Ένα άλογο ανέβαινε τη γέφυρα
Σκυφτό σχεδόν συντετριμμένο
διόλου περήφανο δεν ήτανε το άλογο
κι αν είχε ξεφύγει κάπως από τα δεσμά του
δεν κάλπαζε όπως τ' άλογα,
προχώραγε αργά κι έσερνε το σχοινί του.
Μαύρο ήταν, μαύρο θαμπό, σκόνη από μαύρο άχυρο το τύλιγε
και πήγαινε μονάχο
Η ουρά κοντή, κάποιος την είχε κόψει (γιατί να κόψουν την ουρά ενός αλόγου;)
και το κεφάλι του μου φάνηκε παράξενο, μπαλώματα γεμάτο.
Δίπλα και κάτω περνούσανε τ' αυτοκίνητα κι άνθρωποι, βουή η εθνική οδός
Ίσως ήταν το ίδιο βασανισμένο άλογο που έκανε κάποτε
έναν σοφό άνθρωπο να χάσει το μυαλό του.
Ατάραχο κι αταίριαστο,
είδα εχθές έν' άλογο που ανέβαινε την γέφυρα μονάχο.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου