Στα σαράντα η μητέρα τούς είπε να πάρουν
ό,τι δικό του ήθελε ο καθένας, σαν ανάμνηση.
Πήραν το ρολόι του,
το ραδιόφωνο που είχε δίπλα στο κομοδίνο κι άκουγε τ' αθλητικά τις Κυριακές,
μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα,
το κομπολόι του,
η ίδια κράτησε τη βέρα του.
Εκείνη, η πρώτη, πήρε το καρώ φανελένιο πουκάμισο που φόραγε τελευταία.
Το ρίχνει πάνω της τα βράδυα του χειμώνα,
μόλις δύσει ο ήλιος και πέφτει υγρασία.
Φέρνει ξύλα, ανάβει τη πυρά στο τζάκι
και καθώς η φωτιά φουντώνει
και νιώθει στα χέρια της να κυκλοφορεί εκείνο το αίμα του Νέσσου,
κάθεται και γράφει τις ιστορίες της.
Τι θέλει να πει ο ποιητής;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρώτοι οι ίδιοι οι ποιητές απορούν με αυτή την απορία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι θέλει να πει ο Ποιητής;
Στην προσπάθειά τους να ξεδιαλύνουν το ερώτημα γράφουν και γράφουν και γράφουν.
Ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής γραφής αφορά αυτά που βλέπει ο ποιητής να γίνονται έξω, ένα άλλο μέρος αφορά αυτά που νιώθει να γίνονται μέσα.
Οι μεγάλοι ποιητές έχουν το χάρισμα να βρίσκουν αναλογίες και αντιστοιχίσεις ανάμεσα σ' αυτά τα δύο.
Υπάρχει και ένα δεύτερο επίπεδο, αυτά που λέμε "ποιήματα Ποιητικής" όπου εκεί ο ποιητής αναρωτιέται : πώς γεννιέται ένα ποιήμα; τι γονιμοποιεί και τι γονιμοποιείται;
Ας πούμε λοιπόν ότι το παρόν πόνημα ανήκει σ' αυτή την κατηγορία.