαθιά
γι' αυτόν που δεν καταλαβαίνει,
γι' αυτόν που μπερδεύει τους αριθμούς,
γι' αυτόν που ξεχνάει τα ονόματα,
γι' αυτόν που δεν μπορεί
γι' αυτόν που αργεί, που αργεί πολύ στο δρόμο
γι' αυτόν που δειλιάζει,
γι' αυτόν που καθυστερεί παρατηρώντας
ένα φύλλο καθώς πέφτει αργά
απ' το κλαδί στα κεραμίδια
κι από εκεί στον δρόμο, μπροστά σε μια αυλόθυρα που έκλεισε για πάντα
γι' αυτόν που κοιτάζει τον ουρανό τα βράδια
και περιμένει μάταια
Για το πουλί που ξέχασε να κελαηδά
μες στην ανοικτή παλάμη μιας ζητιάνας.
Ώστε είστε άπορη..., της είπε ο γιατρός, βλέποντας τα χαρτιά της.
Ναι, του απάντησε ο ψίθυρος της φωνής της.
Δεν την κοίταζε. Χαμήλωσε τα μάτια της κι εκείνη...
Με θύρυβο έβαλε την σφραγίδα του, άφωνος την υπογραφή του.
Απλωσε τα χαρτιά μπροστά και τα μάτια του απέναντι στην οθόνη.
Ναι...
Γιατί, γιατρέ,
Πώς θα σταθεί ο κόσμος
χωρίς κανένας να τον ελεηθεί, που'ναι τόσο μικρός, τόσο ξερός
τόσο άπορος και δεν κατα
λαβαίνει...
χωρίς κάποιος να τον λυπηθεί,
που είναι αυτός που Είναι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου