Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_ξύπνησα σε μια Πόλη Μαγική




Την καθορισμένη ώρα -κάποια ώρα που εγώ δεν γνωρίζω, ώρα Λονδίνου, κάποια ώρα που εγώ κοιμόμουν- οι σεκιουριτάδες ανοίξανε τις πόρτες του λονδρέζικου Πολυ-πολυκαταστήματος. 
Οι πρώτοι 5 - 6 μπήκαν όρθιοι μ' ένα μεγάλο  άσπρο χαμόγελο στα χείλη τους.  Οι άλλοι σπρώχθηκαν σα να τους έπληξε ένα ωστικό κύμα από πίσω, οι επόμενοι κάνανε δύο-τρία  βήματα, χάσανε την ισορροπία τους και πέσανε, το πλήθος κατίσχυσε με την ορμή του και πέρασε από πάνω τους. Οι πεσμένοι τσαλαπατήθηκαν, στριμώχθηκαν ανάμεσα σε τζαμαρίες και μεταλλικές μπάρες. Μετά απ' αυτούς, οι πολλοί μπαίνανε σχεδόν στα τέσσερα, παραπατώντας. Πλημμύρισαν οι διάδρομοι και οι σκάλες. Τα συστήματα ασφαλείας κατέγραφαν. Οι κάμερες τραβούσαν πλάνα.
Το Σίτυ ξυπνούσε. 

Ξυπνούσε μια  χριστουγεννιάτικη, λαμπιονισμένη, αφιονισμένη, γιορτινή  ημέρα. Χιλιάδες φωτάκια,  γιρλάντες κυκλώνουν τα πάντα, τραγούδια στα ηχεία του καταστήματος, τα εμπορευμάτα σε προσφορές κι εκπτώσεις.
Ο πρώτος άρπαξε μια οθόνη, την κράτησε στο στήθος του για να την προφυλάξει. 
Πήγε στο ταμείο, την έβαλε στην κάρτα. Την απέκτησε στη μισή τιμή. Του στοίχισε λιγότερα, που πάει να πει λιγότερες ώρες από τον σπαταλημένο του εαυτό. Του έμεινε και κάτι.
Κοίταξε γύρω του τους άλλους που εποφθαλμιούσαν αυτό που κρατούσε. Κοίταξε πίσω του.... τι αγέλη...τους έδειξε κι αυτός τα δόντια του. Διπλα του κάποιος γρύλισε.  Έσφιξε την οθόνη, στριφογυρίζοντας έκανε χώρο με τους αγκώνες του και βιάστηκε να βγει. Ευχήθηκε να υπάρχει ασφάλεια στην έξοδο, στο δρόμο... να υπάρχει παντού ασφάλεια μέχρι να φτάσει σπίτι του. 
Και όταν θα έφτανε σπίτι του, ήξερε αυτός.... 
Θα κλείδωνε την τριπλή ατσάλινη κλειδαριά ασφαλείας, θα έβαζε και τον συναγερμό.
"Λύκοι, λύκοι είναι όλοι... δεν το'χουν σε τίποτα να σε λιώσουν.... να πεθάνεις την πρώτη μέρα των   εκπτώσεων του Δεκεμβρίου...."
Έβγαλε  βιαστικά  το κουτί, τα προστατευτικά και τις ταινίες.  Σύνδεσε  στα τυφλά την οθόνη.
Εντάξει δουλεύει.... 
Οι ειδήσεις, πρώτη μέρα εκπτώσεων στο Λονδίνο, ο κόσμος, τα δόντια του, ο τριγμός του, οι τιμές του χρηματιστηρίου, ο τραπεζικός του λογαριασμός, η πιστωτική του κάρτα....εντάξει όλα.... θα δει και τα Χριστούγεννα....  

Εγώ όμως ξύπνησα σε μια Πόλη μαγική.
Σε μια πόλη που θες να κάνεις στην άκρη για να περάσει ο άλλος, που θες να  του δώσεις ένα σκαμνί για  να κάτσει και να τον ρωτήσεις "είσαι καλά εκεί;"
Που δεν φοβάσαι πιά για την ασφάλειά σου ούτε μήπως ξοδέψεις παραπάνω εαυτό και ημερομίσθια, μήπως υπερβείς το πιστωτικό σου όριο, αλλά όλη η αγωνία σου και η έγνοια σου και το ξημεροβράδιασμά σου είναι μήπως δεν κατάλαβες, μήπως πέρασε αυτή η μέρα κι αυτός ο Δεκέμβρης κι αυτή η μικρή ζωή σου και δεν κατάλαβες καλά... που θες να ζητήσεις συγνώμη, συγνώμη, συγνώμη...
Ξύπνησα σε μια πόλη μονάχη, ερημική κι ακατανόητη για το πολιτισμένο Σίτυ.



Μουσική : Μάνος Χατζηδάκις
Στίχοι : Νίκος Γκάτσος
Ερμηνεία : Λίτσα Σκαρτσάτου, σοπράνο.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός