Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_οι τσακιστές ελιές




Μεγάλος μπελάς οι τσακιστές ελιές!

Δυό μέρες τώρα καθόμουν στο τραπεζάκι της αυλής,  βοήθησαν κι αυτές οι μέρες του Νοέμβρη με τον μεθυσμένο ήλιο τους... τέλος πάντων, τις τσάκισα όλες!
Απ' όλες τις ελιές που τρώμε εμείς οι άνθρωποι, τούτες οι τσακιστές, θαρρώ ότι είναι οι πιο απαιτητικές.
Κατ' αρχάς χρειάζεται να τις μαζέψεις μια μια με το χέρι,  να 'ναι μικρούλες και πράσινες, να φαίνονται άγουρες όμως να είναι σαρκωμένες και χυμώδεις.
Δεν πρέπει να έχει εισχωρήσει κανένα σκουληκάκι μέσα τους, να είναι καθαρές....
Να είναι γυαλιστερές και ώριμες, δηλαδή στην ώρα τους, που πάει να πει "ωραίες". 
Στη συνέχεια πρέπει να τις τσακίσεις μια μια με ένα σφυράκι.
Δεν πρέπει να τις λιώσεις κι ούτε να σπάσεις το κουκούτσι...
Το κουκούτσι πρέπει να μείνει άθικτο. Εκεί κρύβεται όλη η ουσία.
Εκεί είναι το μυστικό.
Απ' έξω να είναι τσακισμένες και από μέσα να είναι άθικτες.
Είναι ένας μυστήριος αλγόριθμος αυτό το τσάκισμα:  της απόστασης που κρατάς, της δύναμης που κατεβάζεις το σφυράκι, του τρόπου που πιάνεις μία μία την ελιά στα δάκτυλά σου, της εμπειρίας εν τέλει....
Καθώς καταφέρεις το "μυστήριο" πλήγμα, από το ράγισμα προβάλλει μια στάλα ο χυμός και σε λίγο τα χέρια σου λαδώνουν και μαυρίζουν.
Συνεχίζεις μέχρι να τις τσακίσεις όλες. Τις βάζεις στο νερό.
Σταδιακά θα αλλάξουν χρώμα: θα εγκαταλείψουν το χλωρό πράσινο και θα πάρουν ένα πράσινο που πάει προς το καφέ ή το μαύρο.
Από το ράγισμα αυτό θα ρεύσει προς τα έξω η πικράδα τους.
Αλλάζεις κάθε μέρα το νερό τους. Θα γίνονται κάθε μέρα και πιο γλυκές. 
Πάντως ποτέ δεν θα γλυκάνουν εντελώς. Θα μείνουν πάντα πικρούτσικες κι αλμυρές.
Δεν αρέσουν σ' αυτούς που θέλουν τις γλυκερές γεύσεις....τα γλυκερά πράγματα.
Εγώ τις προτιμώ, απ' όλες τις άλλες.
Γέμισα ένα μικρό πήλινο κουρουπάκι για το χειμώνα που έρχεται....


Σχόλια

  1. Ανώνυμος18/11/14, 10:04 μ.μ.

    Η Κρήτη ή η Μεσσηνία έχει τελικά τις καλύτερες;
    παπα-Κώστας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Εύλογη η απορία σου παπα-Κώστα μου.
    Τι να πει κανείς;
    Πώς να ξεκαθαρίσει πού ο ήλιος είναι πιο λαμπρός, πού η θάλασσα πιο φλύαρη, πού ρίζες πιο βαθιές, οι ελαιώνες πιο σιωπηλοί και οι πέτρες, αχ! αυτές οι πέτρες πιο καθαρές στου "γλαυκού το γειτόνεμα";
    Το δίκαιο του "αίματος", της καταγωγής, ίσως... και η ντοπιολαλιά.
    Οπότε αντικειμενικό κριτήριο δεν υπάρχει.
    Καλύτερα, νομίζω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος19/11/14, 9:33 π.μ.

    Πάντα είχα μια απορία πώς φτιάχνονται αυτές οι τσακιστές ελιές. Εμαθα σήμερα μέσα από αυτό το εξαιρετικό κείμενο της Ελένης.

    παπα-Κώστα το κρητικό λάδι αναδίδει μια περίεργη οσμή για τους πελοποννήσιους και λοιπούς, όμως όσοι μεγάλωσαν στην Κρήτη και το γεύτηκαν πρώτο, σαφώς και ΜΠΟΡΕΙ να το προτιμΑνε για καθαρά συναισθηματικούς λόγους επειδή ΤΙΠΟΤΕ απολύτως δεν είναι ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ από συναισθήματα. Ούτε κάν η επιστήμη (καλά, για τις θρησκευτικές πίστεις όλων των ειδών δεν το συζητώ. Εννοείται! )

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Τα λιόδενδρα, το λάδι, οι ελιές σ' αυτόν τον τόπο, είχαν πάντα μια ιδιαίτερη σημασία...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος19/11/14, 12:39 μ.μ.

    Καλημέρα.
    Ευλογημένοι τόποι όλα τα "λιοτόπια" όπου και αν βρίσκονται. Σας το λέει ένας ορεσίβιος.

    Φέτος για πρώτη φορά επιχειρώ να φτιάξω βρώσιμες ελιές. Πρόκειται για μεγάλους μαύρους και γυαλιστερούς καρπούς που μαζεύτηκαν με το χέρι από μια ελιά στην περιοχή των Θερμοπυλών. Ο άνθρωπος που μου τις έδωσε μου πρότεινε και κάποιον εύκολο τρόπο παρασκευής. Αφού πλυθούν και διαλεχτούν (να είναι χωρίς χτυπήματα και στίγματα) σχολαστικά οι καρποί, τοποθετούνται σε πλαστικά μπουκάλια (εγώ χρησιμοποίησα ένα μπουκάλι 5lit), τα οποία στην συνέχεια γεμίζονται με άλμη ή θαλασσινό νερό.Αν θέλουμε να παραμείνουν τραγανοί οι καρποί βάζουμε και το χυμό ενός λεμονιού. Τα τελευταία 2-3 εκατοστά του δοχείου μας τα συμπληρώνουμε με ελαιόλαδο ώστε να "σφραγίσουμε" το περιεχόμενο.Κλείνουμε καλά το καπάκι και αφήνουμε τις ελιές να "ψηθούν" για 90 ημέρες τουλάχιστον. Όταν συμπληρωθεί ο χρόνος τις μεταφέρουμε σε γυάλινα βαζάκια και τις διατηρούμε σε ένα μείγμα με λάδι,ξύδι και μερικές φέτες λεμονιού.
    Λόγω απειρίας δεν μπορώ να εγγυηθώ για την επιτυχία, αλλά θα σας πω τα αποτελέσματα εν καιρώ.
    Χ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος19/11/14, 1:15 μ.μ.

    ω ναι..συμφωνούμε...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος19/11/14, 2:47 μ.μ.

    Μου αρεσει που αναδεικνυεται η παραδοσιακη ζωη του χωριου σε αυτο τον ιστιχωρο.
    Το καλυτερο ελαιολαδο γινεται στη ΜΑΝΗ ,εκει που η ελια κειται στην πετρα,οπως και η πιστις !Και οι καλυτερες ελιες ειναι οι καλαμων.
    Το αντικειμενικο κριτηριο ειναι η ορεξη και να μην εισαι παραξενος και ο,τι τρως να το τρως με αγαπη .γιατι ξερω καποιους που για μια ελια μπορει να ''μπριζωσουν''απο την παραξενια τους τους αλλους ,σε τετοιο βαθμο που και οταν πια καταντησουν να την φανε απο την στριμαδα τους και αυτη φανταζει τοσο πικρη που φαινεται οτι και αυτη μας εμισησε τα μεγιστα....π

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Αγαπητέ Χ, σε καλησπερίζω.

    Ξέρεις να φτιάχνεις άλμη;
    Η συνταγή σου μου φαίνεται μια χαρά και θα έχεις σίγουρα επιτυχία.
    Να τις βάλεις σε ένα ήσυχο μέρος, μακριά από αδιάκριτα μάτια και αναταράξεις.
    Εσύ ωστόσο, μη ξεχνάς πού και πού να τους λες μια καλημέρα ή μια καληνύχτα.
    Την χρειάζονται και οι ελιές!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Καλή μου π.

    Η ζωή στο χωριό είναι μια μεγάλη ιστορία.
    Όχι πάντα μια αγαθή ιστορία.
    Εγώ προσπαθώ να διατηρώ μέσα μου το πρότυπο μιάς ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ, άσχετα πού βρίσκομαι.
    Αντίθετα, με λύπη μου σε πληροφορώ ότι πολλοί άνθρωποι που ζουν στο χωριό αναπαράγουν το κακέκτυπο της ζωής στη σύγχρονη μεγαλούπολη.
    Όσο για την όρεξη, συμφωνώ μαζί σου, αυτή συμβαδίζει με την καλή καρδιά.
    Παραξενεύομαι δε με τους ανθρώπους που έχουν λίστα με φαγητά που δεν τρώνε, από παραξενιά και μιζέρια.
    Προσπαθώ να σκεφτώ τι δεν τρώω... δεν βρίσκω τίποτα.
    Νομίζω ότι τα τρώω όλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ανώνυμος19/11/14, 5:15 μ.μ.

    Ελένη σε ευχαριστώ για τις συμβουλές.Θα τις εφαρμόσω :)

    Η άλμη στην παρούσα φάση(ξεπίκρισμα ελιών) είναι νεράκι του Θεού με την σωστή περιεκτικότητα σε αλάτι. Ένας απλός και σίγουρος τρόπος για την εύρεση της σωστής αναλογίας του αλατιού στο νερό είναι με την χρήση ενός αυγού.
    Βυθίζουμε το αυγό στο σκεύος που περιέχει το αλατόνερο.Προσθέτουμε αλάτι και ανακατεύουμε απαλά το νερό μέχρι να πετύχουμε την ανύψωση του αυγού.
    Στην περίπτωση που θέλουμε να φτιάξουμε άλμη για την συντήρηση των ελιών και τον εμπλουτισμό της γεύσης, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και διάφορα μυρωδικά όπως δενδρολίβανο, δάφνη και φέτες λεμονιού, τα οποία θα τα σιγοβράσουμε μαζί με το αλατόνερο.

    X

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. Ανώνυμος20/11/14, 6:32 μ.μ.

    Οι τσακιστες ελιες βέβαια δεν ειναι τίποτα αλλο απο το σωμα μας και την ψυχη μας... πως τσακίζεται η σαρκα μας, ματωνουμε, βγαζουμε πικρια αλλα μετα με τον καιρο ξεχναμε γλυκαινουμε αλλα δε παυουμε να ειμαστε κ λιγο τσακισμενες με πικρό πόνο για παντα...με αλάτι στις πληγες μας..αλλα τοτε είναι που το ταξίδι μας στο τσάκισμα τελειωνει και εχουμε επιτελους την σωστη ωραια γευση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Αγαπητή (συνάγω το γένος από το "τσακισμένες"),

    Ούτε λέγει ούτε κρύπτει, σημαίνει (Ηράκλειτος).
    Οι πράσινες τσακισμένες ελιές είναι ότι θέλει ο καθένας να είναι.
    Πλευρές της ψυχής του, μνήμες, κάτι που θέλεις και δεν θέλεις να τσακίσεις, ένας μύστηριος αλγόριθμος που δεν γνωρίζουμε αλλά που σχηματίζεται καθώς μεγαλώνουμε...
    Σ' ευχαριστώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός