_Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση (iv)
γράφει η Εύα Μπολιουδάκη
Ο Em. Durkheim διαπιστώνει δύο μεγάλες κατηγορίες μελέτης αντικειμένων - πραγμάτων: α) τα ανθρώπινα πράγματα, όπου περιλαμβάνονται οι νοητικές, συνειδησιακές εκδηλώσεις και οι εκφράσεις των ανθρώπων και β) τα φυσικά πράγματα. Όσον αφορά στην πρώτη, αναγνωρίζει την μεγάλη συμβολή των κλασικών σπουδών στην μελέτη του ανθρώπου, συμπληρώνοντας όμως ότι αυτή πρέπει να εναρμονιστεί με τις απαιτήσεις του παρόντος, απορρίπτοντας μια απλουστευμένη εκδοχή του ανθρώπου η οποία τον θέλει να είναι σχεδόν αμετάβλητος και παγκόσμιος και υιοθετώντας την πολυπλοκότητα μέσα από την οποία τα ανθρώπινα πράγματα εμφανίζονται ιστορικά. Έτσι οι μαθητές θα εξοικειωθούν με τον πλούτο και την ποικιλότητα της ανθρώπινης ζωής, όπου αυτή συναντάται, αποκτώντας ευρύτητα πνεύματος και αποφεύγοντας την μονολιθικότητα [1]. Όσον αφορά το άλλο αντικείμενο μελέτης των φυσικών πραγμάτων, κατά τον Durkheim αυτό το πεδίο είχε μέχρι τότε συνδεθεί με τους ωφελιμιστικούς σκοπούς της οικονομικής ανάπτυξης της αστικής τάξης, τροφοδοτώντας τους τομείς της βιομηχανίας και του εμπορίου. Η μελέτη όμως του φυσικού κόσμου, εάν δεν θέλει είναι ο «κομπάρσος», όπως ο ίδιος λέει, των ανθρωπιστικών σπουδών, πρέπει να αποτινάξει τον ζυγό των στόχων της οικονομικής ευημερίας, και να αποκτήσει την δική της αυτοδύναμη παρουσία. Όσο και αν οι φυσικές επιστήμες συμβάλλουν αποφασιστικά στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον φυσικό κόσμο, βελτιώνοντας το επίπεδο της ευημερίας του, αν ο στόχος τους δεν είναι η προαγωγή της ανθρώπινης συνείδησης ως η υπέρτατη και ανώτερη αξία στην οποία ανάγονται τα πάντα, τότε αυτές θα παραμείνουν ψυχρές και άνευρες, δηλαδή μη ανθρώπινες κατακτήσεις [2]. Μια τέτοια θεώρηση διαιωνίζει ένα ψευδή διχασμό και δημιουργεί ανταγωνισμό ανάμεσα στα δύο πεδία μελέτης, εκεί που θα έπρεπε να υπάρχει ενότητα. Για να στηρίξει αυτή την θέση του, ο Durkheim προβάλλει το επιχείρημα της ενότητας του φυσικού κόσμου, ότι δηλαδή ο άνθρωπος γνωρίζοντας τον φυσικό κόσμο γνωρίζει τον ίδιο τον εαυτό του, καθώς ο ίδιος είναι μέρος αυτής της ολότητας, κατέχοντας μια ειδική θέση [3]. Για παράδειγμα η ιδέα του ντετερμινισμού, η εξελικτική προέλευση του ανθρώπου από το ζωικό κόσμο, η οργανική υποδομή για την εμφάνιση και αυτής ακόμα της ανθρώπινης συνείδησης, είναι οι δεσμοί του ανθρώπου με τον φυσικό σύμπαν μέσα στο οποίο ζει και η μελέτη τους αφορά τον ίδιο τον ανθρώπινο πολιτισμό και την ηθική διάσταση των κοινωνιών μας. Επιπλέον ζώντας μέσα στην επιστήμη και ακολουθώντας τους δικούς της δρόμους της επαγωγικής λογικής, του πειραματισμού και της επαλήθευσης, αποκτούμε πρόσβαση σε μια ορθολογικότητα πολύ ανώτερη από την ατομική, σε μια ανώτερη έκφραση του Ορθού Λόγου που όμως δεν είναι προϊόν κάποιας άχρονης και εξωανθρώπινης αρχής αλλά εργασίας πολλών γενεών επιστημόνων [4]. Οι φυσικές επιστήμες μας ανοίγουν στον φυσικό κόσμο, στον κόσμο των αντικειμένων όχι για να μείνουμε καθηλωμένοι με ένα τύπο θρησκευτικής προσκόλλησης σ’ αυτά αλλά για να ξαναγυρίσουμε στους εαυτούς μας περισσότερο εμπλουτισμένοι και συνειδησιακά παρόντες στον κόσμο. Κατά παρόμοιο τρόπο ενοποιούνται όχι μόνο τα αντικείμενα της εκπαίδευσης αλλά και αυτές οι βαθμίδες της εκπαιδευτικής διαδικασίας έχουν μια βαθιά συνοχή και συμπληρωματικότητα. Το βάρος που αναλαμβάνει η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, κυρίως μέσα από την μελέτη της γλώσσας ως ενός ζωντανού οργανισμού τον οποίο έμφυτα διαθέτουμε, είναι η άσκηση της ίδιας της σκέψης καθώς αυτή οδεύει προς τα αντικείμενα μέσα από την ανάλυση των συγκεχυμένων ιδεών στα επιμέρους και την σύνθεση σε ολότητες γεμάτες νόημα [5]. Επομένως η επιστημονική σκέψη όπως αυτή ολοκληρώνεται στην ανώτερη εκπαίδευση προϋποθέτει την προπαιδεία της δευτεροβάθμιας, δίχως την οποία δεν μπορεί να υπερβεί το στάδιο των τεχνικών δεξιοτήτων [6].
Έτσι, ο Durkheim σκιαγραφεί τον τύπο του επιστημονικού ανθρώπου που αποτελεί το ιδεώδες πρότυπο για την εποχή του. Ο επιστημονικός άνθρωπος διαφέρει από τον τύπο του σχολαστικού ο οποίος ασκούνταν στην αντιλογία και στον αφηρημένο τυπικό συλλογισμό όσο και από τον τύπο του μηχανοκράτη ο οποίος απλώς εκτελεί κάποιες κινήσεις μηχανικά χωρίς να μπορεί να τις εντάξει σε ένα γενικότερο πλαίσιο. Η ικανότητα που διαχωρίζει τον τύπο επιστημονικού ανθρώπου από άλλους είναι αυτή του αναστοχασμού. Η ικανότητα του αναστοχασμού είναι ένα είδος δραστήριας ορθολογικότητας η οποία δεν αρκείται στην κατασκευή σωστών και ευκρινών ιδεών, κατά τα καρτεσιανά πρότυπα, αλλά είναι ικανή να συνδέει τις έννοιες με τα αντικείμενα του κόσμου μέσα στην δοσμένη ιστορική πραγματικότητα [7], προκειμένου ο νους να καταστεί ικανός να κρίνει επωφελώς και με διαύγεια τις διάφορες καταστάσεις [8].
Ο Durkheim αναπτύσσει αυτή την ικανότητα σε διάφορα σημεία του έργου του, εμείς όμως θα την δούμε όπως προσπάθησε να την εμφυσήσει μιλώντας σε ένα ακροατήριο εκπαιδευτικών της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Έχοντας ο ίδιος προσωπική εμπειρία από την θητεία του στην Δ.Ε., αφού αναγνωρίσει την στασιμότητα και την αδράνεια στην οποία αυτή έχει περιέλθει, την αποδίδει αφενός στον μεταβατικό χαρακτήρα της εποχής (εδώ και έναν αιώνα), καθώς εγκαταλείπεται το παλαιό παιδαγωγικό σύστημα, χωρίς ωστόσο να υπάρχει διαθέσιμο ένα άλλο προς αντικατάσταση του και αφετέρου στην έλλειψη κριτικής- αναστοχαστικής στάσης των ίδιων των εκπαιδευτικών που την απαρτίζουν. Αυτή η στασιμότητα, είναι που έχει αποτελέσει αφορμή υποβιβασμού της χρησιμότητας της ίδιας της παιδαγωγικής σκέψης και εκπαίδευσης από το ευρύ κοινό. Για τον ίδιο, βέβαια, η παιδαγωγική εκπαίδευση δεν είναι απλώς η μετάδοση ενός αριθμού μεθόδων στον μελλοντικό εκπαιδευτικό, αλλά μία πολύ πιο σύνθετη διεργασία που στοχεύει στη συνειδητοποίηση του ρόλου του. Οι εκπαιδευτικοί θα μπορέσουν να υποστηρίξουν ενώπιον των μελλοντικών γενεών το σύγχρονο ιδεώδες του επιστημονικού ανθρώπου, (ας θυμηθούμε εδώ ότι στόχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας είναι η δημιουργία ενός δεύτερου, κοινωνικού όντος μέσα στους μαθητές παράλληλα με το πρώτο ατομικό ον που είναι ο καθένας), μόνο εάν και οι ίδιοι γίνουν οι επιστήμονες στην εκπαίδευση Αν δηλαδή αναπτύξουν τον αναστοχασμό εκείνο που αρμόζει σε κάθε επιστημονική περιοχή του πραγματικού, ήτοι στην εκπαιδευτική διαδικασία.
«Ο δάσκαλος διατηρεί την εξουσία του μέσω του ίδιου του εαυτού του. Η εξουσία του δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από μια εσωτερική πίστη. Πρέπει να πιστεύει όχι σ’ αυτόν χωρίς αμφιβολία, όχι σε ανώτερες δυνάμεις του νου ή της καρδιάς του, αλλά στη δουλειά του και στο μεγαλείου του έργου του, του λειτουργήματός τους»[9].

Τέλος, ο αναστοχασμός ως ικανότητα του επιστημονικώς σκέπτεσθαι, δεν αφορά μόνο το εκπαιδευτικό αντικείμενο της μελέτης, προχωρά για να φτάσει σε βάθος και για τους ίδιους, να αγκαλιάσει την προσωπική τους ιστορία, την ιστορία και την ζωή της οικογένειάς τους, να φωτίσει τα βάθη της ψυχής και του ασυνειδήτου τους και να τους μεταμορφώσει εσωτερικά.
Συνεχίζεται....
(Η παρούσα ανάρτηση αποτελεί μέρος της εργασίας Εμίλ Ντιρκέμ - Τζων Ντιούι: Παιδαγωγικές Θεωρίες των αρχών του 20ου αιώνα, μια παράλληλη ανάγνωση και προτείνουμε για την αρτιότητα της ανάγνωσης, το διάβασμα των συναφών αναρτήσεων στην κατηγορία Κοινωνιολογικές Μελέτες)
[2] ό.π. 470
[3]ό.π. σ. 476
[4] ό.π. σ. 474
[5] ό.π. σς.480-482
[6] ό.π. σσ 483-484
[7] ό.π. σσ.440-445
[8] ό.π. σ.466
[9] Durkheim, Em., Εκπαίδευση και Κοινωνιολογία, σελ. 139
[10] ό.π.197
[11] ό.π σ.200
[12] ό.π. σ. 206
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου