Την έχω για λίγες μέρες μαζί μου.
Τα βράδια -να, όπως τώρα- που εγώ κάθομαι στον υπολογιστή, εκείνη έχει αποσυρθεί στο δωμάτιό της. Αφήνει πάντα την πόρτα μισάνοιχτη.
Σε λίγο ακούγεται το ραδιοφωνάκι της, η Μπέλου ...μη κλαις και μη λυπάσαι που βραδιάζει.... τα σπίτια είναι χαμηλά....
Της αρέσει η Μπέλου και μου φαίνεται ότι σιγοτραγουδάει κιόλας. Λέει γι' αυτήν ότι πέθανε πουλώντας κασέτες στην Ομόνια.
Ακούω τον σιγανό της βήχα.
Η μητέρα μου.
Μια μητέρα, η άλλη μου εποχή. Ο κόσμος που άφησα.
Τριγυρνάει μεσ' το σπίτι ντυμένη στα μαύρα, κι όμως εγώ την βλέπω γαλάζια.
Σκύβει λιγάκι προς τα εμπρός, μα εμένα, καθώς κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, μου φαίνεται νέα, βλέπω ακόμα και την μέση της λιγνή, και σα να κάνει εκείνη την γνωστή αδιόρατη κίνηση, το πέταγμα του κεφαλιού προς τα πίσω, σημάδι υπερηφάνειας.
Η μητέρα μου φοράει ένα μαύρο σάλι και στο μανίκι της κρύβει ένα μαντήλι, για τα μάτια της.
Έχει ανθρώπους που φύγανε μακριά. Ο πατέρας, ο Γιάννης μας... Ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σου χτυπήσουν την πόρτα....
Η μητέρα μου έχει κλωστίτσες στα ρούχα της από μανταρίσματα, από ποδόγυρους που ξηλώθηκαν, από κοντέματα παντελονιών κι από φερμουάρ που έπρεπε ν' αλλαχτούνε.
Η μητέρα μου μαζεύει το τραπέζι το βράδυ, τακτοποιεί κι επιβλέπει την τάξη.
Το σπίτι ησυχάζει, περασμένα μεσάνυχτα.
Η μητέρα μου τραγουδάει ακόμα, παιδικά τραγούδια, από περασμένα χρόνια.
Μας κάνει και γελάμε.
Ένας κόσμος, που έχω για λίγο ακόμα κοντά μου, και το ξέρω ότι θα σβήσει και θα περάσει.
Οι τελευταίοι άνθρωποί του... τα πολύτιμα τραγούδια του, η σκιά που επιβλέπει το σπίτι.
Τίποτα δεν είναι ίδιο. Όλα είναι διαφορετικά.
Εσύ ας μη το ξέρεις. Εσύ ας μη το μάθεις ποτέ.
Στο ραδιοφωνάκι της τώρα, η Μοσχολιού .... τη μέρα που'ρθα και σε βρήκα κάτω στο Πέραμα με τους γέρους... θα μας ξεχάσουνε την Πέμπτη.... το Σάββατο, το Σάββατο την ίδια ώρα θ'αναστηθούμε. Αχ! βρε μάνα, πόσο με πονάς...
Η μητέρα μου που την έχω ακόμα μαζί μου.
Η μητέρα μου...
Η μητέρα μου.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου