Π. Πικάσο, Το παιδί με το περιστέρι |
Πολλές φορές, όταν οι μεγάλοι της ζωής ενός μικρού παιδιού (3-6 χρόνων), προκειμένου να βγάλουν οι
ίδιοι τις δικές τους διαγνώσεις και να λάβουν τις δικές τους επιβεβαιώσεις, το καλούν να "αποφασίσει" π.χ. ανάμεσα
στη μαμά και στον μπαμπά (ποιόν αγαπάς περισσότερο) ή ανάμεσα στη μαμά και σ' ένα παιχνίδι (τι θέλεις πιο πολύ, να έρθει η μαμά ή να
σου φέρει ένα παιχνίδι;),συνήθως το παιδί μένει σιωπηλό και ... αναποφάσιστο.
Φαίνονται απλές και καθημερινές συναλλαγές ανάμεσα σε μικρά παιδιά και μεγάλους. Ή οι μεγάλοι τις θεωρούν τέτοιες. Έχω όμως την γνώμη ότι για τα παιδιά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ανώδυνα.
Η παιδική σκέψη απέχει πολύ από την δική μας διχαστική ορθολογικότητα. Τα παιδιά δεν έχουν κατακτήσει ακόμα έναν τρόπο σκέψης που να κινείται ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς και αλληλοαποκλειόμενους πόλους, ανάμεσα στο δίπολο "είτε- είτε".
Για τα παιδιά, η ίδια η ύπαρξή τους δεν έχει ακόμα αυτονομηθεί και είναι οργανικά συνυφασμένη με την μαμά και τον μπαμπά, σε σημείο που η σκέψη ότι θα ζήσουν κάποτε μόνα τους, να φαντάζει εφιαλτική.
Ο κόσμος είναι συμπληρωματικός, και γι' αυτό κάθε τι συντελεί στην διαμόρφωση της ευρύτερης εικόνας, κάθε κομματάκι έχει την θέση του για να έχει η εικόνα ένα νόημα. Ας σκεφτούμε μόνο τις πάρα πολλές ερωτήσεις που κάνουν, που δικαιολογούνται ως παιδική περιέργεια. Δεν πρόκειται όμως για την αφελή περιέργεια ενός ανθρώπου που δεν ξέρει, αλλά για την αναζήτηση της ολοσχηματισμένης ευ-νόητης εικόνας.
Έτσι, για τα παιδιά ο χωρισμός (και δεν αναφέρομαι μόνο σε διαζύγια και τέτοια), με την ευρύτερη έννοιά του, ως σχάση, ως διχασμός, είναι κάτι αδιανόητο.
Σ' αυτή τη δυσκολία τους, να σκέφτονται διχαστικά και να νιώθουν άνετα μέσα στον διχασμό, συνίσταται η αθωότητά τους. Τα παιδιά έως ένα προχωρημένο στάδιο της παιδικής τους ηλικίας σκέφτονται και δρουν με όρους ολότητας, διότι απ' μια τέτοια αδιατάρακτη ενότητα και ολότητα προέρχονται, δηλ. την ενδομήτρια ζωή τους.
Η υμνημένη πολλαχώς παιδική αθωότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πρωτογενής αντίσταση του ανθρώπου στο χωρίζειν. Δίχως την διατήρηση ενός πυρήνα Ολότητας που υποστασιοποιεί το επιμέρους, τίποτα δεν βρίσκει την θέση του, τίποτα δεν λαμβάνει το νόημά του.
Έτσι, τα παιδιά δυσκολεύονται ν' αντιληφθούν τα διαζευτικά είτε - είτε που για τους μεγάλους είναι προϋποθέσεις της τυπικής λογικής, ήτοι της ορθολογικότητάς μας. Είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε τον κόσμο και τον εαυτό μας μέσα σ' αυτόν. Και επιπλέον δείχνει πόσο έχουμε απομακρυνθεί από τον ελληνικό τρόπο του σκέπτεσθαι που ήταν ένας κατ' ουσίαν "παιδικός" ολο-ποιητικός τρόπος.
Όσο αυτή η αθωότητά τους διατηρείται, τους επιτρέπει να διακρίνουν και να συνομιλούν αβίαστα με την αλήθεια. Ξεχωρίζουν εύκολα το ψέμα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια να καλυφθεί το κενό ανάμεσα στα δύο είτε-είτε της πραγματικότητας, και γι' αυτό είναι εξάλλου ψέμα.
Διότι, πράγματι, η πραγματικότητα δεν διαιρείται σε δύο αλληλοαποκλειόμενες καταστάσεις - σφαίρες, εκεί δηλαδή που βρίσκεται το ένα αποκλείεται να βρίσκεται το άλλο. Αντιθέτως η παρουσία ενός πράγματος καθορίζεται ως απουσία του άλλου και έτσι το άλλο, με έναν αρνητικό τρόπο και δια της απουσίας του γίνεται παρόν. Έτσι, δύνανται να κατανοούν με έναν τρόπο ασυνειδήτο πράγματα, ψυχικές καταστάσεις κλπ., που δεν λέγονται κι όμως πλανώνται.
Τα παιδιά σκέφτονται διαλεκτικά και έτσι η σκέψη τους εμφανίζεται τόσο εκπλητικά δημιουργική, με τέτοια ζωντάνια και φαντασία, επειδή ακριβώς είναι μετα-φυσική.
Τα ευφυέστερα απ' αυτά θα κατορθώσουν, παρά τις πιέσεις του περιβάλλοντος (οικογενειακού, σχολικού κλπ) για συμμόρφωση σε έναν μονοδιάστατο τρόπο σκέψης, να διατηρήσουν τον πυρήνα της μεταφυσικής καλλιέπειας.
Έτσι, όταν ένα παιδί αρνείται να απαντήσει σε τέτοιες αφελείς και θα έλεγα κακόβουλες ερωτήσεις των μεγάλων, δεν το κάνει επειδή δεν θέλει ή θέλει, πιθανόν να μας στεναχωρήσει με μια απάντησή του, αλλά γιατί δεν καταλαβαίνει καν το περιεχόμενο της ερώτησης.
Διότι, όπου βρίσκεται π.χ. η μαμά, βρίσκεται και ο μπαμπάς ως μη μαμά. Ή όπου βρίσκεται το δώρο βρίσκεται και η μαμά ως αυτό που κάνει το δώρο τω όντι δώρο ή ήδη μαμά και δώρο είναι δύο όψεις του ίδιου του καλού και του προσδοκώμενου.
Επομένως τι ζητάμε από ένα παιδί να πει;
Δημιουργούμε μια υποθετική κατάσταση που επιπλέον ενέχει και όρους ηθικού διλήμματος και καλούμε το παιδί να αναπτύξει.... κριτική σκέψη.
Βεβαίως, εφόσον για την επιβίωση στον σύγχρονο κόσμο η κριτική σκέψη είναι προϋπόθεση και ταυτισμένη με τον ορθό Λόγο, ας αφήσουμε την ίδια την καθημερινή πραγματικότητα της ζωής του παιδιού με τον δικό της φυσικό τρόπο να το φέρει μπροστά στα διλήμματα που όμως θα είναι πραγματικά και όχι επίπλαστα, εγκεφαλικά ή ηθικά και γι' αυτό θα το βοηθήσουν να αυτονομηθεί και να χαλιναγωγήσει τα αισθήματα του παντοδύναμου θέλω καθώς και εκείνα της απειλής της εκμηδένισης, χωρίς να ενσταλάζουν μέσα στην ψυχή του την ενοχή και την τύψη.
Φαίνονται απλές και καθημερινές συναλλαγές ανάμεσα σε μικρά παιδιά και μεγάλους. Ή οι μεγάλοι τις θεωρούν τέτοιες. Έχω όμως την γνώμη ότι για τα παιδιά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά και ανώδυνα.
Η παιδική σκέψη απέχει πολύ από την δική μας διχαστική ορθολογικότητα. Τα παιδιά δεν έχουν κατακτήσει ακόμα έναν τρόπο σκέψης που να κινείται ανάμεσα σε δύο αντιθετικούς και αλληλοαποκλειόμενους πόλους, ανάμεσα στο δίπολο "είτε- είτε".
Για τα παιδιά, η ίδια η ύπαρξή τους δεν έχει ακόμα αυτονομηθεί και είναι οργανικά συνυφασμένη με την μαμά και τον μπαμπά, σε σημείο που η σκέψη ότι θα ζήσουν κάποτε μόνα τους, να φαντάζει εφιαλτική.
Ο κόσμος είναι συμπληρωματικός, και γι' αυτό κάθε τι συντελεί στην διαμόρφωση της ευρύτερης εικόνας, κάθε κομματάκι έχει την θέση του για να έχει η εικόνα ένα νόημα. Ας σκεφτούμε μόνο τις πάρα πολλές ερωτήσεις που κάνουν, που δικαιολογούνται ως παιδική περιέργεια. Δεν πρόκειται όμως για την αφελή περιέργεια ενός ανθρώπου που δεν ξέρει, αλλά για την αναζήτηση της ολοσχηματισμένης ευ-νόητης εικόνας.
Έτσι, για τα παιδιά ο χωρισμός (και δεν αναφέρομαι μόνο σε διαζύγια και τέτοια), με την ευρύτερη έννοιά του, ως σχάση, ως διχασμός, είναι κάτι αδιανόητο.
Σ' αυτή τη δυσκολία τους, να σκέφτονται διχαστικά και να νιώθουν άνετα μέσα στον διχασμό, συνίσταται η αθωότητά τους. Τα παιδιά έως ένα προχωρημένο στάδιο της παιδικής τους ηλικίας σκέφτονται και δρουν με όρους ολότητας, διότι απ' μια τέτοια αδιατάρακτη ενότητα και ολότητα προέρχονται, δηλ. την ενδομήτρια ζωή τους.
Η υμνημένη πολλαχώς παιδική αθωότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πρωτογενής αντίσταση του ανθρώπου στο χωρίζειν. Δίχως την διατήρηση ενός πυρήνα Ολότητας που υποστασιοποιεί το επιμέρους, τίποτα δεν βρίσκει την θέση του, τίποτα δεν λαμβάνει το νόημά του.
Έτσι, τα παιδιά δυσκολεύονται ν' αντιληφθούν τα διαζευτικά είτε - είτε που για τους μεγάλους είναι προϋποθέσεις της τυπικής λογικής, ήτοι της ορθολογικότητάς μας. Είναι ο τρόπος που σκεφτόμαστε τον κόσμο και τον εαυτό μας μέσα σ' αυτόν. Και επιπλέον δείχνει πόσο έχουμε απομακρυνθεί από τον ελληνικό τρόπο του σκέπτεσθαι που ήταν ένας κατ' ουσίαν "παιδικός" ολο-ποιητικός τρόπος.
Όσο αυτή η αθωότητά τους διατηρείται, τους επιτρέπει να διακρίνουν και να συνομιλούν αβίαστα με την αλήθεια. Ξεχωρίζουν εύκολα το ψέμα, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια να καλυφθεί το κενό ανάμεσα στα δύο είτε-είτε της πραγματικότητας, και γι' αυτό είναι εξάλλου ψέμα.
Διότι, πράγματι, η πραγματικότητα δεν διαιρείται σε δύο αλληλοαποκλειόμενες καταστάσεις - σφαίρες, εκεί δηλαδή που βρίσκεται το ένα αποκλείεται να βρίσκεται το άλλο. Αντιθέτως η παρουσία ενός πράγματος καθορίζεται ως απουσία του άλλου και έτσι το άλλο, με έναν αρνητικό τρόπο και δια της απουσίας του γίνεται παρόν. Έτσι, δύνανται να κατανοούν με έναν τρόπο ασυνειδήτο πράγματα, ψυχικές καταστάσεις κλπ., που δεν λέγονται κι όμως πλανώνται.
Τα παιδιά σκέφτονται διαλεκτικά και έτσι η σκέψη τους εμφανίζεται τόσο εκπλητικά δημιουργική, με τέτοια ζωντάνια και φαντασία, επειδή ακριβώς είναι μετα-φυσική.
Τα ευφυέστερα απ' αυτά θα κατορθώσουν, παρά τις πιέσεις του περιβάλλοντος (οικογενειακού, σχολικού κλπ) για συμμόρφωση σε έναν μονοδιάστατο τρόπο σκέψης, να διατηρήσουν τον πυρήνα της μεταφυσικής καλλιέπειας.
Έτσι, όταν ένα παιδί αρνείται να απαντήσει σε τέτοιες αφελείς και θα έλεγα κακόβουλες ερωτήσεις των μεγάλων, δεν το κάνει επειδή δεν θέλει ή θέλει, πιθανόν να μας στεναχωρήσει με μια απάντησή του, αλλά γιατί δεν καταλαβαίνει καν το περιεχόμενο της ερώτησης.
Διότι, όπου βρίσκεται π.χ. η μαμά, βρίσκεται και ο μπαμπάς ως μη μαμά. Ή όπου βρίσκεται το δώρο βρίσκεται και η μαμά ως αυτό που κάνει το δώρο τω όντι δώρο ή ήδη μαμά και δώρο είναι δύο όψεις του ίδιου του καλού και του προσδοκώμενου.
Επομένως τι ζητάμε από ένα παιδί να πει;
Δημιουργούμε μια υποθετική κατάσταση που επιπλέον ενέχει και όρους ηθικού διλήμματος και καλούμε το παιδί να αναπτύξει.... κριτική σκέψη.
Βεβαίως, εφόσον για την επιβίωση στον σύγχρονο κόσμο η κριτική σκέψη είναι προϋπόθεση και ταυτισμένη με τον ορθό Λόγο, ας αφήσουμε την ίδια την καθημερινή πραγματικότητα της ζωής του παιδιού με τον δικό της φυσικό τρόπο να το φέρει μπροστά στα διλήμματα που όμως θα είναι πραγματικά και όχι επίπλαστα, εγκεφαλικά ή ηθικά και γι' αυτό θα το βοηθήσουν να αυτονομηθεί και να χαλιναγωγήσει τα αισθήματα του παντοδύναμου θέλω καθώς και εκείνα της απειλής της εκμηδένισης, χωρίς να ενσταλάζουν μέσα στην ψυχή του την ενοχή και την τύψη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου