_Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση (v)
γράφει η Εύα Μπολιουδάκη
Δεύτερο Μέρος
John Dewey: Η εκπαιδευτική διαδικασία στη μεταμόρφωση του κόσμου
Ο John Dewey, όπως και Εm. Durkheim, υπηρετώντας στην δευτεροβάθμια και ανώτερη εκπαίδευση, γνώριζε από πρώτο χέρι, τα εκπαιδευτικά ζητήματα του καιρού του και κατά την διάρκεια της μακράς φιλοσοφικής- συγγραφικής παρουσίας του, διατύπωσε απόψεις για την εκπαίδευση που άσκησαν μεγάλη επιρροή στα εκπαιδευτικά συστήματα των ΗΠΑ και ευρύτερα του δυτικού κόσμου. Ενταγμένες στο γενικότερο πλαίσιο του φιλοσοφικού ρεύματος του πραγματισμού, μπορούμε να πούμε ότι παρέχουν μια διαφορετική οπτική τόσο για τον χαρακτήρα της γνώσης όσο και για την κοινωνική δυναμική της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Για τον Dewey η γνώση δεν είναι ένα είδος παθητικής καταγραφής των γεγονότων του κόσμου, αλλά το προϊόν της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τον κόσμο και έχει ένα κατασκευαστικό χαρακτήρα: οι έννοιες είναι εργαλεία για την διαχείριση του κόσμου της εμπειρίας μας και δοκιμάζονται στην επίλυση προβληματικών καταστάσεων [1].
![]() |
Ο J. Dewey απεικονίζεται σε γραμματόσημο των ΗΠΑ |
Στις ανθρώπινες κοινωνίες αυτή η αναγκαιότητα οδηγεί στην εκπαίδευση των νέων μελών. Μέσω της εκπαίδευσης τα νέα μέλη (παιδιά) της κοινότητας παραλαμβάνουν όλες τις πρακτικές και τις συμπεριφορές εκείνες που αποδείχθηκαν αποτελεσματικές για την ανανέωση της ζωής. Θα ήταν όμως λάθος να ταυτίσουμε την εκπαίδευση με μία διαδικασία παράδοσης- παραλαβής. Αυτό που πραγματικά επιτυγχάνεται δεν είναι η παθητική μετάγγιση ενός σώματος έτοιμων εμπειριών από τους μεγαλύτερους στους νεώτερους, αλλά η ίδια η επικοινωνία. Η επικοινωνία, δηλαδή η άμεση εμπλοκή δύο ή περισσότερων παραγόντων με διαφορετικό υπόβαθρο (νέων/μεγαλύτεροι) μαζί με τις απαραίτητες ρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν ώστε να είναι αποτελεσματική, είναι ο πυρήνας της κοινωνικής εμπειρίας και της εκπαίδευσης. Μ’ αυτή την έννοια η εκπαιδευτική διαδικασία είναι κάτι παραπάνω από την τυπική εκπαίδευση όπως αυτή γίνεται στα σχολεία, είναι μια προσπάθεια μετοχής στην εμπειρία του άλλου, που δεν μπορεί να αφήσει ανεπηρέαστο κανέναν από τους δύο πόλους, αλλά τους μεταμορφώνει αμοιβαία.
Όσο πιο πολύπλοκη και ανεπτυγμένη είναι μια κοινωνία τόσο μεγαλύτερη και πιο εκτεταμένη γίνεται η επικοινωνία με την παρεμβολή διαφόρων συμβολισμών και διανοημάτων που απαιτούν ένα είδος αφαίρεσης από την αμεσότητα της εμπειρίας και το χάσμα ανάμεσα στον κόσμο των εμπείρων/μεγάλων και στον κόσμο των απείρων/νέων, μεγαλώνει. Αυτή είναι η πηγή κάθε στειρότητας της γνώσης που την αποκόβει από την κοινωνική της ρίζα.
Επομένως κάθε εκπαιδευτικό σύστημα είναι υποχρεωμένο προκειμένου να γεφυρώσει το χάσμα, να βρει την μεθοδολογία που θα εξισορροπεί αυτή την κοινωνική πραγματικότητα[2]. Ως εκ τούτων, η επιτυχημένη λειτουργία του σχολείου είναι η δημιουργία εκείνου του ειδικού κοινωνικού περιβάλλοντος το οποίο αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας τρία θεμελιώδη έργα:
- α) την απλοποίηση της περιπλοκότητας ούτως ώστε αυτή να γίνει προσλήψιμη από τους νέους και σταδιακά να τους οδηγήσει στις πιο περιπλεγμένες έννοιες και καταστάσεις,
- β) η επιλογή όσων χαρακτηριστικών (συμπεριφορές, πεποιθήσεις, διαθέσεις κλπ.) θεωρούνται πιο εξελιγμένα και η απόρριψη εκείνων που δεν ανταποκρίνονται στις υψηλότερες μελλοντικές απαιτήσεις,
- γ) η εξισορρόπηση των διαφόρων στοιχείων του κοινωνικού περιβάλλοντος έτσι ώστε να δοθεί η δυνατότητα της κινητικότητας των ατόμων μέσα στην κοινωνική διαστρωμάτωση [3].
Σύμφωνα με τον Dewey, το σχολείο κάνει λάθος όταν αντιλαμβάνεται τον χαρακτήρα και την λειτουργία του, ως μια κατάσταση suis generis, ως ένα άλλο «είδος», το οποίο αν και είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο, η εσωτερική του ποιότητα και η μέθοδος διαφέρουν ουσιαστικά από την κοινωνική. Οι φυσικές προδιαθέσεις των παιδιών, ελέγχονται, καθοδηγούνται και κατευθύνονται μέσα από την συμμετοχή τους σε συγκεκριμένες δράσεις, οι οποίες έχουν ένα κοινό στόχο, περιγράφονται με όμοια κατανοητό τρόπο και αντιστοιχούν στη χρήση συγκεκριμένων μέσων. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ο κοινωνικός έλεγχος και τα παιδιά μαθαίνουν, από την προσχολική ακόμα ηλικία, να ασκούν εσωτερικό έλεγχο των προδιάθεσεών τους, να αποκτούν κοινή αντίληψη του κόσμου και να συντονίζονται πνευματικά και συναισθηματικά με τους άλλους προκειμένου να συμμετέχουν στην κοινωνική ζωή της κοινότητας. Είναι η συμμετοχή στη κοινή δραστηριότητα που έχει ως αποτέλεσμα την μιμητική των νέων και όχι το αντίστροφο.
Επομένως το σχολείο δεν πρέπει να απομακρυνθεί από αυτό που πραγματικά συμβαίνει στη ζωή και να επινοήσει άλλους τρόπους εξωτερικής επιβολής και καθοδήγησης των νέων, αλλά να αξιοποιήσει την υπάρχουσα κοινωνική «σοφία», επιτυγχάνοντας μια νοημοσύνη που εκπαιδευμένη μέσα από την σχολική δραστηριότητα, θα μπορεί συνειδητά να σχετίζεται με τον υλικό κόσμο και τους άλλους ανθρώπους στην κατεύθυνση των χρήσιμων σκοπών και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του μέλλοντος [4].
Συνεχίζεται.....
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των συναφών αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες) .
[1] Φιλοσοφικό Λεξικό του Cambridge, λήμ. Ντίουι Τζων (Dewey, John), επιμ. ελ. εκδ. Στ. Βιρβιδάκης – Γ. Ξηροπαϊδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2011, σελ. 814-817.
[2] Dewey John, Δημοκρατία και Εκπαίδευση, μτφ. Τερζάκης Φώτης, εκδ. Ιριδανός, Αθήνα 2016, κεφ.1.
[3] ό.π. κεφ. 2
[4] ό.π. κεφ. 3
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου