Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_παραμύθι


   



Σ’ ένα μακρινό τόπο,  μια φορά και ένα καιρό  γεννήθηκε ένα πανέμορφο  κορίτσι. Οι γονείς του ήταν πολύ χαρούμενοι. Περισσότερο όμως χαρούμενος ήταν ο πατέρας του κοριτσιού. Κάθε φορά που το έβλεπε, κάθε φορά που το κρατούσε στα χέρια του, κάθε φορά που παρέστεκε στον ύπνο του, δάκρυα χαράς ανέβαιναν στα μάτια του.
Και έκλαιγε πραγματικά, το χάιδευε, του μιλούσε και ήταν σαν να μην πίστευε ότι το κορίτσι αυτό ήταν το  παιδί του, νόμιζε ότι ήταν ένας άγγελος που δεν του άξιζε. Πως αυτός ήταν ανάξιος για μια τέτοια χαρά, τέτοια ομορφιά, τέτοια αθωότητα .    
Έτσι μεγάλωνε το κοριτσάκι βλέποντας τη χαρά να γίνεται πόνος και δάκρυα. 
Το κορίτσι όμως δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο πατέρας του έκλαιγε από την χαρά του που γεννήθηκε, γιατί το κορίτσι δεν ήταν ο πατέρας του για να νιώθει όπως εκείνος. Το κορίτσι ήταν ο εαυτός του, που έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει. Και σιγά σιγά άρχισε να κλαίει κι εκείνο χωρίς να ξέρει γιατί. Έτσι, άρχισε να κλαίει που γεννήθηκε.
Ναι, που γεννήθηκε για να φέρει τόση χαρά που μόνο τα δάκρυα μπορούσαν να την περιγράψουν.
Τόσο βαρύ φορτίο η χαρά, τόσο βαριά η αγάπη στους ώμους του κοριτσιού, που κάθε φορά που πήγαινε να πετάξει έπεφτε. Κι ήταν σαν να έπεφτε σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Μια, δυο, τρεις , πώς να βγει από το βαθύ πηγάδι;  πώς να πετάξει;  

Περάσαν χρόνια, πέρασε όλη η αγάπη, πέρασε  όλη η ζωή, περάσαν όλα. Κι ήταν όλα βαριά, όλα φορτία, όπως το πρώτο εκείνο… της  χαράς που έφερε μαζί του όταν γεννήθηκε.
Και ζει το κορίτσι καλά και τα δάκρυά του ακόμα καλύτερα. 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός