Σ’ ένα μακρινό τόπο, μια φορά και ένα καιρό γεννήθηκε ένα πανέμορφο κορίτσι. Οι γονείς του ήταν πολύ χαρούμενοι. Περισσότερο όμως χαρούμενος ήταν ο πατέρας του κοριτσιού. Κάθε φορά που το έβλεπε, κάθε φορά που το κρατούσε στα χέρια του, κάθε φορά που παρέστεκε στον ύπνο του, δάκρυα χαράς ανέβαιναν στα μάτια του.
Και έκλαιγε πραγματικά, το χάιδευε, του μιλούσε και ήταν σαν να μην πίστευε ότι το κορίτσι αυτό ήταν το παιδί του, νόμιζε ότι ήταν ένας άγγελος που δεν του άξιζε. Πως αυτός ήταν ανάξιος για μια τέτοια χαρά, τέτοια ομορφιά, τέτοια αθωότητα .
Έτσι μεγάλωνε το κοριτσάκι βλέποντας τη χαρά να γίνεται πόνος και δάκρυα.
Το κορίτσι όμως δεν μπορούσε να καταλάβει ότι ο πατέρας του έκλαιγε από την χαρά του που γεννήθηκε, γιατί το κορίτσι δεν ήταν ο πατέρας του για να νιώθει όπως εκείνος. Το κορίτσι ήταν ο εαυτός του, που έβλεπε τον πατέρα του να κλαίει. Και σιγά σιγά άρχισε να κλαίει κι εκείνο χωρίς να ξέρει γιατί. Έτσι, άρχισε να κλαίει που γεννήθηκε.
Ναι, που γεννήθηκε για να φέρει τόση χαρά που μόνο τα δάκρυα μπορούσαν να την περιγράψουν.
Τόσο βαρύ φορτίο η χαρά, τόσο βαριά η αγάπη στους ώμους του κοριτσιού, που κάθε φορά που πήγαινε να πετάξει έπεφτε. Κι ήταν σαν να έπεφτε σ’ ένα βαθύ πηγάδι. Μια, δυο, τρεις , πώς να βγει από το βαθύ πηγάδι; πώς να πετάξει;
Περάσαν χρόνια, πέρασε όλη η αγάπη, πέρασε όλη η ζωή, περάσαν όλα. Κι ήταν όλα βαριά, όλα φορτία, όπως το πρώτο εκείνο… της χαράς που έφερε μαζί του όταν γεννήθηκε.
Και ζει το κορίτσι καλά και τα δάκρυά του ακόμα καλύτερα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου