Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

_Γ. Βιζυηνός : Αποχαιρετισμός



1849 - 1896

Αποχαιρετισμός

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά σηκώνουν κύμα βροντερό
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ' η στράτα, σαν νερό
και γω το κύμα τ' ακλουθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν' ο ερχομός
τόσες πικράδες και χολές μας δίν' ο μαύρος χωρισμός
ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ' η ψυχή
δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή
να με φυλάγη μη χαθώ,
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.


Σχόλιο :
Σε όποια εποχή, από όποια οπτική γωνία κι αν σταθούμε απέναντι στο συγγραφικό έργο του Γ. Βιζυηνού, δεν μπορεί παρά να δούμε το παιδί - αφηγητή με το πρόσωπό του στραμμένο στο πρόσωπο της μητέρας. 
Ο Βιζυηνός, στο κύριο σώμα του έργου του, ανοίγει δύο διάπλατα κι αχόρταγα παιδικά μάτια  προς αυτήν, που είναι ο σύνολος κόσμος. Μια αναζήτηση του προσώπου της, σε κάθε γωνία του, σε κάθε ριτίδα κι ανεπαίσθητη σκίαση. Γελάς;  θυμώνεις; κουράστηκες;  Πώς είναι εκεί πάνω που είσαι; Πες μου...  Ένα ψηλάφισμα που περιμένει ανταπόκριση. 

Έτσι θεμελιώνεται η κρυφή γλώσσα που απευθύνεται στο πρόσωπο της μητέρας και ξαναγυρνάει προς τα μέσα για να γίνει ο εαυτός που γνώσθηκε από κάποιον, ο εγνωσμένος εαυτός, η σκέψη που σκέφτεται.
Έτσι μιλάει ο ποιητής μέσα στο ποίημα: Το παιδί που βλέπει τους άγριους ανέμους, τον βοριά και τον θρακιά, τα στοιχειά του κόσμου και τις φρικτές του στράτες, γυρνάει και αναζητά το πρόσωπό της.
Ήταν αυτή που έριχνε γέφυρες και γεφύρωνε τα χάσματα που χώρισαν τον κόσμο και το βρέφος της, παίρνοντας πάντα το μέρος του, το μέρος του αδυνάτου,  με τις κραυγούλες, με τα έκπληκτα μάτια ή μιλώντας μωρουδίστικα, αγγίζοντας πιο μαλακά.
Αυτή που σύστησε τον κόσμο στο μωρό της και το μωρό της στον κόσμο. 
Θέτοντας για πάντα την σύνδεση με το ανθρώπινο γένος, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του, τα πάθη και τις χαρές του, την συγχώρεση και την αναμονή, τον αγώνα. 

Είναι η κρυφή γλώσσα που ήξεραν οι γυναίκες από την αρχή του χρόνου και που αργότερα, πολύ αργότερα την είπαν εμπαθητική κατανόηση, την χαρτογράφησαν, την περιέλαβαν σε εγχειρίδια ψυχολογίας και την χρησιμοποίησαν πάσης φύσεως ανίδεοι ειδικοί. 
Έκλεψαν από τις σκυφτές - δούλες γυναίκες την γλώσσα τους και την αφυδάτωσαν. 
Γιατί από τους δούλους κι απ' αυτούς που δεν έχουν συνείδηση του είναι τους, κλέβουν...
Σε  αντάλλαγμα τους έδωσαν σύγχρονους τίτλους : εργαζόμενη, ανεξάρτητη, θεληματική, υπεύθυνη, χειραφετημένη...  Τόσα επίθετα κατάλληλα για τις διαφημίσεις και την κενότητά τους.
Και την άφησαν άφωνη. Κι αυτήν και το μωρό της. 
Ναι, οι μητέρες έχουν  χάσει αυτή την πρωταρχική τους ικανότητα, ν' ακούνε αυτές και μόνον αυτές την φωνή του παιδιού τους αδιαμεσολάβητα και χωρίς συμβουλές, από ένστικτο της ζωής και μόνον.
Κι οι άνθρωποι μόνοι εκεί έξω στις στράτες του κόσμου. Χωρίς να έχουν πού να πάνε. 
Τριγύρω όλοι οι δυνατοί, όλοι αυτοί που φωνάζουν, που απειλούν, που βρίζουν τον άνθρωπο, που τον υποβιβάζουν σε εμπόρευμα, σε άψυχο πράγμα, σε καταναλωτική μάζα, σε φοβισμένο υπήκοο.... η καταχνιά. 
Και έφτασε η ψυχή στο στόμα. 
Στο στόμα του ανθρώπου, που δεν έμαθε να μιλάει την κρυφή γλώσσα του κόσμου γιατί δεν βρέθηκε κανείς να του την διδάξει και γι' αυτό δεν μπορεί να φωνάξει τ' άδικο, να πει αυτό που τον πνίγει. Να κραυγάσει την λεηλασία της ζωής του και να του χαριστεί ο κόσμος....

Ξεχωριστή η στιγμή που ο Νίκος Ξυδάκης συνάντησε τον Γεώργιο Βιζυηνό.  






 

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

_Mπέρτολτ. Μπρεχτ: η Εβραία

Η "Εβραία" είναι ο τελευταίος μονόλογος από το σπονδυλωτό έργο του Bertolt Brecht "τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ. Το έργο αυτό του Μπρεχτ αποτελείται απο 24 σκηνές-μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος μεταξύ 1935 και 1939 και περιγράφουν την τρομοκρατία και την άγρια φύση του ναζιστικού καθεστώτος. Η ελληνική μετάφραση αυτού του έργου του Brecht είναι του Μάριου Πλωρίτη και κυκλοφορεί σε βιβλίο από τις εκδόσεις Μωραίτης. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εσωτερική ένταση του ατόμου που παίρνει μια απόφαση ενώ βρίσκεται στο χείλος της απελπισίας. Μέσα από την ανάγνωση του έργου στρέφουμε την προσοχή στα εκατοντάδες πρόσωπα της καθημερινότητας, τα οποία, δίνοντας έναν οριακό αγώνα επιβίωσης, αναδύονται ως σύγχρονοι/ες ήρωες και ηρωίδες του Brecht . Το ηχητικό ντοκουμέντο που δημοσιεύουμε παρακάτω είναι από την παράσταση που ανέβηκε το 1978 μαζί με άλλα πέντε μονόπρακτα διαφόρων άλλων συγγραφέων, από το Θίασο Λαμπέτη. Αν και το συγκεκριμένο ντοκουμέντο έχει ανέβ

_Κ.Π. Καβάφης : πρόσθεσις

Aν ευτυχής ή δυστυχής είμαι δεν εξετάζω. Πλην ένα πράγμα με χαράν στον νου μου πάντα βάζω — που στην μεγάλη πρόσθεσι (την πρόσθεσί των που μισώ) που έχει τόσους αριθμούς, δεν είμ’ εγώ εκεί απ’ τες πολλές μονάδες μια. Μες στ’ ολικό ποσό δεν αριθμήθηκα. Κι αυτή η χαρά μ’ αρκεί. (Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993) Σχόλιο :  Δεν θέλω να κάνω ανάλυση... ένα σχόλιο μόνο.. Υπήρξαν και υπάρχουν -ευτυχώς- πολύ αξιότεροι εμού αναλυτές, που έσκυψαν με γνώση και συγκίνηση πάνω στο έργο που μας άφησε ο μεγάλος Αλεξανδρινός. Πριν, όμως, μπω στα ενδότερα, λέω να κάτσω λίγο απ' έξω, να θαυμάσω το οικοδόμημα. Γενικά, καλό είναι να το κάνουμε αυτό. Μια πρώτη καταγραφή, μια εξωτερική εποπτεία, καθώς η μορφή περι-γράφει το περιεχόμενο και το περιεχόμενο χύνεται μέσα στη μορφή του, μας είναι πάντα χρήσιμη για να συνδεθούμε και να μείνουμε εντός του ποιήματος. Ας είναι... διάφορες σκέψεις...ή οδοί για την σκέψη, γενικώς... Αυτό λοιπόν το ποίημα του Κ.Π.Καβά

_ Γ. Σεφέρη, "κράτησα τη ζωή μου" : σπάραγμα μιάς ανάγνωσης

Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αγριοσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεβάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά' τ' άστρα του Κύκνου κι' εκείνο τ' άστρο ό Αλδεβαράν. Κράτησα τη ζωή μου κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα στα κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξιάς, καμιά φωτιά στην κορυφή τους· βραδιάζει. Κράτησα τη ζωή μου˙ στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατο σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο του περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή. Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν μήτε ή γυναίκα περπατώντας σκυφτή βυζαίνοντας το παιδί της. Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές˙ o χιονισμένος κάμπος, ως πέρα ό χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν μήτε o καιρός κλειστός