Μ’ αρέσανε από παιδί τα χάρτινα καραβάκια.
Φτηνό, έξυπνο κι ατέλειωτο παιχνίδι.
Χωρίς φωνές, άλλα παιδιά, σπρωξίματα, φασαρία.
Μόνο μια θάλασσα κι ένα ευτελές κι άχρηστο χαρτί εφημερίδας.
Μπορείς να παίζεις μόνος σου τα χάρτινα καραβάκια.
Τα γώνιαζα, τα τσάκιζα, τα βάπτιζα με πολυσύλλαβα ηρωικά ονόματα ναυαρχίδων,
κι ήταν μια πράξη ευθύνης να είχαν δρομολόγιο, ένα σκοπό, μια γραμμή πλεύσης…
Nα πούμε έως εκείνο το βράχο.
Tο άλλο λίγο πιο μακριά, αυτό λίγο πιο πέρα,
και τ’ άφηνα σειρές – σειρές το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο.
Όμορφα που αρμένιζαν, ατρόμητα που βουτούσαν, με μια μύτη μυτερή, τέλεια γωνιασμένη.
Κυμάτιζαν στο πρώτο, στο δεύτερο, στο τρίτο κύμα…
Χανόντανε στο τέταρτο, βουλιάζανε στο πέμπτο.
Κι άλλα ξοπίσω να’ρχονται , τα τέλεια τσακισμένα μου, ψεύτικα καραβάκια.
Σ’ ευθεία ατελείωτη κι μιαν ελπίδα πως κάποιο ίσως μπορέσει να φύγει τελοσπάντων ,
να γίνει μια κουκκίδα.
Όμορφη γυαλιστερή...
Επιτέλους να πείσει τα κύματα και να μετρήσει βάθη.
Από παιδί μόνο αυτό μ’άρεσε το παιχνίδι, αλλού να θέλω να ανοιχτώ κι αλλού να καταλήγω.
Να τσακίζομαι και να καταπονούμαι.
Είναι μια πράξη ευθύνης να λέω
στα παιχνιδιάρικα χάρτινα καραβάκια:
Το νου σας, σας πλέω να πάτε στ’ άπατα, να λιώσετε, να πνιγείτε
για λίγο ν’ αρμενίσετε, να κάνετε να ξεχάσουν
πως είσαστε από χαρτί
να φανταστούν πως θέλετε να σωθείτε
να είστε παιχνίδι που γι’ αλλού ξεκίνησε κι αλλού θα καταλήξει.
Να έχετε ελεύθερο το χάρτινο μυαλό σας, και μια αλμυρή, μια μούσκεμα ατρόμητη καρδιά
κι εγώ απόλυτα υπεύθυνη για όλα τα κυριολεκτικά χάρτινα
πνιγμένα καραβάκια
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου