Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_το χωριό λέει

Η Κατίνα, κόρη ανύπανδρη, ετών 46.
Το χωριό λέει
 όταν πέθανε ο πατέρας της και λύθηκαν τα χέρια του δημοτικού συμβούλου της περιοχής , μπόρεσαν οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας να μπουν στο σπίτι.
Με την συγκατάθεση κάποιων συγγενών πήραν τη μάνα και την μεγαλύτερη αδελφή και τις έκλεισαν σε ίδρυμα.
Η μάνα και οι κόρες.
Ελένη, Αφροδίτη, Κατίνα.
Μ' αυτή τη σειρά.
Το χωριό λέει
τα δύο κορίτσια ήταν καλές μαθήτριες, πήγαιναν στο κοντινό γυμνάσιο.
Όταν ήταν να πάνε στο λύκειο, ο πατέρας τους το απαγόρευσε.
Τις έκλεισε στο σπίτι.
Το χωριό λέει
κανείς δεν είχε μπει στο σπίτι τους. Αυτός μόνο πήγαινε στο καφενείο.
Πολύ δουλευταράς, έως τα τελευταία του δούλευε σαν το σκύλο.
Το χωριό λέει
στο κάτω ισόγειο είχε τα πιθάρια με το λάδι, το κρασί και τα άλλα γεννήματα
κρατούσε εκείνος τα κλειδιά
το λάδι για το μαγείρεμα τους το έδινε αυτός κι έτσι είχε τον έλεγχο.
Στο τέλος έπαψαν να μαγειρεύουν.
Το χωριό λέει
έτρωγαν κονσέρβες. Πέταγαν τα άδεια κονσερβοκούτια στο διπλανό χωράφι.
Την Κατίνα έπαιρνε μαζί του στις ελιές
Η άλλη η Αφροδίτη ήταν τελείως τρελή
τα τελευταία χρόνια το έσκαγε και τριγυρνούσε στα χωράφια
αδύνατη με μακριά μαλλιά ανακατεμένα και βρώμικα
το πρόσωπό της είχε γεμίσει τρίχες. Η Αφροδίτη, η γυναίκα με τα μούσια
δεν πείραζε κανέναν, μόνο όσοι την συναντούσαν τρόμαζαν έτσι που ήτανε, έπλεκε τα χέρια της και μίλαγε στον αέρα.
Η μάνα τους, η Ελένη
είχε χρόνια να βγει στο χωριό
αν και το σπίτι τους ήταν πάνω στο κεντρικό δρόμο, δίπατο, λίγα βήματα από την πλατεία
την έβλεπαν από μπαλκόνι του πάνω ορόφου
με μακριά ξέπλεκα μαλλιά κάτασπρα και μια άσπρη νυχτικιά,να στέκει όρθια και να κοιτάζει από το μισάνοιχτο πορτοπαράθυρο με τις ώρες.
Το χωριό λέει
είχαν ακούσει πολλές φορές την Κατίνα να τσακώνεται μαζί του. Του φώναζε να πεθάνει...να πεθάνει...
Οι άλλες δεν μιλούσανε καθόλου. Ποτέ και σε κανένα.
Το χωριό λέει
ότι τα κορίτσια ήταν έξυπνες και καλές μαθήτριες.
Το χωριό λέει
ότι τους άφησε πολλά χρήματα και περιουσία, ελιές και χωράφια. Έφαγε και την περιουσία ενός αδελφού του που ήταν ξενιτεμένος στη Γερμανία.
Είχε μεγάλα πόδια και έκανε μεγάλες δρασκελιές. Ότι ο πατέρας τους...
Η Κατίνα, κόρη ανύπανδρη
ακόμα και τώρα, μισότρελη και εντελώς βλάκας
είναι όμορφη
ψηλή, μελαχρινή, λυγερή κορμοστασιά, λεπτό πρόσωπο.
Από εκεί που κάθομαι τα μεσημέρια
στην αυλή και βλέπω το δρομάκι άδειο και ήσυχο,
το παραδρομάκι που βγάζει ίσα στη πόρτα της
στη πόρτα της Κατίνας που δύο χρόνια τώρα, απ' όταν πέθανε ο πατέρας της και φύγανε οι άλλες,  ζει μόνη της στο δίπατο σπίτι
το παραδρομάκι που αν το πάρεις, παρακάμπτεις  και αποφεύγεις την πλατεία του χωριού
βλέπω τα μεσημέρια την Κατίνα
με την πετσέτα θαλάσσης και το ψάθινο καπέλο
με τα μακριά μαλλιά της ξέπλεκα και ένα αέρινο φόρεμα
να περνάει βιαστικά
Το χωριό λέει
για έναν δικηγόρο που την διπλάρωσε και της πουλάει έρωτες
και κείνη η δυστυχισμένη τον πιστεύει
και θα της φάει τα λεφτά και την περιουσία.
Εκείνη όμως, τα μεσημέρια του καλοκαιριού
περνάει ανάλαφρη σα να πετάει
κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη, μετά το νεκροταφείο όπου είναι θαμμένος εκείνος
και πάει εκεί, στην άκρη του χωριού που την περιμένει
με το αμάξι του
εκείνος ο επιτήδειος ο δικηγόρος
για να την πάει στη θάλασσα
στη θάλασσα
στη θάλασσα

κι αυτή μου φαίνεται  να'ναι η πιο μεγάλη μικρή επανάσταση που έγινε ποτέ σ' αυτό το χωριό
κι αυτό είναι το χρονικό της
που ήθελα να πω.

Σχόλια

  1. Ναι, τούτη την ώρα, από εδώ που βρίσκομαι ακούω την καμπάνα... να τώρα δα ακούω την καμπάνα. Έχει κόσμο στην πλατεία.
    Έχουν νυχτερινή, λέει, λειτουργία. Μετά θα κάνουν και τραπέζι.. κάτι σε φαγοπότι...πυρετώδεις προετοιμασίες.
    Ωραία είναι όλα αυτά!
    Ωραίο χωριό!
    Ωραία περνάνε οι άνθρωποι.

    Αχ, αν έβρισκα και γω κάτι για να γράψω... κάτι να γράψω έως αύριο...
    Τελειώνει ο χρόνος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός