(Συνέχεια - iii)
Θρησκεία του ανθρώπου, Θρησκεία του πολίτη,
Θρησκεία του ιερέα.
Ο Ρουσσώ
προσπαθώντας να συγκεκριμενοποιήσει τις απόψεις του περί θρησκείας προβαίνει
στην διάκριση τριών ειδών θρησκειών, υιοθετώντας κριτήρια κοινωνικά[1].
Το πρώτο είδος είναι η θρησκεία του
ανθρώπου´
εδώ το θείο είναι μια εσωτερική ατομική υπόθεση η οποία εξασφαλίζει μια
συναισθηματική και ηθική σταθερότητα. Κατά τον Ρουσσώ αυτή είναι η θρησκεία των
Ευαγγελίων, ο «αληθινός θεϊσμός» και υπάρχει σαν θεϊκή επιταγή σε κάθε άνθρωπο,
δίχως να έχει ανάγκη από κάποιου είδους εξωτερίκευση (τελετουργίες, ναοί,
ιερατεία, ιεραρχίες κλπ.).
Το δεύτερο είναι η θρησκεία του
πολίτη´
αυτή είναι οριοθετημένη τοπικά, αφορά ένα συγκεκριμένο κράτος, έχει δόγματα και
ιεροτελεστίες, τα μέλη της βρίσκονται εντός των ορίων του έθνους, ενώ
αντιδιαστέλλεται με όλα τα άλλα έθνη. Εδώ ο πιστός είναι υπόλογος έναντι του
θεού και του κράτους με συγκεκριμένα ηθικά και λατρευτικά καθήκοντα.
Το τρίτο είναι η θρησκεία του ιερέα´
σ’ αυτήν οι άνθρωποι διχάζονται ανάμεσα σε δύο εξουσίες : μια επίγεια και μια
επουράνια. Μπροστά σ’ αυτήν ο Ρουσσώ στέκεται παραξενεμένος καθώς ο
ορθολογισμός του επιβάλλει να μην υπάρχουν αντιφάσεις και αλληλο-αναιρέσεις των
καθηκόντων που έχει ο άνθρωπος απέναντι στο κράτος ή απέναντι στο θεό ή στον
εαυτό του.
Για τον Ρουσσώ το τρίτο είναι
ολοφάνερα προβληματικό, το δεύτερο είναι εν μέρει χρήσιμο καθώς συνδυάζει την
θεϊκή λατρεία με την αγάπη για τους νόμους, πλην όμως όντας θεοκρατικό είναι
επιρρεπές στην τυραννία και στην εμπόλεμη κατάσταση με άλλα κράτη. Ως καλύτερη
λύση προβάλλεται η θρησκεία του ανθρώπου η οποία όμως δεν έχει σχέση με τον
χριστιανισμό που βλέπει να υπάρχει στην εποχή του, αλλά πηγάζει κατ’ευθείαν από
τον αρχαίο και ανόθευτο χριστιανισμό των πρώτων χρόνων.
Η θρησκεία αυτή, πράγματι, δημιουργεί
ακατάλυτους δεσμούς ανάμεσα στους ανθρώπους που τους αντιμετωπίζει ως παιδιά
του ίδιου θεού, πλην όμως και αυτήν ο Ρουσσώ εξετάζοντάς την τήν βρίσκει
ακατάλληλη για την δική του πολιτεία καθώς οι χριστιανοί είναι πολύ πράοι και
ανεξίκακοι για να είναι σε θέση να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και την
πολιτεία τους από κάποια επικείμενη απειλή. Μπροστά σε κάποιον εχθρό, σε
κάποιον φαύλο και κακό δολιοφθορέα η ειρηνική και αρμονική κοινωνία τους δεν
έχει τον τρόπο να αντιδράσει αφού το Ευαγγέλιο κηρύσσει την μη-ανταπόδοση του
κακού, την συγχώρεση, την αγάπη για τον εχθρό σε βαθμό μάλιστα που να
υπερβαίνει κι αυτή την αγάπη για την αυτοσυντήρηση. Οι αληθινοί χριστιανοί
είναι δούλοι και μάλιστα δίχως αυτό να τους ενοχλεί, αντιθέτως αποτελεί ένδειξη
ταπείνωσης !!
Η πολιτική θρησκεία
Η πολιτεία που
θα συγκροτηθεί από την κοινή απόφαση των έλλογων συμβαλλομένων μερών μέσω του
κοινωνικού συμβολαίου και θα εκφράσει την βούληση του κυρίαρχου έχει ως όριο το δημόσιο
όφελος. Επομένως οι πολίτες οφείλουν με βάση την αρχική σύμβαση να μην πράττουν
αποβλέποντας στο ίδιον όφελος αλλά : «Καθένας από μας θέτει από κοινού το
πρόσωπό του και όλη του τη δύναμη κάτω από την ανώτατη καθοδήγηση της γενικής
βούλησης´
και ως σώμα δεχόμαστε κάθε μέλος ως αδιαίρετο μέρος του συνόλου»[2].
Το θρησκευτικό δόγμα που ασπάζεται ο
κάθε πιστός είναι μια υπόθεση που δεν αφορά το δημόσιο συμφέρον, το κράτος
αντιμετωπίζει τον πολίτη ως υπήκοο επειδή υπακούει στους νόμους του κράτους[3],
εκτελεί τα καθήκοντά του και δεσμεύεται ηθικά απέναντι στα άλλα μέλη του
σώματος (λαού).
Από την στιγμή
που δεν παραβαίνει ή δεν υπονομεύει με λόγους ή πράξεις την σύμβαση, το κράτος
όχι μόνο δεν παρεμβαίνει στην προσωπική του καθενός πίστη αλλά έχει καθήκον να
την προστατεύει, όπως και όλα τα ιδιοκτησιακά αγαθά του υπηκόου, εξασφαλίζοντάς
του την ελευθερία της απόλαυσής τους. Αυτό είναι το νόημα που δίνει στην
ελευθερία του ατόμου το ρουσσωϊκό συμβόλαιο.
Αυτή την αρχή ο Ρουσσώ επιθυμεί να
εγκολπωθούν οι πολίτες και μάλιστα να τρέφουν γι’ αυτήν τόσο βαθιά αισθήματα
αφοσίωσης και λατρείας που μόνο με τα ανάλογα μιας θρησκευτικής πίστης θα
μπορούσαν να συγκριθούν, αν και δεν αφορούν σε καμία περίπτωση το θείο ή το
ιερό[4], και δεν έχει καμία υπερβατική αρχή ή αναφορά.
Πολίτης ο οποίος
δεν συναινεί σ’ αυτή την αρχή θα πρέπει να εξορίζεται «όχι ως άπιστος, αλλά ως
ακοινώνητος», ενώ όποιος έχει συναινέσει, αλλά δεν είναι έτοιμος να θυσιάσει
ακόμα και την ζωή του για την υπεράσπιση αυτής της αρχής ή εμποδίζεται στην
εκτέλεση των καθηκόντων του εξαιτίας κάποιου θρησκευτικού δόγματος που
ακολουθεί, αυτός θα πρέπει να θανατώνεται.
Στο τέλος ο Ρουσσώ παραθέτει
επιγραμματικά τα δόγματα της πολιτικής θρησκείας για τα οποία δεν χρειάζονται
επεξηγήσεις και διευκρινήσεις, καθώς κάτι τέτοιο πιθανόν να άνοιγε τους “ασκούς
του Αιόλου” για διαμάχες σχετικές με θεολογικές έννοιες, πρακτικές κλπ. Αυτά τα
δόγματα είναι μια γενική αναφορά στην ύπαρξη μια νοήμονος παντοδύναμης
θεότητας, της μέλλουσας ζωής, της τιμωρίας ή της ανταμοιβής κλπ. Ενώ το μόνο
«αρνητικό» δόγμα, όπως λέει, είναι αυτό της έλλειψης ανεκτικότητας, εννοώντας
το να γίνονται προσπάθειες μεταστροφής του θρησκευτικού φρονήματος ενός
εκάστου.
Αξιοσημείωτο είναι το τέλος του
κεφαλαίου όπου αναφέρεται : «Αλλά όποιος τολμήσει να πει : Εκτός της εκκλησίας δεν υπάρχει ουδεμία σωτηρία, πρέπει να αποδιωχθεί
από το κράτος[5]…"
[1] Ας σημειώσουμε εδώ ότι το
κοινωνικό στον Ρουσσώ δεν είναι φύσει αλλά θέσει. Ο άνθρωπος στην πρωταρχική
του κατάσταση παραμένει ακοινώνητος.
[2]
Ρουσσώ, Ζαν – Ζακ, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο,
εκδ. Πόλις μτφρ, Β. Γρηγοροπούλου-Αλ. Σταϊνχάουερ, Αθήνα 2014, σελ 62
[3]
ό.π. σελ 63
[4] η λέξη «ιερότητα»
αναφέρεται μόνο μια φορά στο κείμενο και αυτή είναι για να χαρακτηρίσει το
κοινωνικό συμβόλαιο : «η ιερότητα του κοινωνικού συμβολαίου», ό.π. σελ. 215
[5] ό.π. 216
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου