Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_οι μηχανές της φρίκης

Οι μηχανές της φρίκης είναι στημένες παντού
μέσα σε κάθε κουζίνα, σε κάθε κούνια βρεφική
σε κάθε πλατεία, σε πολιτείες και χωριά
παμπάλαιες και πάντοτε ολοκαίνουργιες
εξελιγμένες και πρωτόγονες
οι άνθρωποι κι αυτά που φτιάχνουνε ως δικαιολογίες.

Τους πέταξαν βρέφη ακόμα κι αυτοί πιστοί στα καθήκοντά τους ως γονείς πετάνε μέσα τους τα παιδιά τους...
και βγαίνουν αράδες, ορδές, στρατιές ολόκληρες, 
πανομοιότυποι, διεστραμμένοι ψυχικά, εγκεφαλικά κατεστραμμένοι, αλεσμένοι, λιώμα
ανάπηροι εαυτοί
παρ' όλα αυτά λειτουργικοί, πιστοί στα καθήκοντά τους
συνεπείς στις ιδέες τους, έτοιμοι πάντα να δικαιολογήσουνε 
τις ζωές τους -γιατί αυτή είναι η μηχανική της λειτουργίας-
αφού έζησαν πάντοτε σύμφωνα με το νόμο, αφού έκαναν ό,τι κάνουν όλοι
αφού δεν εμφανίστηκαν ποτέ γυμνοί όπως μπροστά στον θάνατο,
κι όμως τι φοβερό και πόση μοναξιά! όταν πολύ αργά πια υποψιάζονται 
ότι η μηχανή  δεν ήταν ικανή για να τους προφυλάξει
αν και έζησαν τόσους άλλους θάνατους ποτέ δεν έζησαν τον δικό τους,

Και έτσι, τώρα στο τέλος, παραμένουν
τραυματισμένοι με όλα τα τραύματα
πληγές παντού
δεν αντέχουν πάνω τους ούτε ένα γραμμάριο της φοβερής αλήθειας
δεν ξέρεις πού να τους αγγίξεις
εαυτοί ανερμάτιστοι
καταπίνουν τα πάντα
σαν μαύρες τρύπες βρίσκονται στο επίκεντρο
βρομίζουν τα πάντα γύρω τους
πληγές που μένουν ανοικτές
νεκροί, τάφοι βρωμεροί
ανίκανοι όμως σε κάθε περίπτωση να πεθάνουν
γελοίοι και ετοιμόρροποι
αρνούνται να αποχωρήσουν σ΄αυτό που ήταν πάντα
μια στιγμή κι ένας κόκκος του απείρου 


Και μετά λέω
Συγχώρα με,
είμαι κι εγώ σαν αυτούς
ένας ανάμεσά τους
γιατί κι εγώ είμαι ένας απ' αυτούς,

  Αγάπα με
μη με πετάς στη μηχανή 
κι άσε με 
άσε με να ζήσω νυν και αεί
μια στιγμή κι ένας κόκκος του απείρου.


Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός